“Ορέστης” του Ευριπίδη από την Εταιρεία Θεάτρου Χώρος

Written by

Τον “Ορέστη” του Ευριπίδη σε μετάφραση Γιάννη Τσαρούχη (σύμφωνα πάντα με το δελτίο τύπου) παρουσιάζει η Εταιρεία Θεάτρου Χώρος στο θέατρο Αυλαία σε σκηνοθεσία του Σίμου Κακάλα.

Πρόκειται για μια ιδιαίτερη παράσταση, με ιδιαίτερους πειραματισμούς αλλά και ιδιαίτερα (για την δική μου αισθητική τουλάχιστον) προβλήματα. Αν και αρχικά ήμουν ενθουσιασμένη με την ιδέα μιας τραγωδίας δωματίου, με χαμηλό προφίλ υπόκρισης, ωστόσο η έναρξη του έργου με προβλημάτισε. Μεγάλο μέρος της παράστασης (η οποία ήταν αρκετά μεγάλη σε διάρκεια, δύο ώρες και κάτι) όπου οι ηθοποιοί μιλούσαν απλά, καθημερινά και ανθρώπινα ήταν βαρετό και κουραστικό. Παρά την πολύ δυναμική αρχή που έκανε ο σκηνοθέτης, όπως συνηθίζει, μέχρι και το σημείο όπου άρχισαν να φτιάχνουν και να πίνουν καφέ, το κοινό αγκομαχούσε για να μην χάσει το ενδιαφέρον του. Στη συνέχεια, η παράσταση ήταν περισσότερο ένα σχόλιο πάνω στον “Ορέστη”, παρά το έργο αυτό καθαυτό, ιδωμένο απλώς από μια σύγχρονη σκηνοθετική ματιά. Πολλά gags που δεν περνούσαν και όλα κάτω ή κι όταν περνούσαν έμοιαζαν περισσότερο να εκβιάζουν το γέλιο από μερίδα του κοινού, παρά να προκύπτει αβίαστα, πράγμα που συνέβη βέβαια σε κάποια σημεία της παράστασης. Η μεγαλύντερη μου διαφωνία είναι με το τέλος της παράστασης. Βρήκα ευφυέστατη την είσοδο λούτρινων στο παιχνίδι, και της Ωραίας Ελένης ασφαλώς, ωστόσο νομίζω πως οδεύοντας προς το τέλος της παράστασης, το χιούμορ έπεσε αρκετά χαμηλά, ακόμη και με σεξιστικά αστεία που μάλιστα επαναλαμβάνονταν καθώς έβρισκαν ανταπόκριση από έφηβους θεατές. Γιατί; Τι χρειάζονταν όλα αυτά; Ασφαλώς και θα μπορούσε να είναι πάλι ένα σχόλιο κοροϊδυετικό, αλλά η εκτέλεση αν μη τι άλλο δεν έδινε τέτοια εντύπωση. Έδινε μάλλον την εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης παρασύρεται από τις αντιδράσεις του κοινού.

Η Μάρθα Φωκά επιμελήθηκε τα σκηνικά, τα κοστούμια και τις μάσκες της παράστασης. Το σκηνικό ήταν πολύ μοντέρνο, λειτουργικό και παιχνιδιάρικο, ακριβώς μέσα στο πνεύμα της παράστασης και τα μπες-βγες ανάμεσα στο “παιχνίδι του θεάτρου” και στην “κατασκευή του θεατρικού παιχνιδιού”. Οι μάσκες της παράστασης άφηναν ίχνη από την commedia dell’ arte δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα υφολογική σύζευξη  αλλά και σύζευξη τύπων. Η μουσική του Mohammad διακριτική και χαμηλών τόνων.

Από τους ηθοποιούς της παράστασης, αξίζει να αναφερθεί ιδιαιτέρως ο Μιχάλης Βαλάσογλου, ο οποίος για ακόμη μια φορά ήταν εξαιρετικός, εκμεταλλευόμενος το σύνολο των εκφραστικών του μέσων και με εξαιρετικές μεταμορφωτικές δυνατότητες, ενώ ταυτοχρόνως ήταν πάντοτε απόλυτα συγκεντρωμένος σ’ ό,τι έκανε. Αντιθέτως, η Δήμητρα Κούζα, αν εξαιρέσουμε τον ρόλο της ως αγγελιαφόρου, μάλλον δυσκολεύτηκε στο ρόλο δήθεν άνετου και κουλ χορού.

Εν κατακλείδι, η εντύπωση που μας αφήσε η παράσταση ήταν απογοητευτική γιατί διατηρούμε την απόλυτη βεβαιότητα πως η Εταιρεία Θεάτρου Χώρος μπορεί να παρουσιάσει πολύ καλύτερες δουλειές. Αυτήν την φορά το όνομα / η φήμη, λειτούργησε πιο γρήγορα από την παράσταση, φέρνοντας πολύ κόσμο σε αμφίβολης ποιότητας ποπ θέαμα (όπως κατέληξε η παράσταση στο τέλος). Στ’ αλήθεια στεναχωρέθηκα κι είναι κρίμα. Ναι, από παντού ακούω ότι είναι μια πολύ καλή παράσταση, αλλά προσωπικά πιστεύω , πέρα από συντηρητισμούς και ηθικολογίες, ότι μάλλον κάπου ξεπέρασε τα όρια. Πάντως, χαρά στο κουράγιο του που θα παρουσιάσει την παράσταση στην Επίδαυρο…