Βυζάντιο: Ἐνδύματα καὶ κάλλη ἀλάλητα

Written by

Αφιερωμένο στη φίλη Χαρά Παπαδοπούλου

Ποῖον ἱμάτιν μ’ ἔρραψες; ποιόν δίμιτον μ’ ἔποίκες;
καὶ ποιόν γυρὶν μ’ ἐφόρεσες; οὐκ οἶδα Πασχαλίανˑ
οὐκ ἔβαλα ἀπό λόγου σου πατίκιν εἰς ποδάρινˑ
οὐκ ἔβαλα εἰς τήν ράχην μου μεταξωτόν ἱμάτινˑ
οὐκ οἶδα εἰς δακτύλιν μου κρικέλλιν δακτυλίδιν,
οὐδέ βραχιόλιν μ’ ἔφερες ποτέ νά τό φορέσω…
(Πτωχοπροδρομικά)

Το Βυζάντιο, συνεχίζοντας την ελληνορωμαϊκή παράδοση και αφομοιώνοντας στοιχεία από την Ανατολή και κυρίως από την Περσία, διαμόρφωσε το δικό του ενδυματολογικό χαρακτήρα.


Μέσω της ενδυμασίας γινόταν η διάκριση των ανθρώπων όσον αφορά την κοινωνική τους θέση. Η βυζαντινή αριστοκρατία, οι αξιωματούχοι και οι αυλικοί που περιέβαλλαν τον αυτοκράτορα και βέβαια ο ίδιος ο αυτοκράτορας και η οικογένειά του, πρόσεχαν και έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην ενδυμασία τους. Στο Βυζάντιο η φροντισμένη και ακριβή ενδυμασία ήταν απαραίτητο στοιχείο σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις και συνδεόταν με τους τίτλους και τα αξιώματα. Φορούσαν πολυτελή ρούχα από ακριβά υφάσματα, όπως μετάξι από την Ανατολή, τα οποία είχαν δημιουργήσει ράπτες που δούλευαν αποκλειστικά για την αυτοκρατορική αυλή. Μεταξωτά και άλλα πολυτελή υφάσματα, χρυσοκεντημένα και διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους, έντονα χρώματα καθώς και ποικίλα γεωμετρικά και φυτικά σχέδια φανερώνουν τόσο την πολυτέλεια όσο και την έντονη επίδραση των ανατολικών πολιτισμών στην ενδυμασία. Η μεταξουργία -το μυστικό για τον τρόπο παραγωγής του μεταξιού μαθεύτηκε την εποχή του Ιουστινιανού- γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη και τα βυζαντινά μεταξωτά έγιναν γνωστά σε όλο τον κόσμο. Στολίζονταν μάλιστα και με βαρύτιμα κοσμήματα φτιαγμένα με πολύτιμους λίθους.


Τον 6ο αι., την εποχή του Ιουστινιανού, η ρωμαϊκή τήβεννος (toga) άρχισε να αντικαθίσταται με την tunica intima (που οι Έλληνες την ονόμαζαν χιτώνα) που την φορούσαν και τα δυο φύλλα. Οι άνδρες πάνω από την τουνίκα φορούσαν ως πανωφόρι, την παραδοσιακή λευκή Δαλματική που ήταν πιο πλατιά και κοντή.


Από την περίοδο αυτή και μετά, αναφέρονται ενδύματα με παράξενα ονόματα, που πιθανόν να τα παίρνουν από τα υφάσματα που είναι ραμμένα. Τέτοια ενδύματα είναι τα καβάδια, τα σκαραμάγγια, τα τζιτζάκια και τα δεβητήσια. Μερικά από αυτά ήταν πολύ βαριά και σωληνωτά ή συρματένια. Η καταγωγή αυτών των ενδυμάτων δεν ήταν ελληνική και αντικατέστησε κατά κύριο λόγο τα εξωτερικά ενδύματα. Τα ταμπάρια, οι γρανάτζες και ο λαπατσάς, ενδύματα με πολύ μακριά μανίκια που μπορούσαν να φορεθούν ή να μένουν κρεμασμένα πίσω, αποτελούσαν κι αυτά πανωφόρια της μόδας.
Οι κυρίες των τιμών στο παλάτι όπως και οι παλαιές Ρωμαίες κυρίες φορούσαν την stola, ένα μακρύ πτυχωτό φόρεμα που έπεφτε με χάρη πάνω από την tunica intima. Η stola συνοδευόταν με την palla, ένα υφασμάτινο κάλυμμα της κεφαλής. Οι γυναίκες φορούσαν ζώνες στη μέση, που άλλοτε σχημάτιζαν ένα ρηχό κι άλλοτε ένα βαθύ κόλπο. Πολλές φορές όμως φορούσαν την πουκαμίσα τελείως ριχτή. Την ιδιαιτερότητα του «κοντού πάνω από το μακρύ», αν δεν την πετύχαιναν με τον κόλπο, τότε συνδύαζαν δύο πουκαμίσες, μια μακριά και από πάνω μια κοντή. Η δεύτερη πουκαμίσα μπορούσε να είναι αμάνικη. Οι μακριές πουκαμίσες φτιάχνονταν με απλά υφαντά υφάσματα που τα στόλιζαν με διακοσμητικές ταινίες, τα κλαβία (clavi), τα σημεία (segnenta) και με τετράγωνα διακοσμητικά τμήματα, κεντητά, υφαντά ή βαμμένα με πορφυρό χρώμα, τα ταβλία (tabulae).


Οι αυτοκράτορες που έβγαιναν σε εκστρατείες φορούσαν κόκκινη χλαμύδα και σανδάλια, τα λεγόμενα κόκκινα τσαγγία του αυτοκράτορα, τα παπούτσια του, το στοιχείο της ένδυσής του που αποτέλεσε διαχρονικά το αποκλειστικό σύμβολο της εξουσίας του και που προσδιόριζε απόλυτα την ταυτότητά του. Τα τσαγγία κάλυπταν τις κνήμες, φτάνοντας ως το γόνατο. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ήταν ψηλές μπότες (όπως φαίνονται σε κάποιες απεικονίσεις) ή μάλλον πιο σύνθετα υποδήματα, αποτελούμενα από «πέδιλα» και «περικνημίδες». Αετοί από πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια ή χρυσοΰφαντοι στόλιζαν και τα βασιλικά τσαγγία στα πλάγια των κνημών, ως τους ταρσούς. Τα βασιλικά υποδήματα κατασκευάζονταν από ειδικό τεχνίτη, τον τζαγγά,(από εκεί βγαίνει η λέξη τσαγκάρης) φυλάσσονταν στο βεστιάριο και τα έφερνε στο βασιλιά ένα παιδί επιφορτισμένο με αυτήν την εργασία.


Οι Βυζαντινοί που ανήκαν στα μεσαία και κατώτερα στρώματα φορούσαν κατά κανόνα λινά ή μάλλινα ρούχα, που υφαίνονταν στον αργαλειό από τις γυναίκες του σπιτιού. Συνήθως ήταν πιο κοντά σε μήκος σε σχέση με αυτά της ανώτερης τάξης για να έχουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Βασική ενδυματολογική μονάδα της βυζαντινής φορεσιάς ήταν ο χιτώνας, που μπορούσε να συνδυαστεί με διαφορετικά ενδύματα, όπως παντελόνια, μανδύες, επενδύτες και πανωφόρια, και φοριόταν και από τα δύο φύλα. Οι άντρες φορούσαν συνήθως κοντούς χιτώνες, ψηλές πλεχτές κάλτσες, μανδύες ή χοντρά πανωφόρια και σκούφιες στο κεφάλι, ενώ αντίθετα οι γυναίκες προτιμούσαν τους φαρδιούς, μακριούς και με μακριά μανίκια χιτώνες μαζί με εσάρπες, μαντήλια και καλύμματα της κεφαλής, που σχετίζονταν βέβαια με την ηθική της εποχής.


Τα ενδύματα των Βυζαντινών διακρίνονταν σε πρώτης, δεύτερης και τρίτης ποιότητας, με τα καλά να φοριούνται σε ιδιαίτερες περιστάσεις και σε εορτές. Γενικότερα τα ενδύματα της εποχής χαρακτηρίζονταν από τα πλούσια λαμπερά χρώματα αλλά και από την ποικιλία των σχεδίων τους. Το χρώμα, άλλωστε, ήταν το κύριο στοιχείο διαφοροποίησης των αξιωμάτων, με πιο χαρακτηριστικά τα πορφυρά ενδύματα που αποτελούσαν αποκλειστικό προνόμιο του αυτοκράτορα.


Αν και οι ενδυματολογικές συνήθειες των Βυζαντινών εξελίσσονταν μάλλον αργά, κατά τον 11ο αιώνα στις ανδρικές φορεσιές παρατηρείται μία αλλαγή στις φόρμες των ενδυμάτων – άρχισαν να γίνονται πιο εφαρμοστές-, που σε συνδυασμό με την ευρεία χρήση κουμπιών και την εμφάνιση νέων στοιχείων, όπως του καπέλου και του ανδρικού σακακιού, μαρτυρούν την εισβολή δυτικών στοιχείων στη βυζαντινή μόδα.


Η κατασκευή των ρούχων εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά δύσκολη και χρονοβόρα. Οι άνθρωποι τα φτιάχνανε τελείως μόνοι τους, ξεκινώντας από το πιο στοιχειώδες, την ίδια την κλωστή, που έπρεπε να την επεξεργαστούν (αν ήταν βαμβάκι, μαλλί ή μετάξι), να την βάψουν με χρώματα που βρίσκανε στη φύση, και να υφάνουν τα υφάσματα στον αργαλειό. Μετά τα έραβαν στο χέρι με μικρές βελονιές, μια και δεν υπήρχαν τότε μηχανές ραπτικής. Οι φτωχοί λοιπόν που έπρεπε να δουλέψουν σκληρά στα χωράφια ή αλλού δεν είχαν πολύ χρόνο για πολυτέλειες. Έτσι, ύφαιναν –οι γυναίκες πάντα– απλά υφάσματα, χωρίς διακοσμητικά σχέδια, με υλικά που ήταν εύκολο να βρεθούν και δεν κόστιζαν ακριβά. Όμως, οι πλουσιότεροι, αυτοί που είχαν την οικονομική ευχέρεια, φτιάχνανε φορεσιές πιο πλουμιστές, με περίτεχνα διακοσμητικά σχέδια είτε μέσα στην ύφανση είτε τα κεντούσαν μετά με χρυσή και ασημένια κλωστή. Προφανώς δεν έφτιαχναν οι ίδιοι τα ρούχα τους· είχαν εξειδικευμένους τεχνίτες που έκαναν αποκλειστικά αυτή τη δουλειά.


Ένας Βυζαντινός μπορούσε να φοράει ή να μη φοράει εσώρουχο, φορούσε όμως ψηλές κάλτσες που θα πρέπει να τις στερέωνε σε μια εσωτερική ζώνη στη μέση, καθώς και μια κοντή ή μακριά πουκαμίσα, ανάλογα με το επάγγελμα, την κοινωνική του θέση και την περίσταση.


Ιδιαίτερα στολισμένα, τόσο στις ανδρικές όσο και στις γυναικείες φορεσιές, ήταν τα επιμανίκια, που πολλές φορές τη θέση τους έπαιρναν φαρδιά βραχιόλια με πολύτιμους λίθους ή με σμάλτο.


Τα σκουλαρίκια των πρώτων χριστιανικών χρόνων έδωσαν τη θέση τους στα περπενδούλια, που στους αυτοκράτορες κρέμονται από τα διαδήματα που φορούν και στους αυλικούς από τα φακεωλίδια (ή φακιολίδια), τετράγωνα πολυποίκιλτα τεμάχια στόφας που καλύπτουν το κεφάλι.
Τα ενδύματα συμπλήρωναν τα κάλλη τα αλάλητα.


Στο Βυζάντιο υπήρχαν κουρείς και κουρίδες ή εμπλέκτριες (κομμώτριες) που περιποιούνταν την κόμμωση ανδρών και γυναικών. Η περιποίηση της κόμης φαίνεται ότι ήταν πρωτεύον στοιχείο της εμφάνισης των Βυζαντινών, τόσο πολύ που οι Πατέρες της εκκλησίας κατέκριναν την υπερβολική αφοσίωση στο σώμα· υποστήριζαν ότι ο στολισμός και η αλλαγή με τεχνητά μέσα (ψιμύθια ) αλλοιώνει την εικόνα που μας έδωσε ο Θεός (την κατ’ εικόνα Θεού) και επιπλέον μας απομακρύνει από τη φροντίδα για τη σωτηρία της ψυχής. Οι κοσμικοί όμως Βυζαντινοί αγνοούσαν αυτές τις νουθεσίες και απόδειξη για αυτό είναι τα σωζόμενα μέχρι τις μέρες μας εργαλεία ομορφιάς, δοχεία αρωμάτων, κοσμήματα και ρούχα που σώζονται από τους Βυζαντινούς χρόνους.


Από τα ευρήματα των ανασκαφών και από τα γραπτά κείμενα γνωρίζουμε ότι υπήρχαν βαφές, μολύβια, κραγιόν, πούδρες, χτένες, χτενάκια, τσιμπιδάκια, ρολά, σίδερα, ψαλίδια. Οι υπερβολικές και συχνά ακραίες κομμώσεις που είχαν οι γυναίκες στους ρωμαϊκούς χρόνους και στο τέλος της Αρχαιότητας δεν υπήρχαν στο τέλος της Βυζαντινής περιόδου. Μέχρι και τις αυτοκράτειρες τις βλέπουμε σε επίσημα πορτρέτα με απλές κοτσίδες κάτω από τα βασιλικά διαδήματα. Μετά το 1204 όμως, όπου οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να συμβιώσουν με τους Φράγκους στις ίδιες πόλεις, πολλές από τις κομμωτικές συνήθειες των Δυτικών πέρασαν στη βυζαντινή κοινωνία, ιδίως στην ανώτερη.


Στα γραπτά κείμενα συναντούμε τους εξής όρους:
Απλόθριξ (απλός και θριξ – η τρίχα στα αρχαία ελληνικά), είναι αυτός που έχει ίσια μαλλιά.
Σγουρός ή κατσαρός, είναι αυτός που έχει φυσικά σγουρά μαλλιά.
Φουντομάλλης είναι αυτός που έχει φουντωτά μαλλιά.
Καράμαλλος, είναι αυτός που έχει μαύρα μαλλιά (από το καρά που σημαίνει το μαύρο χρώμα).
Ξανθός ή χρυσόμμαλος ή καλότριχος, είναι απλά ο ξανθός. Το ξανθό χρώμα στα μαλλιά ήταν δείγμα ομορφιάς, γι’ αυτό έβρισκαν διάφορα μέσα για να τα ξανθαίνουν.
Οι κυρίες του σπιτιού φαίνεται πως είχαν σίγουρα μακριά μαλλιά – τα κοντά μαλλιά επιβάλλονταν για τιμωρία, εκτός εάν είχαν πένθος. Τα περιποιούνταν με διάφορα λάδια και τονωτικά. Συχνά τα έβαφαν, κατά προτίμηση ξανθά, εκτός εάν επρόκειτο για νύφη που τα έβαφε κόκκινα. Μετά το χτένισμα τα μάζευαν απλά πίσω από τον αυχένα με μια περόνη ή τα έπλεκαν (όπως δηλώνει και το όνομα της κομμώτριας: εμπλέκτρια) σε πλεξίδες, με χρυσές η χρωματιστές κορδέλες ενδιάμεσα. Τα νέα κορίτσια τα άφηναν ελεύθερα στους ώμους. Αν ετοιμάζονταν για γιορτή, έκαναν πιο περίτεχνες κομμώσεις: μπούκλες ή κότσους, καθώς και πρόσθετες πλεξούδες, κυρίως ξανθές. Πριν βγουν έξω έριχναν από πάνω ένα μαντήλι λευκό από ύφασμα ή δίχτυ και από πάνω το μαφόριο, ένα πέπλο που φορούσαν όλες οι γυναίκες από σεμνότητα (ήταν απρέπεια να εμφανίζονται ασκεπείς – χωρίς σκέπη). Εκτός από τα μαλλιά περιποιούνταν και το πρόσωπό τους: καθαρισμός, μάσκα για θρέψη και ενυδάτωση της επιδερμίδας, αφαίρεση των τριχών και τέλος βάψιμο (ψιμύθια).


Τα υλικά για την περιποίηση τους οι Βυζαντινές τα έπαιρναν απευθείας από τη φύση: το πρόσωπο και ο λαιμός βάφονταν λευκά με άσπρη σκόνη ανθρακικού μολύβδου· για το βάψιμο ματιών και φρυδιών χρησιμοποιούσαν το μαύρο από θειούχο αντιμόνιο, τα κουκουνάρια ή την υγρή πίσσα, ακόμα και εάν είχαν βάψει τα μαλλιά τους ξανθά· τέλος, το κόκκινο χρώμα, με το οποίο έβαφαν τα μάγουλα, τα χείλη αλλά και την άκρη του πηγουνιού το έπαιρναν από τα φύκια της θάλασσας.


Και οι άντρες όμως πρόσεχαν την εμφάνισή τους όπως οι γυναίκες. Περιποιούνταν τα μαλλιά τους, τη γενειάδα και το μούσι τους. Φαίνεται ότι κάποιοι χρησιμοποιούσαν και περούκες, τα προκόμια. Οι στρατιώτες είχαν κοντά μαλλιά για ευκολία και καθαριότητα. Οι μοναχοί είχαν κοντά μαλλιά και τα έκοβαν κατά την τελετή μύησής τους, που λέγεται κουρά. Η συνήθεια αυτή αρχικά ξεκίνησε μάλλον για λόγους καθαριότητας, αλλά μετά συμβόλιζε την ταπείνωση και την μετάνοια. Στη Δύση κυρίως, αλλά και στην Ανατολή, οι ιερωμένοι ξύριζαν τα μαλλιά τους στην κορυφή της κεφαλής (παπαλήθρα) για να απομένουν τριγύρω μαλλιά σαν στεφάνι, συμβολίζοντας έτσι το ακάνθινο στεφάνι του Χριστού. Όσο για τις τρίχες του προσώπου για τους άνδρες, η τάση ήταν η διατήρηση γενειάδας. Οι αξιωματικοί του στρατού ήταν όλοι «βαρβάτοι» (στα λατινικά barbatus είναι ο γενειοφόρος), σε αντίθεση με τους ευνούχους του Παλατιού που ήταν σπανοί ή ξυρίζονταν. (Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το ξύρισμα, βλ. Παναγιώτης Καμπάνης, «Μιλώντας για τρίχες».


3ος – 4ος αι.
4ος αι

5ος αι.

10ος αι.

11ος αι.

12ος αι.

14ος αι

10ος – 12ος αι.

6ος – 14ος αι.

6ος – 14ος αι.

πηγή cityculture.gr /Βυζάντιο: Ἐνδύματα καὶ κάλλη ἀλάλητα / Παναγιώτης Καμπάνης*

* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης