Εκατό χρόνια μοναξιά του Γκαμπριελ-Γκαρσία Μάρκες βιβλιοκριτική

Written by

Εκατό χρόνια μοναξιά, το βιβλίο έπος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Τροφοδοτημένο από την πυκνή ύλη της πραγματικότητας, της φαντασίας και των ονείρων με μια βιωματική αίσθηση σωματικότητας, διαποτισμένο από μια μελαγχολική αύρα, το βιβλίο Εκατό χρόνια μοναξιά, με τις ιστορίες που ξεχειλίζουν στη ροή της αφήγησης, ανοίγει σε κύκλους γενεών με επίκεντρο, μια οικογένεια, ένα χωριό, μια χώρα. Ανοίγεται στον κόσμο μέσα από σύμβολα και αρχετυπικές κρυσταλλώσεις, μέσα από φιλοσοφικά μοτίβα και αιώνιους συνειρμούς μαθηματικής ακρίβειας.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στο έπος αυτό, αφουγκράζεται τους αιώνες που πέρασαν και περνούν και οραματίζεται αυτούς που θα έρθουν, στον κυκλικό βιβλικό χρόνο των καταστροφών και της αταραξίας, της ανέμελης αντίδρασης και της άγνοιας, της περιέργειας και της αδιαφορίας, των ενστίκτων και της σαγήνης της ομορφιάς, της μελαγχολικής συνειδητότητας και της παραδοχής της ματαιότητας.

Πολιτική και κοινωνική ζωή, πολιτισμικοί κώδικες και αταβιστικές συμπεριφορές, πεισματικές περιπέτειες, σκληρή μοναξιά και μοναχικότητα με το σκληρό κέλυφος της συμπεριφορικής ακαταδεξίας και της ανωτερότητας, μαρκάρουν το καλλιτεχνικό στίγμα του μυθιστορήματος.

Απομόνωση και εξέλιξη, ευτυχία και δυστυχία, καθυστέρηση και πρόοδος, αγώνες και απραξία, ατομικές εκπλήξεις και συλλογικές διαψεύσεις, επιμονή και εγκατάλειψη, προκατάληψη και διαίσθηση της ασημαντότητας, γυρίζουν σε επαναληπτικές τροχιές στην αρχή και στο τέλος ιστοριών στον αέναο κύκλο της ζωής και του θανάτου.

Τα βασικά θέματα που απασχολούν τη σκέψη του συγγραφέα, η πολιτική, ο πόλεμος, ο έρωτας, ο θάνατος, ο χρόνος, η μνήμη, η νοσταλγία, η μοναξιά και η απομόνωση, εξετάζονται στο ατομικό και συλλογικό πρίσμα κοινωνικών- πολιτικο-οικονομικών- πολιτισμικών κωδίκων, στερεοτύπων και ανατροπών. Ερευνώνται στα βαθύτερα στρώματά τους, Ιστορία και παραποίηση γεγονότων, εξουσία, πολιτική-στρατιωτική βία και πόλεμοι, θρησκεία, αλχημεία, φιλοσοφία, επιστήμη και τέχνη, ανάμνηση και νοσταλγία, επικοινωνία και αποκλεισμός.

Η παγκόσμια γλώσσα των έργων τέχνης.

Αν και οι ιστορίες του Μάρκες επικεντρώνονται σε μια μικρή κοινότητα-χώρα, με έναν μοναδικό τρόπο, που σχετίζεται με την έκλαμψη της σύλληψης του ολογράμματος ενός κόσμου στη βαθύτερη ουσία του, ανάγονται σε μια πανανθρώπινη εικόνα με την παγκόσμια γλώσσα των έργων τέχνης.

Στο παράδειγμα μιας μεγάλης οικογένειας που εκτείνεται σε πολλές γενιές, ο συγγραφέας -με την προσωπική τέχνη της αφήγησης και την ιδιαίτερη τεχνική της- υφαίνει το βιωματικό και ραφιναρισμένο υλικό αποτύπωμα ενός κόσμου που βρίσκεται στο βάθος των ζωηρών αναμνήσεών του, δίνοντας μια εποποιΐα πολυδιάστατα εικονοπλαστική σε όλους τους συμβολισμούς της.

Εγκιβωτισμοί, εικόνες, αναλογίες, παραλληλισμοί και συσχετισμοί,

προαναγγελίες, μικρές επαναλήψεις σκηνών και φράσεων, λόγια που επαναλαμβάνονται από τους ίδιους συνομιλητές σε εναλλαγές ή από άλλα πρόσωπα και σε διαφορετική χρονική στιγμή, διαστολή του χρόνου και συστολή του, είναι μερικές τεχνικές, από τις πολλές που υιοθετεί ο συγγραφέας στην πορεία της εξιστόρησης. Ο χρόνος κινείται ταυτόχρονα από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα και προοιωνίζεται το μέλλον με άλματα επιτάχυνσης, επιβραδύνσεις, μικρές στιγμές στη διαστολή και συστολή τους, στις επιμέρους σκηνές του μυθιστορήματος.

Στο μυθιστόρημα του Γκαμπριελ-Γκαρσία Μάρκες Εκατό χρόνια μοναξιά, η οικογένεια των Μπουενδία και οι κάτοικοι του Μακόντο, ζουν στο περιθώριο των εξελίξεων και των αλλαγών που σαρώνουν και επηρεάζουν τον κόσμο. Αλλά ο απόηχος της εξέλιξης και ο άνεμος της αλλαγής θα σαρώσει και τη δική τους ζωή και θα ανατρέψει τις συνθήκες. Θα κληθούν να αναμετρηθούν με ιστορικά γεγονότα, με επιστημονικές αλήθειες, ανακαλύψεις και εφευρέσεις, με προφητείες και οραματισμούς, με αταβιστικές συνήθειες σε ένα πολιτικό πεδίο βίας και τρόμου, σε μια πολυστρωματική πολιτισμικά κοινωνία.

Θα μπουν στο παιχνίδι της πολιτικής και στον λαβύρινθο της εξουσίας, στους κόλπους του έρωτα και της μοναξιάς, με το ανέμελο ύφος των διασκεδάσεων με τα στοιχήματα στις κοκορομαχίες, με την αδιαφορία και το ισχυρό πείσμα τους, με την τρέλλα των απελπισμένων και την σθεναρή υπεράσπιση της φυλής τους, αλλά και με την δυσθυμία της εμμονικής ατομικής παραίτησης τυλιγμένης στο κουκούλι της υπερηφάνειας και της ακαταδεξίας.

Τα ονόματα των μελών της οικογένειας

(Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, Αουρελιάνο Μπουενδία, Ούρσουλα Ιγουαράν, Αμαράντα, ωραία Ρεμέδιος) επανέρχονται με συγκεκριμένες αναφορές χαρακτηρολογικών συμπεριφορών, φέροντας στο αίμα τους αταβιστικούς δεισιδαιμονικούς φόβους που θα οδηγήσουν στον αφανισμό τη γενιά τους μέχρι τον τελευταίο απόγονο. Με το ζωώδες ένστικτο της διαίσθησης και της επιβίωσης ρίχνονται στη μάχη του έρωτα σε έναν κλειστό αιμομικτικό κύκλο.

Αδιαφορώντας για τις συνέπειες, τις επιστημονικές απόψεις, τις ηθικές αντιλήψεις και την ευπρέπεια των καλών τρόπων και την υποκρισία του πολιτισμένου κόσμου, θα κυλιστούν στο λαβύρινθο της λαγνείας, των παθών και της δίψας της εξουσίας, της εκδίκησης, της παραίτησης, της μοναχικότητας. Το πάθος του έρωτα, η ελκτική μανία της εξουσίας, η αντίδραση στη βία του στρατιωτικού νόμου, θα αφήσει το πεπρωμένο ίχνος του θανάτου στο σώμα τους, σαν σταυρό ανεξίτηλης στάχτης που ο συγγραφέας «είδε» στα μέτωπα των δεκαεπτά γιων του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία και στο στιγματισμένο πεπρωμένο της μοίρας τους.

Η κοινωνική ζωή και οι καθημερινές συνήθειες,

οι οικογενειακές σχέσεις, οι εκφάνσεις του έρωτα στις διάφορες εκδοχές του και η γέννηση παιδιών με ή χωρίς γάμο, η ταξική διάρθρωση, οι τύποι της κεντρικής – περιφερειακής εξουσίας, ο συνδικαλισμός και οι απεργίες, οι αγώνες, η εισβολή των ξένων, η μόρφωση, οι ανταλλαγές και αλληλεπιδράσεις, το οικονομικό- πολιτικό ιδεολογικό ξεπούλημα, ο ξεπεσμός και η αλλοτρίωση, η αφοσίωση και η σκληρότητα, αναδύονται σε επάλληλους κύκλους μέσα από τη ρεαλιστική και φανταστική μαγική πραγματικότητα, ως μια μεγάλη περιπέτεια, επιδημιών (όπως αυτή της αϋπνίας και της αμνησίας), ακατάλυτων δεσμών φιλίας και πολιτικής συστράτευσης σε ιδεολογίες και αγώνες, σε αδιάκοπους πολέμους, με μια μοναχική απόληξη ήττας και καταστροφής.

Με ιδιαίτερη έμφαση στη γλώσσα στις ποικίλες πολιτισμικές της καταβολές, μέσα από ένα αδιόρατο ειρωνικό και λεπτό χιούμορ, με απρόσμενους συνδυασμούς περιγράφεται η καθημερινή πραγματικότητα μιας πολυφυλετικής κοινωνίας με έναν αισθησιακό πρωτογονισμό υψηλής αισθητικής τάσης.

Ο Δήμαρχος, ο Ειρηνοδίκης, ο ιερέας, ο γιατρός,

ο συνταγματάρχης, οι αξιωματικοί, οι δικηγόροι, οι συνδικαλιστές, οι ηγέτες, οι αγρότες και οι ξένοι εκπρόσωποι των εταιρειών, οι περιπλανώμενοι τσιγγάνοι, Ο Μελκίαδες, ο καταλάνος βιβλιοπώλης, ο Πιέτρο Κρέσπι, οι τραγουδιστές, ερωμένες και σύζυγοι, εραστές, πόρνες, μιγάδες και ιθαγενείς, πρωτευουσιάνοι και ντόπιοι, οι κατακτητές ισπανοί και οι τυχοδιώκτες ενός μακρινού παρελθόντος, οι κυνηγημένοι, φτωχές οικογένειες και πλούσιοι ξένοι, οι γυναίκες που κεντούν στις βεράντες, το πλήθος και οι μοναχικές φιγούρες των πρωταγωνιστών στα επεισόδια της ιστορίας, συνθέτουν το μωσαϊκό μιας ιδιαίτερης πολιτισμικά κοινωνίας, συμπλεγματικά κλειστής και απομονωμένης, η οποία στέκεται στο περιθώριο των εξελίξεων αν και θα της άξιζε μία καλύτερη μοίρα.

Δραματικές ιστορίες αφηγηματικής πύκνωσης περιγράφουν χαρακτήρες και συμπεριφορές ανδρών και γυναικών από όλα τα κοινωνικά στρώματα οριοθετώντας, με μια φιλοσοφική θεώρηση, τη θέση του ατόμου σε μια ομάδα και σε μια πολιτική-κοινωνική μυθική πραγματικότητα. Πραγματικότητα και μυθολογία του Μακόντο. Ενός χωριού ή ενός αγροκτήματος με το ίδιο όνομα που παραπέμπει ταυτόχρονα σε ένα δέντρο και σε ένα παιχνίδι.

Εμμονικές ασχολίες και επιλογές των ανθρώπων…

αναδεύουν στο πλέγμα τους μια κοινωνία που αιωρείται μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, όπως η σκηνή της ανάληψης της ωραίας Ρεμέδιος, ο μετεωρισμός του ιερέα, η καθημερινή συνομιλία των ζωντανών με τους νεκρούς, η επικοινωνία με τα πνεύματα, οι τύψεις και η συνενοχή, η κοινή ζωή και ο μοναχικός θάνατος.

Ρούχα, φαγητά, μυρωδιές, λουλούδια, βότανα, δηλητήρια, αντίδοτα, κανόνες πρακτικής ιατρικής, στοιχήματα, τυχερά παιχνίδια, χρήματα, Θέατρο, κινηματογράφος, το τσίρκο, το κίτρινο τρένο, όργανα αλχημείας και μουσικής, χοροί και λαϊκά τραγούδια, θρησκευτικές τελετουργίες και γαμήλια γλέντια, ναυτικές ιστορίες, όνειρα, περιπλανήσεις, ταξίδια, επαγγέλματα, εφευρέσεις, ανακαλύψεις, βιβλία, αναγνώσεις και προφητείες, λογοτεχνία και ποίηση, αποκαλύπτουν στις λεπτομέρειές τους έναν πολυδιάστατο και αντιφατικό κόσμο προκαταλήψεων και προόδου και μια κοινωνία ληθαργικά δεισιδαιμονική και ταυτόχρονα ανοιχτή στις προκλήσεις, που αγωνίζεται πεισματικά να ξεχάσει και να ξεχαστεί ενάντια στη λήθη και τη μνήμη των πραγμάτων, την τυχαιότητα και τις ματαιώσεις.

Πίσω από τις γραμμές…

Η αφηγηματική δεινότητα του Μάρκες δίνει τη διάσταση του αποκλεισμού, της πεισματικής περιπέτειας και της σκληρής μοναξιάς με μιαν συγκινητική αμεσότητα. Πίσω από τις γραμμές των ιστοριών ανασύρεται και ανασυντίθεται από την αφάνεια και τη λήθη του χρόνου, ένας πολύχρωμος κόσμος αριστοτεχνικά σχεδιασμένος με το βιωματικό υλικό των αναμνήσεων και την ακρίβεια της ατίθασης φαντασίας.

Με την διακριτική τεχνική του ο Μάρκες, απών στο δυσδιάκριτο προσωπείο του στη ροή της δυναμικής αφήγησης, πέρα από την ευφάνταστη μετάπλαση και την αναδιάταξη των γενεαλογιών του οικογενειακού δέντρου, ενσωματώνει στις ιστορίες ονόματα φίλων, συγγενών και αγαπημένων προσώπων. Παρεισφρέουν με τα ονόματά τους και τις ιδιότητές τους, στον οραματισμό μελλοντικών καιρών, κερδίζοντας μια μορφή αθανασίας που τους χαρίζεται μέσω της τέχνης, στο όνομα της λογοτεχνίας και της τέχνης του μυθιστορήματος.

Εκατό χρόνια μοναξιά, βιβλίο ατομικών και συλλογικών δεινών στο γύρισμα ενός αιώνα και στον κύκλο της μοναξιάς των γενεών που δεν τους χαρίστηκε τίποτα. Γενεών οι οποίες μέλλεται να αναμετρηθούν με τα αιώνια ερωτήματα μέσα στον παράδοξο κόσμο κοιτάζοντας περιφρονητικά και αδιάφορα τον πεπρωμένο θάνατό τους στον αιώνα τον άπαντα.

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μάρκες

 

«Η μεγάλη απεργία ξέσπασε.(…)
Παρόλο που δεν είχε ποτέ προαισθήματα, η είδηση ήταν γι’ αυτόν σαν μια αναγγελία θανάτου, που την περίμενε από κείνο το μακρινό πρωινό που ο συνταγματάρχης Χερινέλδο Μάρκες του είχε επιτρέψει να δει μια εκτέλεση. (…)
Λίγο αργότερα, οι τυμπανοκρουσίες, τα γαβγίσματα της σάλπιγγας, οι φωνές και το μπουλούκι του κόσμου του έδειξαν πως είχε επιτέλους τελειώσει όχι μόνο η παρτίδα του μπιλιάρδου, αλλά κι η σιωπηλή και μονσχική παρτίδα που έπαιζε με τον εαυτό του απ’ το χάραμα της εκτέλεσης. Τότε βγήκε στο δρόμο και τους είδε. Ήταν τρία συντάγματα που το βάδισμά τους, συγχρονισμένο στο ρυθμό τυμπάνου γαλέρας, έκανε τη γη να τρέμει. Η ανάσα τους, σαν πολυκέφαλου δράκοντα, γέμισε τη μεσημεριάτικη διαφάνεια με μιασματικούς αχνούς. (…)

Η Ούρσουλα τους άκουσε απ’ το σκοταδιασμένο κρεββάτι της να περνούν κι έκανε το σημείο του σταυρού με το χέρι της. Η Σάντα Σοφία δε λα Πιεδάδ έγινε υπαρκτή για μια στιγμή, σκυμμένη πάνω στο κεντημένο τραπεζομάντιλο που μόλις είχε σιδερώσει και σκέφτηκε το γιο της, τον Χοσέ Αρκάδιο Σεγούνδο, που έβλεπε, απ’ την πόρτα του Ξενοδοχείου του Ιακώβ, τους τελευταίους στρατιώτες να περνούν χωρίς ν’ αλλάξει έκφραση». Σελ. 283-284
«Όταν ο πειρατής σερ Φράνσις Ντρέικ επιτέθηκε στη Ριοάτσα τον δέκατο έκτο αιώνα, η προγιαγιά της Ούρσουλα Ιγουαράν φοβήθηκε τόσο πολύ με τις τυμπανοκρουσίες για τον συναγερμό και τις ομοβροντίες των κανονιών ώστε έχασε τον έλεγχο των νεύρων της και κάθισε πάνω σε αναμμένη φωτιά. (…)
Αρκετούς αιώνες αργότερα, ο δισέγγονος του ντόπιου παντρεύτηκε τη δισέγγονη του Αραγωνέζου». Σελ. 27

Δεν είχε σκεφτεί ως τότε πως η λογοτεχνία ήταν το καλύτερο παιχνίδι που είχε εφευρεθεί ποτέ για να κοροϊδεύει κανείς τους ανθρώπους

«Παραξενεμένος μ’ αυτό το αίνιγμα, έσκαψε τόσο βαθειά στα αισθήματά της και, αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός». Σελ. 318
«Πέρασε τις επόμενες μέρες του καταστρέφοντας κάθε ίχνος που ‘χε αφήσει το πέρασμά του απ’ τον κόσμο. (…) Κράτησε μόνο ένα πιστόλι και μια σφαίρα. (…)
Την παραμονή της ανακωχής, όταν πια δεν έμενε στο σπίτι ούτε ένα αντικείμενο να τον θυμίζει, κουβάλησε το μπαούλο με τα ποιήματα στο φουρνάρικο την ώρα που η Σάντα Σοφία δε λα Πιεδάδ ετοιμαζόταν ν’ ανάψει το φούρνο». Σελ.167

«Σίγουρα ονειρευτήκατε», επέμεναν οι αξιωματικοί

«Στο Μακόντο δεν έγινε τίποτα, ούτε συμβαίνει τίποτα, ούτε θα συμβεί τίποτα. Αυτό εδώ είναι ένα ευτυχισμένο χωριό». Σελ. 290
«Σ’ όλα τα σπίτια είχαν γράψει κώδικες για να θυμούνται τα αντικείμενα και τα αισθήματα. Το σύστημα όμως απαιτούσε τέτοια επαγρύπνηση και τέτοια ηθική δύναμη ώστε πολλοί υπέκυψαν στη μαγεία μιας φανταστικής πραγματικότητας, που οι ίδιοι είχαν επινοήσει και που ήταν λιγότερο πρακτική, αλλά πιο παρηγορητική. Η Πιλάρ Τερνέρα ήταν αυτή που περισσότερο συνετέλεσε για να διαδοθεί αυτή η παραπλάνηση, όταν σκέφτηκε το κόλπο να διαβάζει το παρελθόν στα χαρτιά, όπως διάβαζε πριν το μέλλον». Σελ. 52

«Εκείνη του περιέγραφε το Μακόντο σαν το πιο φωτεινό κι ευχάριστο χωριό του κόσμου και ένα τεράστιο σπίτι, αρωματισμένο με ρίγανη, όπου θα ‘θελε να ζήσει ως τα γεράματά της μ’ ένα νόμιμο σύζυγο και δυο θαυμάσιους γιους που θα ονομάζονταν Ροδρίγο και Γκονσάλο, και σε καμιά περίπτωση Αουρελιάνο και Χοσέ Αρκάδιο, και μια κόρη που θα ονομάζονταν Βιρχίνια και σε καμιά περίπτωση Ρεμέδιος». Σελ. 355

«Η Αμαράντα Ούρσουλα και ο μικρός Αουρελιάνο θα θυμόνταν τον κατακλυσμό σαν μια ευτυχισμένη εποχή» . Σελ. 306
«…γιατί εκείνο τον καιρό είχαν τόσα πολλά πράγματα να κάνουν στο Μακόντο που ο χρόνος δεν τους έφτανε». Σελ.50
«Ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία οργάνωσε τριάντα δύο ένοπλες εξεγέρσεις και νικήθηκε σ’ όλες». Σελ.103
«Δεν είχε σκεφτεί ως τότε πως η λογοτεχνία ήταν το καλύτερο παιχνίδι που είχε εφευρεθεί ποτέ για να κοροϊδεύει κανείς τους ανθρώπους, όπως του έδειξε ο Άλβαρο μια νύχτα σ’ ένα γλέντι». Σελ. 361
«Ξαφνικά, μες στον παροξυσμό της γιορτής, κάποιος έσπασε την ευαίσθητη ισορροπία.
-Ζήτω το Φιλελεύθερο Κόμμα, φώναξε. Ζήτω ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία.
Οι πυροβολισμοί των όπλων έπνιξαν τη λάμψη των πυροτεχνημάτων και οι κραυγές τρόμου σκέπασαν τη μουσική κι η ευθυμία μετατράπηκε σε πανικό.(…) Αλλά η αλήθεια δεν βγήκε ποτέ στο φως…». Σελ. 192

…και ξανάδε το πρόσωπο της άθλιας μοναξιάς του

«…και ξανάδε το πρόσωπο της άθλιας μοναξιάς του όταν όλα πέρασαν και και δεν απόμεινε παρά ο φωτεινός χώρος του δρόμου, κι ο αέρας γεμάτος φτερωτά μυρμήγκια, και κάτι περίεργοι που έσκυβαν να κοιτάξουν την άβυσσο της αβεβαιότητας. Τότε πήγε στην καστανιά, καθώς σκεφτόταν το τσίρκο, αλλά δεν μπορούσε πια να βρει την ανάμνηση». Σελ. 252

«Ο συνταγματάρχης Χερινέλδο Μάρκες πήγε εκείνο τ’ απόγευμα να τηλεγραφήσει στο συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία. Ήταν μια συνηθισμένη συζήτηση που δεν θα κατάφερνε να ταράξει τα στάσιμα νερά του πολέμου. Στο τέλος, ο συνταγματάρχης Χερινέλδο Μάρκες περιεργάστηκε τους έρημους δρόμους, τις δροσοσταλίδες πάνω στις αμυγδαλιές κι ένιωσε χαμένος μες στη μοναξιά.
-Αουρελιάνο, είπε θλιμμένα μέσα απ’ τον τηλέγραφο, βρέχει στο Μακόντο». Σελ. 157

«Όμως όλα αυτά τα ‘χε σαρώσει ο πόλεμος». Σελ. 166

ΥΓ. Η κριτική αυτή ανάλυση στο βιβλίου του Μάρκες αφιερώνεται στη μνήμη του πατέρα μου. Από τις σκηνές του βιβλίου, συγκράτησε στο μυαλό του την εικόνα του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, δεμένου στον κορμό της καστανιάς στην αυλή του σπιτιού του. Αυτό το αρχετυπικό αποτύπωμα του δέντρου και του ανθρώπου, δεμένου στον κύκλο του χρόνου, χτύπησε και στη φλέβα της δικής του ζωής τη βιωματική ανάμνηση.

cityculture.gr/ γράφει η Άγγελα Μάντζιου