Υμνος εις την Ελευθερία, Γνωρίζουμε ολόκληρο τον Εθνικό μας Ύμνο;

Written by

Υμνος στην Ελευθερία

 

Η πρώτη έκδοση του Ύμνου εις την Ελευθερία στο Μεσολόγγι το 1823

Τα περισσότερα κράτη έχουν ύμνους, που ορίζονται ως «τραγούδια εξύμνησης, αφοσίωσης ή πατριωτισμού». Οι περισσότεροι ύμνοι είναι είτε εμβατήρια, είτε ύμνοι στο ύφος. Ένας ύμνος γίνεται εθνικός ύμνος συνταγματικά, είτε με νόμο ή απλά από παράδοση.

Ο παλαιότερος εθνικός ύμνος είναι ο ολλανδικός εθνικός ύμνος «Het Wilhelmus», ο οποίος γράφτηκε μεταξύ 1568 και 1572. Ο ιαπωνικός ύμνος «Kimi Ga Yo» έχει στίχους από ένα ποίημα της περιόδου 794-1185, όμως μελοποιήθηκε μετά το 1880.

Οι ύμνοι άρχισαν να γίνονται βαθμιαία δημοφιλείς στα ευρωπαϊκά κράτη τον 18ο αιώνα. Για παράδειγμα ο βρετανικός εθνικός ύμνος «God Save the Queen» εκτελέστηκε για πρώτη φορά, υπό τον τίτλο τότε «God Save the King», το 1745. Εντούτοις, ο πρώτος εθνικός ύμνος που υιοθετήθηκε επίσημα ως τέτοιος, είναι ο ισπανικός ύμνος «Marcha Real», το 1770.

Η προέλευσή του παραμένει αβέβαιη, ενώ έχουν προταθεί οι απόψεις, ότι έχει βενετσιάνικη καταγωγή από τον δέκατο έκτο αιώνα, ή ότι έχει συντεθεί από τον Μέγα Φρειδερίκο, ενώ είναι ένας από τους λίγους ύμνους, που δεν είχαν ποτέ επίσημους στίχους.

Ο Γαλλικός ύμνος, «La Marseillaise» γράφτηκε μισό αιώνα αργότερα το 1792 και υιοθετήθηκε το 1795.

Οι εθνικοί ύμνοι είναι συνήθως γραμμένοι στην πιο κοινή γλώσσα του κράτους. Ο εθνικός ύμνος της Νότιας Αφρικής είναι μοναδικός από την άποψη, ότι χρησιμοποιούνται πέντε από τις έντεκα επίσημες γλώσσες του κράτους στον ίδιο ύμνο, στο οποίο κάθε στροφή είναι σε άλλη γλώσσα.

Από την αρχή που ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 για την απελευθέρωση του υποδουλωμένου Γένους μας, δημιουργήθηκε η ανάγκη να καθιερωθεί ένας κοινός πατριωτικός ύμνος για τους Έλληνες, με σκοπό να τους ενώνει στον αγώνα τους «υπέρ πίστεως και πατρίδος» και να τους εμψυχώνει.

Έτσι οι αγωνιζόμενοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τον σκοπό αυτό πολλά κλέφτικα τραγούδια, αποσπάσματα από τον «Θούριο» του Ρήγα Φεραίου και άλλα θρησκευτικά και πατριωτικά άσματα, μερικά από τα οποία ήταν ευρύτατα διαδεδομένα.

Τους ύμνους και τα άσματα αυτά τα τραγουδούσαν σε στιγμές εθνικής έπαρσης, σε μάχες, σε επινίκιους πανηγυρισμούς, αλλά και όταν τιμούσαν τους αρχηγούς και τους πεσόντες συναγωνιστές τους. Δεν ήταν, όμως, δυνατό να καθιερωθεί την εποχή εκείνη ένας ενιαίος «εθνικός ύμνος» για όλους τους αγωνιζόμενους. Παρόλα αυτά διασώζονται κάποιοι από τους ύμνους αυτούς, που ήταν εκείνη την εποχή πολύ διαδεδομένοι.

Ο «Ύμνος εις την Ελευθερία» είναι ποίημα που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός το 1823, τμήμα του οποίου αποτελεί τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας από το 1865 και της Κύπρου από το 1966.

Το ποίημα γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό τον Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο και έναν χρόνο αργότερα τυπώθηκε στο Μεσολόγγι. Το ποίημα συνδυάζει στοιχεία από τον ρομαντισμό αλλά και τον κλασικισμό. Οι στροφές που χρησιμοποιούνται είναι τετράστιχες, ενώ στους στίχους παρατηρείται εναλλαγή τροχαϊκών οκτασύλλαβων και επτασύλλαβων.

Το 1828 μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο πάνω σε λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία. Από τότε ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές, αλλά και στα σπίτια των Κερκυραίων αστών και αναγνωρίστηκε στη συνείδηση των Ιονίων ως άτυπος ύμνος της Επτανήσου. Ακολούθησαν και άλλες μελοποιήσεις από τον Μάντζαρο (2η το 1837 και 3η το 1839-’40), ο οποίος υπέβαλε το έργο του στον Βασιλιά Όθωνα (4η «αντιστικτική» μελοποίηση, Δεκέμβριος 1844).

Παρά την τιμητική επιβράβευση του μουσικοσυνθέτη Μάντζαρου με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρα (Ιούνιος 1845) και του Διονυσίου Σολωμού με τον Χρυσό Σταυρό του ίδιου Τάγματος (1849), το έργο (και ειδικά η πρώτη μελοποίησή του) διαδόθηκε μεν ως «θούριος», αλλά δεν υιοθετήθηκε ως ύμνος από τον Όθωνα. Ο Μάντζαρος το 1861 επανεξέτασε για 5η φορά το έργο, αυτή τη φορά σε ρυθμό εμβατηρίου.

Όταν ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επισκέφθηκε την Κέρκυρα το 1865 μετά την ενσωμάτωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, άκουσε την εκδοχή για ορχήστρα πνευστών της αρχής της πρώτης μελοποίησης που έπαιζε η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας και του έκανε εντύπωση. Ακολούθησε Βασιλικό Διάταγμα του Υπουργείου Ναυτικών (Υπουργός Δ. Στ. Μπουντούρης) που το χαρακτήρισε «επίσημον εθνικόν άσμα» και διατάχθηκε η εκτέλεσή του «κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού».

Επίσης ενημερώθηκαν οι ξένοι πρέσβεις, ώστε να ανακρούεται και από τα ξένα πλοία στις περιπτώσεις απόδοσης τιμών προς τον Βασιλιά της Ελλάδος ή την Ελληνική Σημαία. Από τότε θεωρείται ως εθνικός ύμνος της Ελλάδος.

Το σύνολο της πρώτης μελοποίησης του «Ύμνου εις την Ελευθερία» τυπώθηκε για πρώτη φορά σε 27 μέρη στο Λονδίνο το 1873, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του συνθέτη του. Ο αντισυνταγματάρχης ε.α. Μαργαρίτης Καστέλλης, πρώην διευθυντής του Μουσικού Σώματος, διασκεύασε τον «Εθνικό Ύμνο» για μπάντα κι αυτή η μεταγραφή (από την οποία απουσιάζει η σύντομη εισαγωγή) ανακρούεται από τις στρατιωτικές μπάντες ως σήμερα.

Στα επτανησιακά μουσικά αρχεία σώζονται διασκευές του έργου για μπάντα χρονολογούμενες τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1840.

Το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερία» αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές• από αυτές οι 24 πρώτες καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865. Οι δύο πρώτες ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσής του αποδίδονται ορθίως τιμές στρατιωτικού χαιρετισμού «εν ακινησία».

Ο ύμνος απευθύνεται στη θεϊκή προσωποποιημένη Ελευθερία, η οποία, παρά τη μακραίωνη απουσία της, είναι οικεία στον ποιητή. Την αναγνωρίζει απ’ την πρώτη στιγμή. Την αναγνωρίζει απ’ το κοφτερό της σπαθί, που σκορπίζει ολόγυρα τον τρόμο και το θάνατο στους εχθρούς∙ την αναγνωρίζει κι απ’ το βλέμμα της, απ’ τη ματιά της που με βιασύνη αναμετράει τη γη, την όποια ήρθε για ν’ απαλλάξει απ’ τα δεσμά της δουλείας.

Το ποίημα συντίθεται ενόσω διαρκεί η επανάσταση, και προτού το ζήτημα της απελευθέρωσης των Ελλήνων περάσει στα χέρια της διπλωματίας. Αιματηρές μάχες, πολύνεκρες πολιορκίες και βίαιη εκδίωξη των δυναστών συνιστούν τα αναγκαία χαρακτηριστικά της περιόδου εκείνης, που έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των υπόδουλων Ελλήνων. Ο ποιητής κινούμενος απ’ τον επαναστατικό ενθουσιασμό της εποχής του τονίζει επίσης και την ταχύτητα με την οποία το απελευθερωτικό κίνημα σαρώνει τη για αιώνες εδραιωμένη κυριαρχία των Τούρκων. Η θεϊκή Ελευθερία δρα με τρόπο βίαιο και γοργό προκειμένου να επιστρέψει εκ νέου στην πολύπαθη χώρα.

Η ανάδυση, μάλιστα, της Ελευθερίας βασίζεται στους ιερούς νεκρούς των Ελλήνων. Στους ανθρώπους εκείνους που θυσιάστηκαν για χάρη της πατρίδας τους, αλλά και στους προγόνους των Ελλήνων, οι οποίοι ύμνησαν και τίμησαν με το παράδειγμά τους την αξία της ελευθερίας. Οι επαναστατημένοι Έλληνες αντλούν δύναμη και έμπνευση απ’ τους προγόνους εκείνους που θεωρούσαν πάντοτε την ελευθερία ως αδιαμφισβήτητη προϋπόθεση για την ύπαρξή τους.

Με το παράδειγμα των προγόνων και με τη θυσία των συμπατριωτών να δίνουν κουράγιο και δύναμη στους μαχόμενους Έλληνες, η Ελευθερία επανέρχεται γεμάτη γενναιότητα, όπως και πρώτα, όπως και τότε που οι Έλληνες δεν μπορούσαν να ζουν παρά μόνο αν ήταν ελεύθεροι.

Η επιφώνηση του τελευταίου στίχου συνδέει την έλευση της Ελευθερίας με τη χαρά και την αγαλλίαση που προκαλεί στους Έλληνες η αίσθηση πως σύντομα θα κατορθώσουν να ζήσουν και πάλι ελεύθεροι.

Σχόλια του Διονύσιου Σολωμού

«Όταν επρωτοδιαβάσθηκε το ποίημα, κάποιοι είπαν: Κρίμα! υψηλά νοήματα και στίχοι σφαλμένοι! Για να δεχθώ την πρώτην, ακαρτερώ να δικαιολογήσουν την δεύτερη παρατήρηση. Μα τον Δία που εσάστισα!

Αύριο θέλει έρθη και κανένας να μου δείξη τ’ αλφαβητάρι με το κονδύλι στο χέρι∙ αλλά εγώ του το παίρνω και απιθώνω την άκρην του εις τα μεγάλα ονόματα του Δάντη και του Πετράρχη, του Αριόστου και του Τάσσου, και εις τα ονόματα όσων στιχουργώντας τους ακολούθησαν, και του λέγω: Λάβε την καλοσύνην, Διδάσκαλε, να γύρης τ’ αυτιά σου εδώ πάνου, και μέτρα.

Κάθε συλλαβή είναι ένα πόδι, και για μας και για αυτούς, όποιος και αν είναι ο στίχος∙ όμως εσύ δεν ηξεύρεις να τα μετράς. Το φωνήεν, με το οποίον τελειώνει η λέξη, χάνεται εις το φωνήεν, με το οποίον η ακόλουθη αρχινά∙ όμως το προφέρω επειδή έτσι με συμβουλεύει η τέχνη της αληθινής αρμονίας. Το ια (βία), το εει (ρέει), το αϊ (Μάι) και τα εξής, όταν δεν είναι εις το τέλος του στίχου, δεν κάνουν παρά μία συλλαβή. Το τιμή είναι ομοιοτέλευτο με το πολλοί, το κακός με το τυφλός, το εχθές με το πολλές.

Τούτοι οι κανόνες έχουν κάποιες εξαίρεσες, τες οποίες όποιος έχει καλά θρεμμένη με τους Κλασικούς την ψυχήν του βάνει εις έργον, χωρίς τόσο να συλλογίζεται, εις την ίδιαν στιγμήν εις την οποίαν μορφώνει την ύλη. Πίστευσέ μου, Διδάσκαλε, η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό, αλλά είναι ξεχείλισμα ψυχής∙ μ’ όλον τούτο, αν φθάσης να μου αποδείξης ότι σφάλλω τους στίχους, θέλει γράψω των Ιταλών και των Ισπανών, να τους δώσω την είδησιν, ότι τους έσφαλαν έως τώρα και αυτοί, και μη φοβάσαι να σου πάρω για την εφεύρεσιν το βραβείον, γιατί θέλει σε μελετήσω…».

Σχόλια του Ιάκωβου Πολυλά

«Και πραγματικώς η πρόοδός του εις τη γλώσσα φαίνεται απίστευτη, αν σκεφθή τινάς ότι τότε (τον Μάιον 1823) έγραψε, εις το διάστημα, ως λέγεται ενός μηνός, τον Ύμνον εις την Ελευθερία. Και τωόντι, αν είναι αληθινόν ότι ο καθαρός Ελληνισμός στέκεται εις τη ζωντανή φωνή, εις το σεμνό κάλλος της μορφής και εις το ξάστερο βάθος του λόγου, βέβαια τούτο το ποίημα έβγαινε ως ο πρώτος γνήσιος καρπός της ελληνικής φαντασίας, ύστερ’ από είκοσι αιώνες του μαρασμού της.

Αυτό ο αυγερινός του ελληνικού ουρανού έλαμψε ήδη εις δύο γενεές ανθρώπων με φως αθάμπωτο και παρηγορητικό, από το οποίον κατεβαίνει εις κάθε γενναία ψυχή το θάρρος εις τα μέλλοντα καλά και όμορφα του Ελληνισμού. Εις τον Ύμνον ο Σολωμός έδειχνε ότι ήδη ήταν ικανός να ρυθμίζη το ύφος του κατά τα διαφορετικά ποιητικά αντικείμενα.

Επικρατεί με αμίμητην απλότητα, ο ελεγειακός χαρακτήρας εις το προοίμιον (στρ. 3-14), όπου ο ποιητής ενθυμίζει το περασμένο∙ και κανονικώς το έκαμε, διότι δίχως την αρχαίαν λαμπρότητα, δίχως την υπομονή μες στα πολύχρονα παθήματα, δεν εννοείται η ακαταμάχητη ορμή του αυτόνομου ελληνικού πνεύματος, όπου παρουσιάζεται εις τη φαντασία του ποιητή βγαλμένο από τα ιερά κόκκαλα των προγόνων, με την ακονισμένη ρομφαία και με το μάτι οπού με βία μετράει τη γη, ως να εθαρρούσε ότι γλήγορα θα την κάμη δική του…

Σχόλια του Λίνου Πολίτη:

«Το Μάιο του 1823, σ’ ένα μήνα μέσα και σε μια συνεχή διάθεση λυρικού ενθουσιασμού, θα γράψει τις 158 στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερία. Ένα ποίημα πηγαίο, ορμητικό, νεανικό, πολύ πιο ψηλά από τη μέση στάθμη των νεανικών ποιημάτων, ποίημα της επιτυχίας, που καθιερώνει αμέσως τον εικοσιπεντάχρονο ποιητή.

Η Ελευθερία, μορφή ποιητική και όχι ψεύτικη, αλληγορική, που ταυτίζεται με την Ελλάδα, αστράφτει από την πρώτη στιγμή γνώριμη στα μάτια του ποιητή: Σε γνωρίζω από την κόψη / του σπαθιού την τρομερή, / σε γνωρίζω…

Αφού δώσει στο προοίμιο τα περασμένα βάσανα της σκλαβιάς και τη δύναμη τώρα της Ελευθερίας, περιγράφει ένα ένα τα κατορθώματά της, δηλ. τα κυριότερα γεγονότα του Αγώνα ως την εποχή που γράφει.

Η άλωση της Τριπολιτσάς, πρωτεύουσας του Μοριά, η πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων, παίρνει έκταση επική και δραματική, η καταστροφή της μεγάλης στρατιάς του Δράμαλη κοντά στην Κόρινθο, σαν αργή κίνηση μουσικής συμφωνίας, δίνεται με μια διάθεση ειδυλλιακή, ενώ το δραστικό περιγραφικό ύφος του πρώτου μέρους ξαναγυρίζει στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου τα Χριστούγεννα του 1822 και στην καταστροφή των Τούρκων στον Αχελώο, που επακολούθησε.

Ύστερα ο τόνος πέφτει, ιδίως όταν ο ποιητής δίνει συμβουλές στους αγωνιστές (ας είναι και με το στόμα της Ελευθερίας) ή απευθύνει έκκληση στους ξένους μονάρχες για την ελευθερία των Ελλήνων».

Yμνος εις την Eλευθερία

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
«έλα πάλι» να σου πει.

Άργειε να ‘λθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά ‘σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου έμενε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.

Και ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι
από την απελπισιά.

Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω
το κεφάλι από τσ’ ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.

Τότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,
πλήθος αίμα ελληνικό.

Με τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.

Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή.
δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί.

Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ’ ανάσαση καμιά.
Άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φριχτά.

Άλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε να βρεις τα παιδιά σου,
σύρε», ελέγαν οί σκληροί.

Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σου ενθυμεί.

Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του ή ζωή.

Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Μόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τσ’ εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου
έτρεφ’ άνθια και καρπούς,

Εγαλήνευσε και εχύθη
καταχθόνια μία βοή,
και του Ρήγα σου απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή

Όλοι οι τόποι σου σ’ εκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν
οσα αίσθάνετο ή χαρδιά.

Εφωνάξανε ως τ’ αστέρια
του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια
για να δείξουνε χαρά.

Μ’ όλον που ‘ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».

Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυμήθη
που την έδεναν κι αυτή.

Απ’ τον πύργο του φωνάζει,
σα να λέει σε χαιρετώ,
και τη χήτη του τινάζει
το λιοντάρι το Ισπανο.

Ελαφιάσθη της Αγγλίας
το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τ’ άκρα της Ρουσίας
τα μουγκρίσματα τσ’ οργής.

Εις το κίνημά του δείχνει
πως τα μέλη είν’ δυνατά.
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
μια σπιθόβολη ματιά.

Σε ξανοίγει από τα νέφη
και το μάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει
με τα σπλάχνα του Ιταλού.

Και σ’ εσέ καταγυρμένος,
γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ’ έκρωζε ο σκασμένος,
να σε βλάψει, αν ημπορεί.

Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
πάρεξ που θα πρωτοπάς.
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
στες βρισίες οπού αγρικάς,

Σαν το βράχον οπού αφήνει
κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει
ευκολόσβηστον αφρό.

Οπού αφήνει ανεμοζάλη
και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη,
την αιώνιαν κορυφή.

Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του,
οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι σου αποκάτου
και σ’ εκείνο αντισταθεί.

Το θηρίο π’ ανανογιέται
πως. του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αίμα ανθρώπινο διψά.

Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει,
φρίκη, θάνατος, ερμιά.

Ερμιά, θάνατος και φρίκη,
όπου επέρασες κι εσύ.
ξίφος έξω από τη θήκη
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς,
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψεις πιθυμάς.

Μεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει, πάντα οπώς νικεί,
κι ας είν άρματα γεμάτη
και πολέμιαν χλαλοή.

Σου προβαίνουνε και τρίζουν
για να ιδείς πως είν’ πολλά.
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά;

Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά
για να κλαύσετε τα σώματα
που θε νά ‘βρει η συμφορά!

Κατεβαίνουνε και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή.
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.

Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
και στο κάστρο ν’ ανεβεί.

Μέτρα! Είν’ άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν,
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ’, ώστε ν’ ανεβούν.

Εκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά.
να, σας φθάνει. αποκριθείτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά!

Αποκρίνονται και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.

Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.

Α, τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός!
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου, και οι καπνοί.

Και οι βροντές, και το σκοτάδι
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράστεναν τον Άδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά.

Τ’ ακαρτέρειε. Εφαίνοντ’ ίσκιοι
αναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.

Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.

Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο απο τη γη,
όσοι είν’ άδικα σφαγμένοι,
από τούρκικην οργή.

Τόσα πέφτουνε τα θερισμένα
αστάχια εις τους αγρούς.
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.

Θαμποφέγγει κανέν’ άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
ανεβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.

Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό.

Εάν οι άνεμοι μές στ’ άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

Με τα μάτια τους γυρεύουν
όπου είν’ αίματα πηχτά,
και μες στα αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά.

Και χορεύοντας μανίζουν
εις τους Έλληνες κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.

Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
βαθιά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
κι άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

Τότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικα,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.

Κτυπούν όλοι απάνου κάτου.
κάθε κτύπημα που εβγεί
είναι κτύπημα θανάτου
χώρις να δευτερωθεί.

Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει,
λες κι εκείθενε η ψυχή
απ’ το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθεί.

Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια οπού χουμάνε
περισσότερο είν’ γοργά.

Ουρανός γι’ αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαγο, ουδέ γη.
γι’ αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.

Τόση η μάνητα κι η ζάλη,
που στοχάζεσαι μη πως
από μία μεριά και απ’ άλλη
δέν μείνει ένας ζωντανός.

Κοίτα χέρια απελπισμένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

Και παλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία,
σωθικά λαχταριστά.

Προσοχή καμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή.
πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει,
φθάνει. έως πότε οι σκοτωμοί;

Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
και λες κι είναι εις την αρχή.

Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
και των Χριστιανών τα χείλη
«φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».

Λιονταρόψυχα εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας «Αλλά».

Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί.
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.

Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
εις τ’ αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ’ όλοι
εις την τέταρτην αυγή.

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.

Της αυγής δροσάτο αέρι,
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι.
φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι.
δεν λάμπ’ ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
εις τ’ αμπέλια, εις τα νερά.

Είς τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τά βελάσματα το άρνί.

Τρέχουν άρματα χιλιάδες
σαν το κύμα εις το γιαλό,
αλλ’ οι ανδρείοι παλληκαράδες
δεν ψηφούν τον αριθμό.

Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε
και ξανάλθετε σε μας.
τα παιδιά σας θέλ’ ιδείτε
πόσο μοιάζουνε με σας.

Όλοι εκείνοι τα φοβούνται
και με πάτημα τυφλό
εις την Κόρινθο αποκλειούνται
κι όλοι χάνουνται απ’ εδώ.

Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
πείνα και θανατικό,
που με σχήμα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάμα οι δυο.

Και πεσμένα εις τα χορτάρια
απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια
της φυγής και του χαμού.

Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Ελευθερία,
ματωμένη περπατείς.

Στη σκιά χεροπιασμένες,
στη σκιά βλέπω κι εγώ
κρινοδάκτυλες παρθένες
οπού κάνουνε χορό.

Στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυχοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.

Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ.
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
για το τέκνο του Θεού.

Σου ‘λθε εμπρός λαμποκοπώντας
η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,
«σ’ αυτό», εφώναξε, «τo χώμα
στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».

Και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά.
Εις την τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.

Αγρικάει την ψαλμωδία
οπού εδίδαξεν αυτή.
βλέπει τη φωταγωγία
στους Αγίους εμπρός χυτή.

Ποιοί είν’ αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ’, άρματα ταράζουν;
Επετάχτηχες εσύ!

Α, το φως που σε στολίζει,
σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη.

Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός.
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.

Το σπαθί σου αντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
κι εις το τέταρτο κτυπάς.

Με φωνή που καταπείθει
προχωρώντας ομιλείς:
«Σήμερ’, άπιστοι, εγεννήθη,
ναι του κόσμου ο Λυτρωτής.

Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε:
“Εγώ είμ’ Άλφα, Ωμέγα έγώ.
πέστε, πού θ’ αποκρυφθείτε
εσείς όλοι, αν οργισθώ;

Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
που, μ’ αυτήν αν συγκριθεί
κείνη η κάτω οπού σας έχω,
σαν δροσιά θέλει βρεθεί.

Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα,
ζώα και δέντρα και θνητούς.

Και το παν το κατακαίει,
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του άνεμου που πνέει
μες στη στάχτη τη λεπτή”».

Κάποιος ήθελε ερωτήσει:
Του θυμού Του είσαι αδελφή;
Ποίος είν’ άξιος να νικήσει
ή με σε να μετρηθεί;

Η γη αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει
τη μισόχριστη σπορά.

Την αισθάνονται και αφρίζουν
τα νερά, και τ’ αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν
σάν νά ρυάζετο θηριό.

Κακορίζικοι, πού πάτε
του Αχελώου μες στη ροη
και πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή
να αποφύγετε;

Το κύμα
έγινε όλο φουσκωτο.
εκεί ευρήκατε το μνήμα
πριν να ευρείτε αφανισμό.

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει
τες βλασφήμιες του θυμού.

Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
και πατούν εις τα κορμιά.

Ποίος στο σύντροφον απλώνει
χέρι, ωσάν να βοηθηθεί.
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει
όσο οπού να νεκρωθεί.

Κεφαλές απελπισμένες,
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ’ άστρα σηκωμενες
για την ύστερη φορά.

Σβιέται – αυξαίνοντας η πρώτη
του Αχελώου νεροσυρμή –
το χλιμίτρισμα και οι κρότοι
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

Έτσι ν’ άκουα να βουΐξει
το βαθύν Ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξει
κάθε σπέρμα αγαρηνό!

Και εκεί πού ‘ναι η Αγία Σοφία,
μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ’ άψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά.

Σωριασμένα να τα σπρώξει
η κατάρα του Θεού,
κι απ’ εκεί να τα μαζώξει
ο αδελφός του Φεγγαριού.

Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει,
κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά
μ’ αργό πάτημα ας πηγαίνει
μεταξύ τους και ας μετρά.

Ένα λείψανο ανεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
και δεν φαίνεται, και πλιο.

Και χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταμός.
πάντα, πάντα περισσεύει.
πολύ φλοίσβισμα και αφρός

Α, γιατί δεν έχω τώρα
τη φωνή του Μωυσή;
Μεγαλόφωνα την ώρα
οπού εσβιούντο οι μισητοί.

Το Θεόν ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθμητος λαός.

Ακλουθάει την αρμονία
η αδελφή του Ααρών,
η προφήτισσα Μαρία,
μ’ ένα τύμπανο τερπνόν.

Και πηδούν όλες οι κόρες
με τσ’ αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
με τα τύμπανα κι εκειές.

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.

Εις αυτήν, είν’ ξακουσμένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ.
όμως, όχι, δεν είν’ ξένο
και το πέλαγο για σε.

Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ’ άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει,
κι είναι εικόνα σου λαμπρή.

Με βρυχίσματα σαλεύει
που τρομάζει η ακοή.
κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμνιώνα αναζητεί.

Φαίνετ’ έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ήλιου,
και τα χρώματα αναδίνει
του γλαυκότατου ουρανού.

Δεν νικιέσαι, είν’ ξακουσμένο,
στην ξηράν εσύ ποτέ.
όμως, όχι, δεν είν’ ξένο
και το πέλαγο γιά σέ.

Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.

Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν’ πολλές,
πολεμώντας, άλλα διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καίς.

Μ’ επιθύμια να τηράζεις
δύο μεγάλα σε θωρώ,
και θανάσιμον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.

Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει,
και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει
με αιματόχροη βαφή.

Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι
Και δεν μνέσκει ένα κορμί.
χαίρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σε πέταξαν εκεί.

Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
με τσ’ εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη
δίνοντάς τα εις το φιλί.

Κες τες δάφνες που εσκορπίστε
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε
πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.

Όλοι κλάψτε, αποθαμένος
ο αρχηγός της Εκκλησιάς.
κλάψτε, κλάψτε. κρεμασμένος
ωσάν νά ‘τανε φονιάς!

Έχει ολάνοικτο το στόμα
π’ ώρες πρώτα είχε γευθεί
τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα.
λες πως θε να ξαναβγεί.

Η κατάρα που είχε αφήσει,
λίγο πριν να αδικηθεί,
εις οποίον δεν πολεμήσει
και ημπορεί να πολεμεί.

Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.

Η καρδιά συχνοσπαράζει.
Πλην τι βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει
με το δάχτυλο η θεά.

Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
τρεις φορές μ’ ανησυχιά.
προσηλώνεται κατόπι
στην Ελλάδα, και αρχινά:

«Παλληκάρια μου, οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά.

Απ’ εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική,
αλλά ανίκητη μια μένει
που τες δάφνες σας μαδεί.

Μία, που όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη,
αχ, το νου σας τυραννεί.

Η Διχόνοια που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει,
“πάρ’ το”, λέγοντας, “και συ”.

Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
έχει αλήθεια ωραία θωριά.
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.

Από στόμα οπού φθονάει,
παλληκάρια, ας μην πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.

Μην ειπούν στο στοχασμό τους
τα ξένα έθνη αληθινά:
“Εάν μισούνται ανάμεσό τους
δεν τους πρέπει ελευθεριά”.

Τέτοια αφήστενε φροντίδα,
όλο το αίμα οπού χυθεί
για θρησκεία και για πατρίδα
όμοιαν έχει την τιμή.

Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε
για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλιασθείτε
σαν αδέλφια γκαρδιακά.

Πόσο λείπει, στοχασθείτε,
πόσο ακόμη να παρθεί.
πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,
πάντα εσάς θ’ ακολουθεί.

Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία,
καταστήστε ένα Σταυρό
και φωνάξετε με μία:
“Βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ!

Το σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι’ αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε
στον αγώνα το σκληρό.

Ακατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν,
και την πίστη αναγελούν.

Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: Να εκδικηθώ.

Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες
και δεν έπαυσε στιγμή.

Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος
σαν του Αβέλ καταβοά.
δεν είν’ φύσημα του αέρος
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

Τι θα κάμετε; Θ’ αφήστε
να αποκτήσομεν εμείς
λευθεριάν, ή θα την λύστε
εξ αιτίας πολιτικής;

Τούτο ανίσως μελετάτε,
ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ!”».

cityculture.gr/ γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης*

* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης