Ποιήματα που αγαπήσαμε γραμμένα από γνωστούς αλλά και άγνωστους ποιητές. Λέξεις που μιλάνε μέσα στη ψυχή μας για έρωτα, αγάπη, πόνο, χωρισμό
Ποιήματα για τον ερωτα, ποιηματα για την αγαπη, ποιηματα για την ζωη. Ποιηματα χωρισμου, ποιηματα ελυτη, ποιηματα ερωτευμενων, ποιηματα αγαπης ελληνων ποιητων, ποιηματα αγαπης ξενων ποιητων
Ποιήματα για τον έρωτα, ποιήματα για την αγάπη, ποιήματα για την ζωή. Ποιήματα χωρισμού, ποιήματα Ελύτη, ποιήματα ερωτευμένων, ποιήματα αγάπης ελλήνων ποιητών, ποιήματα αγάπης ξένων ποιητών.
Ποιήματα που αγαπήσαμε …
ποιηματα για την αγάπη
ποιηματα αγαπης μικρα
ποιηματα για την ζωη
ποιηματα χωρισμού
ποιηματα πονου
ποιηματα ερωτευμενων
ποιηματα για παιδια
ποιηματα για την Ανοιξη
ποιηματα για το Καλοκαιρι
ποιηματα για το φθινοπωρο
ποιηματα για τον χειμωνα
Ποιηματα που αγαπησαμε γιατί …
μιλάνε για το Ελληνικο καλοκαιρι, μιλάνε για τη Θάλασσα, είναι γραμμένα για τη νησιά μας, έχουν άρωμα Ελλάδας,
Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν, Βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι Κι’ ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί Μπρος σ’ ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι. Κάτι μακρυά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά, Μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι, ρύζι, Προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές Κοιτάζοντας μια χάλκινη
O καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο. Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος, Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι. Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο, Xειμώνα ελάχιστε, H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς Kαι στη νύχτα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι Τ’άγριο μαλλί σου στην τρικυμία Το ραντεβού μας η ώρα μία Όλα τα πήρε το καλοκαίρι Τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι Την εκκλησούλα με το καντήλι Όλα τα πήρε το καλοκαίρι Κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι Όλα τα πήρε το καλοκαίρι Με τα μισόλογα τα σβησμένα
Όπως η κοντινή θαλάσσια διαδρομή δεν είναι σαν παλιά ένα σύμβολο μόνον απόσταση πραγματική και θέλει πλοίο όπως αυτοί που φύγανε το ’60 για τη Γερμανία και οι γονείς τους έχουν γίνει χάρτης στων παιδιών τους τα σχολειά όπως ο Κολόμβος του Βαρθολομαίου Ντιάζ και ο Ντιάζ του Βάσκο ντα Γκάμα τα θαυμαστά κατορθώματα ο
“Παλίντονος αρμονίη όκωσπερ τόξου και λύρης” Ηράκλειτος Διάβασε ο διαβάτης στην πέτρα Τον ρώτησαν τα αγάλματα Κι αυτός είπε: Από τη θάλασσα ζητώ τη νεότητα Από τον άνεμο τα ταξίδια των πουλιών Στο τόξο των ήχων ζητώ την ηχώ των ονομάτων Από τα εκκλησάκια των δρόμων ζητώ το μητρικό βλέμμα Από τα
Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα ούτε με τ’ άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια. Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων δεμένες άθελα μ’ ανύπαρχτα προσκυνήματα μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες
Λέγει της ο Ρωτόκριτος: «Ήκουσες τα μαντάτα, που ο κύρης σου μ’ εξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα; Κ’ εφάνη του κ’ εσφάγηκεν όγι’ αφορμή εδική σου, σαν άκουσε την προξενιά που ‘πες να του μιλήσου, κ’έτοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του εφάνη, κι ο κύρης μου απ’ την πρίκα του λογιάζω ν’ αποθάνη. Τέσσερεις μέρες
α Ο κόσμος είν’ αθάνατος γιατί πολύ πεθαίνει. β Και με τα μαύρα μάτια σου το μαύρο σεργιανίζεις. γ Βρήκα ζακόνι του θεού που χάνονται οι μάνες. δ Αλληλοτρωγόμαστε εγώ και ο χρόνος. ε Το θέμα δεν είναι η ανάπτυξη σοσιαλιστικής ιδεολογίας(αυτό είναι εύκολο).Το θέμα είναι η ανάπτυξη σοσιαλιστικής ψυχολογίας(αλλ’ αυτό είναι δύσκολο). Αναμνηστική
Εμείς οι Έλληνες Που σε χαρούμενα νησιά έχουμε τόπο Σε άμοιρη στεγνή γη Που την υγραίνει ευλάβεια στον αιώνα Η πλούσια ανάμνηση Ο άφθονος ήλιος Εμείς ίσαμε τώρα δουλοπάροικοι Ξένων ξεμωραμένων εξουσιών Που γέρασαν σαν δέντρα Μελαγχολικά αγνάντια στον τάφο Και με παράξενο με αλλόφρονα εγωισμό Ακόμα μας κρατάν στην αγκαλιά τους Πουλιά που κρυώνουμε
Μες στο υγρό σκοτάδι πολύ πλανήθηκα Αγάπησα τις φωτοσκιές των δέντρων τη γνώριμη νύχτα τον ουρανό Βροχή μουσικές φωνές Μες στο υγρό σκοτάδι Έλα θα βαδίσουμε σιγά μην ακουστούμε Είμαστε παιδιά κι αγαπούμε τα ωραία καράβια είμαστε παιδιά κι αγαπούμε τη θάλασσα Λάσπες και νερά ο άνεμος ταξιδεύει τραγούδια που σβήνουν ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ (Θεσσαλονίκη
Ι Έρχεται η φωνή μου άνεμος του απείρου. Έρχεται η φωνή μου φορτωμένη την Αρσενική Γύρη των άστρων έρχεται Στο λουλούδι του νου σου. ΙΙ Έρχομαι από την άκρη μιας Αιωνιότητας. Με προβιά και με έκσταση Μ’ ένα κομμάτι σεληνόφωτο στο μέτωπο Και μ’ ένα κέρατο στη ζώνη Με μνήμες από πάχνη κι
Δεν είδαν επί αιώνας, τέτοια ωραία δώρα στους Δελφούς σαν τούτα που εστάλθηκαν από τους δυο τους αδελφούς, τους αντιζήλους Πτολεμαίους βασιλείς. Αφού τα πήραν όμως, ανησυχήσαν οι ιερείς για τον χρησμό. Την πείραν όλην των θα χρειασθούν το πώς με οξύνοιαν να συνταχθεί, ποιος απ’ τους δυο, ποιος από τέτοιους δυο να δυσαρεστηθεί. Και
Έχω τρεις μητέρες Η μία ζει στη μαύρη αλήθεια Η άλλη στην ασπρόμαυρη φωτογραφία Κι η τρίτη απέναντί μου αντανακλά Φυλακισμένη στο παγερό μάτι του καθρέφτη μου. Και να σπάσει ο καθρέφτης και να χαθεί η φωτογραφία πάλι θα μου μείνει εκείνη η μία που ζει στη μαύρη αλήθεια. Κική Δημουλά Δρακόντεια Μέτρα Δημόσιος καιρός
Πίσω και γύρω από τους αθανάτους των ερήμων και των περιβολιών, τα θνητά φυτά και οι άνθρωποι ζουν και υπάρχουν. Ο ουρανός είναι απύθμενος και η θάλασσα πανδέγμων. Οι άνθρωποι και τα φυτά ζουν την ζωήν των. Εκ πρώτης όψεως, τα πάντα φαίνονται αλλοπρόσαλλα, όμως μια πιο προσεκτική θεώρησις του συνόλου καταδεικνύει στα έκθαμβα μάτια
Εγώ είμ’ εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος, εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί, νόθος της τέχνης είμ’ εγώ και της ιδέας διωγμένος από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί. Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει όλα πολέμια κρύα βιβλία, κοντύλια και χαρτιά. Με
“Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες, σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι ντυμένοι στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι. Σαράντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαρά η καμπάνα) καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα! Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι, κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι. Όξω ο κόσμος φώναζε: «Πεινάμε τέτοιες
Κάθε πρωί Καταργούμε τα όνειρα Χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια Τα ρούχα μας είναι μια φωλιά από σίδερο Κάθε πρωί Χαιρετάμε τους χτεσινούς φίλους Οι νύχτες μεγαλώνουν σαν αρμόνικες —Ήχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά. (Ασήμαντες Απαριθμήσεις —Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους. Μα πού τελειώνει η μοναξιά;) Μανώλης Αναγνωστάκης
Ο χρόνος, σκέφτομαι, ίσως είναι μια αργοπορημένη τιμωρία – για ποιο πανάρχαιο σφάλμα! Βράδιαζε. Άνοιξα το παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το αιώνιο παράπονο του κόσμου. Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε πολύ. Κι όταν ο Θεός μοίρασε τον κόσμο, τα παιδιά
Ευτυχώς σκοτεινιάζει κι απόψε Το μωσαϊκό της κουζίνας μου Δείχνει κιόλας μεσάνυχτα Μ’ εκείνο το ένδοξο άσπρο-μαύρο Μου πέφτει ένα αμύγδαλο Το ψάχνω πάνω στο άσπρο-μαύρο (Πάντα προς το μαύρο κλείνει η αφή των πραγμάτων) Τα πόδια μου στο δόκανο Να σε δω να υποφέρεις αληθινά Ακόμα έχεις απάνω σου ένα κλάμα ψυχρό Ένα χαμόγελο
Πρόσωπο ανθρώπινο, δεν μπορώ να σ’ αγγίξω, με ζαλίζει τόση επιθυμία, που χάνομαι, δίχως τη χαρά ν’ ακουμπήσω το χέρι μου απάνω σου. Η στέρησή σου σε όνειρα με φέρνει πολύ δυνατά κι’ απείραχτα. Αν σε πειράξω, με την δική μου έννοια, σε χάνω, σαν την όμορφη φαντασία. Γιατί με πτοεί η δική σου πραγματικότητα;
Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω Μη φοβηθείς Και θα με βρείς είτε σαν άστρο Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει Eίτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’
Έλα να παίξουμε. / Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου/ (Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη / Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη) / Θα σου χαρίσω τους πύργους μου / (Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου / Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα) / Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Οι ώρες δεν αντέχουν πια να είναι ώρες / Ω, να μπορούσαμε κάτι άλλο να είμαστε! λένε./ Η δουλειά τους είναι να κάνουν γέρους τα παιδιά,/ Τις ελπίδες, τα άνθη,/ Χλωμά τα χείλη να βάφουν και γκρίζα τα μαλλιά./ Μολύνουν, θλίβουν, σκοτώνουν την ομορφιά./ Όταν περνούν, κυτάζουν πίσω,/ Το δρόμο που είχαν ταχτεί να κάνουν,/
Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών είμαστε μες στο δικό μας κόσμο Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα Τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα Κι αυτό που θέλω να σου πω το πιο όμορφο απ’