” 12 ιιιιιιιιιιιι ” , στο ΚΘΒΕ

Written by

Μια διαφορετική παράσταση μας καλεί να παρακολουθήσουμε αυτό το καλοκαίρι το ΚΘΒΕ στο φουαγιέ του Βασιλικού Θεάτρου. Πρόκειται για την παράσταση “12 ιιιιιιιιιι “, την οποία υπογράφει ο νεαρός Βασίλης Ισσόπουλος και στην οποία παρακολουθούμε την διαδικασία συνεδρίασης δώδεκα ενόρκων οι οποίοι καλούνται να αποφασίσουν για την τύχη ενός 16χρονου παιδιού που κατηγορείται ότι σκότωσε τον πατέρα του. Θα τον στείλουν ή όχι στον θάλαμο αερίων;

Το κείμενο (του Βασίλη Ισσόπουλου) νομίζω πως είχε αρκετά προβλήματα. Ναι, ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία – γιατί να φοβηθούμε να πούμε και αμερικανοποιημένη – αλλά το ότι γνωρίζουμε ποια είναι η Opra, δεν σημαίνει πως το αμερικάνικο χιούμορ και οι αμερικάνικες φράσεις όπως ακριβώς λέγονται στις Η.Π.Α. δεν ακούγονται σαν κάτι έξω από μας. Όπως όταν ακούς το κοινό να γελάει σε αμερικάνικα σίριαλ και δεν πιάνεις το αστείο. Στην Ελλάδα παρουσιάζεται το έργο, όχι στο Τέξας. Αν δηλαδή χρησιμοποιείς (στα ελληνικά βεβαίως) τη φράση: “be as plain as the nose on your face”  , ίσως τότε την επόμενη φορά ακούσουμε και την αγαπημένη μου: “as keen as mustard” ( = τόσο ενθουσιασμένος όσο η μουστάρδα). Προσωπικά όλα αυτά με πετούσαν έξω. Επιπλέον, δεν υπήρχε crescendo στην παράσταση. Είναι πολύ “πιασάρικη” η ιδέα της εξιχνίασης και σε όλους αρέσουν τα αστυνομικά, αλλά αν φέρουμε στο μυαλό μας τους μαιτρ του είδους θα δούμε ότι πάντα υπάρχει μια κορύφωση κι ένας ρυθμός που οδηγεί σ’ αυτόν μέσα από την αλλεπάλληλη ανακάλυψη/ αποκάλυψη/ κατάρριψη γεγονότων. Το κείμενο της χθεσινής παράστασης, όμως, ήταν πολύ flat, πολύ επίπεδο.

Η σκηνοθεσία του Βασίλη Ισσόπουλου, επίσης, δεν φάνηκε να έχει δουλέψει κάτι ιδιαίτερα. Είναι ένα έργο που το μόνο – ίσως – που θα είχε να κάνει είναι να “διδάξει” τους ηθοποιούς, πράγμα που όπως φαίνεται μάλλον δεν έκανε / εκτός κι αν αφέθηκε στην εμπειρία των ηθοποιών και αρκέστηκε σ’ αυτό. Ωραίο το ηχητικό παιχνίδι με τα χτυπήματα των χεριών, πολύ υποβλητική κι η είσοδος μες στο σκοτάδι των δώδεκα ενόρκων (αν και όταν ανοίγουν τα φώτα κι αρχίζουν τα ψεύτικα ξερόβηχα είναι τελείως άσχετο με την προηγούμενη εικόνα). Αν θα μπορούσα να κρίνω, από τις τελευταίες δουλειές του σκηνοθέτη, θα πρότεινα να ασχοληθεί περισσότερο με την κωμωδία.

Τα κοστούμια της Έλενας Σπενταμίδου ήταν – ίσως- το καλύτερο στοιχείο της παράστασης. Εντυπωσιακά κάποια, ταιριαστά άλλα, με προσοχή στην λεπτομέρεια, κάποια σχημάτιζαν και χαρακτήρες άμα τη εμφανίσει. Η μουσική του Δημήτρη Κανίογλου περιορίστηκε μόνο στην αρχή, κι η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύτηκα να εντοπίσω τη σχέση της με την παράσταση, αλλά αν θεωρήσουμε πως ήταν ένα “κρυφό μήνυμα”  αποτελούμενο από τα χτυπήματα με σφυράκι του δικαστή, τότε το βρήκα αφαιρετικό και ευφυές, ακριβώς λόγω αυτής της αφαίρεσης του, που παράλληλα δίνει και την εντύπωση του χρόνου που κυλά. Παρ’ όλα αυτά, η μουσική ήταν κάτι που μου έλειπε από την παράσταση, θα ήθελα να υπήρχε και σε άλλα, κομβικά, σημεία της παράστασης για να δημιουργεί ατμόσφαιρα – λέξη που σχεδόν απουσίαζε από την παράσταση. Ίσως θα ήταν καλό να υπήρχε και μουσική και την ώρα που το κοινό παίρνει τις θέσεις του στο χώρο – μια που μας εντάσσετε στο παιχνίδι.

Το σύνολο των υποκριτικών ήταν μετριότατο καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, με λίγες εξαιρέσεις, αλλά το πώς έπαιζαν οι ηθοποιοί έχει να κάνει κυρίως με το τι θέλει ο σκηνοθέτης. Στην συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον είχε στο μυαλό του το Θέατρο της Δευτέρας. Θα ξεχωρίσω για την τρομερή ειλικρίνεια και πειστικότητά της – στο τέλος της παράστασης – την ερμηνεία του Γιάννη Τσάτσαρη, ο οποίος με τον μονόλογό του στο τέλος σχεδόν δάκρυσε. Μία διαφορά σε σχέση με τις υπόλοιπες ενοποιημένες υποκριτικές. Γενικώς, θεωρώ προβληματικό το ότι ενώ έπαιζαν τόσο κοντά μας και στο ίδιο επίπεδο με μας, έπαιζαν “θεατρικά” ήδη από το πρώτο δευτερόλεπτο. Και φυσικά, δεν μπορείς όποτε θέλεις να λαμβάνεις υπόψιν σου το κοινό ως αναπληρωματικούς ενόρκους, κι όποτε θες πχ. στα υποτιθέμενα διαλείμματα, να κάνεις ότι δεν υπάρχουν.

Στο διά ταύτα, είναι μια παράσταση την οποία επίσης έχει χτυπήσει η αρρώστεια των ημερών μας, η βαρεμάρα. Έχει κάποια καλά σημεία, αλλά η ώρα περνάει αργά. Το τέλος είναι το πιο ενδιαφέρον σημείο της παράστασης. Ίσως σε κάποιους που έχουν και ιδιαίτερη αγάπη στην εξιχνίαση φόνων και στα δικαστήρια να τους αρέσει πιο πολύ και να τους συνεπάρει.

Σημείωση: Το φουαγιέ του Βασιλικού θεάτρου είναι ένας χώρος κλειστός και η παράσταση εκτυλίσσεται δίπλα ακριβώς στο κοινό. Ως εκ τούτου, το κάπνισμα απαγορεύεται (και για τους ήρωες του έργου) .