Βυζαντινή Συρία

Written by

Αφιερωμένο στις φίλες μου Ντόρα Μηναΐδη και Μαρία Φακίδη

Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα

βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν
Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα
Μα όταν μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά – απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα

(Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Ερείπια της Παλμύρας)

nter-salib

Ντέρ Σαλίμπ, Η Εκκλησία του Σταυρού, 5ος αι.

Σύντομη ιστορική αναδρομή

Η Συρία, εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης, υπήρξε από την αρχαιότητα σταυροδρόμι διαφόρων πολιτισμών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε πρέπει να κατοικήθηκε κατά τη 3η χιλιετία π.Χ. από λαούς σημιτικής κυρίως καταγωγής, όπως οι Αμορίτες, οι Χαναναίοι, οι Φοίνικες, οι Χετταίοι, οι Αραμαίοι κ.ά. Αυτοί ήταν οργανωμένοι σε πόλεις-κράτη και συχνά συγκρούονταν μεταξύ τους. Παράλληλα παρατηρούνται εισβολές διαφόρων άλλων λαών ινδοευρωπαϊκής καταγωγής και υποταγή του ντόπιου πληθυσμού στους εκάστοτε κατακτητές, με άμεση συνέπεια την περιορισμένη αλλοίωση του σημιτικού χαρακτήρα του συριακού πολιτισμού.

Όταν το 331 π.Χ., η Συρία κατακτήθηκε από το Μέγα Αλέξανδρο, γνώρισε ιδιαίτερη ακμή. Κάποιες από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Συρίας που υπήρξαν παράλληλα και από τα σπουδαιότερα κέντρα του ελληνικού κόσμου, ήταν η Τύρος, η Αντιόχεια, η Δαμασκός, η Απάμεια, η Σελεύκεια, η Παλμύρα, η Λαοδίκεια κ.α.

Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου και τις διαμάχες των διαδόχων του, η Συρία υποτάχτηκε στο Σέλευκο, που την έκανε διοικητικό κέντρο του μεγάλου βασιλείου του και ανέδειξε την Αντιόχεια σε ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα της εποχής. Με την παρακμή των Σελευκιδών η χώρα καταλήφθηκε από το βασιλιά της Αρμενίας Τιγράνη το 85 π.Χ., που την κράτησε στην κατοχή του μέχρι το 64 π.Χ., οπότε κατακτήθηκε από τον Πομπήιο. Αυτός εξαφάνισε τα τελευταία υπολείμματα της δυναστείας των Σελευκιδών, απώθησε τους Πάρθους και έκανε τη Συρία επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσα την Αντιόχεια στον Ορόντη. Αυτή την περίοδο στη χώρα συγκεντρώθηκαν πολλοί φιλόσοφοι και άνθρωποι των γραμμάτων και δημιουργήθηκε μια σημαντική χριστιανική κοινότητα. Παράλληλα, όμως, αναπτύχθηκαν πολλές αιρέσεις, όπως ο Νεστοριανισμός, ο Μονοφυσιτισμός και ο Μονοθελητισμός.

Τον 5ο και 6ο αι. μ.Χ. η Συρία βρισκόταν κάτω από τη βυζαντινή κυριαρχία και γνώρισε μεγάλη παρακμή. Στις αρχές του 7ου αιώνα κατακτήθηκε από τους Πέρσες, αλλά στη συνέχεια οι Βυζαντινοί, με επικεφαλής τον Ηράκλειο Α’, ανακατέλαβαν τη Συρία. Γρήγορα όμως υποτάχτηκε στους Άραβες το 634 μ.Χ. χωρίς να προβάλει αντίσταση, εξαιτίας της δυσαρέσκειας που επικρατούσε για τους θρησκευτικούς διωγμούς και τους φόρους που είχαν επιβάλει οι Βυζαντινοί. Οι χριστιανοί καταχωρήθηκαν στην Ντίμα του Ισλάμ, «προστασία» που παρέχονταν στους «λαούς της Βίβλου». Πρόκειται για μια μορφή εσωτερικής αυτονομίας υπό κηδεμονία.

Με την εγκαθίδρυση στην εξουσία της δυναστείας των Ομμεϋαδών το 667 μ.Χ., άρχισε μια νέα ιστορική περίοδος για τη Συρία. Η πρωτεύουσά της, η Δαμασκός, έγινε πολιτιστικό και διοικητικό κέντρο της αραβικής αυτοκρατορίας, ενώ τα γράμματα και οι τέχνες γνώρισαν μεγάλη άνθιση. Τη δυναστεία των Ομμεϋαδών διαδέχτηκε η δυναστεία των Αββασιδών. Αυτοί έκαναν πρωτεύουσα τη Βαγδάτη και χώρισαν τη Συρία σε εμιράτα. Η γενικότερη πολιτική των Αββασιδών, οδήγησε τη Συρία σε παρακμή και έδωσε τη δυνατότητα στους Τουλουνίδες να την καταλάβουν (883 – 905 μ.Χ.). Ακολούθησαν οι Φατιμίδες (968 – 1078 μ.Χ.) και οι Σελτζουκίδες (1078 – 1154 μ.Χ.), που πέτυχαν προσωρινά να της ξαναδώσουν την αίγλη του παρελθόντος. Με το θάνατο του σουλτάνου Μαλίκ – σαχ το 1092 μ.Χ. άρχισε μια νέα περίοδος παρακμής. Στην περίοδο αυτή (11ος – 12ος αιώνας) ιδρύθηκαν από τους Σταυροφόρους η κομητεία της Τρίπολης, το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, η ηγεμονία της Αντιόχειας και η κομητεία της Έδεσσας. Το 1187 μ.Χ. οι Αγιουβίτες της Αιγύπτου έδιωξαν τους χριστιανούς από την Παλαιστίνη και η Συρία για τρεις αιώνες βρέθηκε στην κατοχή τους.
Το 1516 οι Οθωμανοί με το Σελίμ Α’ κατέλαβαν τη χώρα και την κράτησαν στην κατοχή τους ως το 1918. Η περίοδος αυτή τελείωσε με την ολοκληρωτική ήττα των Τούρκων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Άγγλοι απελευθέρωσαν τη Συρία. Στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο οι Άγγλοι μαζί με ελεύθερες γαλλικές δυνάμεις έκαναν επέμβαση στη Συρία και το 1941 ο στρατηγός Κατρού κήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας.

Η χριστιανική Συρία

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην πόλη της Αντιόχειας, που τότε ανήκε στο κράτος της Συρίας, ακούστηκε για πρώτη φορά η λέξη Χριστιανοί για να χαρακτηρίσει τους οπαδούς της νέας διδασκαλίας που ξεκίνησε από τα Ιεροσόλυμα:

«ἐγένετο δὲ αὐτοὺς καὶ ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς» (Πραξ. 11,26).

Η Αντιόχεια, η ονομαζόμενη και «Συριάδες Αθήναι» υπήρξε, κατά τους ελληνιστικούς και τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους περιώνυμο κέντρο του εμπορίου και της οικονομικής δραστηριότητας. Προ πάντων όμως υπήρξε κέντρο της τέχνης, της φιλοσοφίας και των γραμμάτων. Ο πολυεθνικός και κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της προσδιόρισε και την ιστορική της φυσιογνωμία και διέγραψε τον ρόλο της ως ηγέτιδας των ελληνικών πόλεων και ως μητρόπολη της Ανατολής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Αντιόχεια, η τρίτη σε πληθυσμό και σε σπουδαιότητα πόλη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έγινε η πύλη από την οποία πέρασε το Ευαγγέλιο στα έθνη, γι αυτό και η Εκκλησία της θεωρείται η «Μητέρα των Εκκλησιών».

Εκτός από τον τελευταίο μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο Λιβάνιο, ο οποίος υπήρξε καθηγητής πολλών μετέπειτα χριστιανών, από την Αντιόχεια κατάγονταν διάφορες μεγάλες μορφές της χριστιανικής γραμματείας και ιεράρχες. Ενδεικτικά αναφέρουμε: ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο άγιος Γεώργιος, οι άγιοι Ανάργυροι, ο άγιος Συμεών ο Στυλίτης, ο άγιος Σέργιος, η αγία Θέκλα, ο Ιγνάτιος επίσκοπος Αντιοχείας, ο Θεόφιλος επίσκοπος Αντιοχείας, ο Σεραπίων Αντιοχείας, ο Μαλχίων ο Πρεσβύτερος, ο Απολλινάριος εκ Λαοδίκειας, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Παύλος Σαμοσατεύς, ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Αββάς Ζωσιμάς, ο Ιωάννης Μόσχος συγγραφεύς του Λειμωνάριου, ο νομομαθής Θεόδωρος Βαλσαμών Πατριάρχης Αντιοχείας, ο Ευάγριος ο Σχολαστικός συγγραφέας της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, κ.α.

Η αρχαιότερη μορφή χριστιανικής εκκλησίας, η οποία σηματοδοτεί την αρχή της ιστορίας της χριστιανικής αρχιτεκτονικής, ανακαλύφθηκε στην πόλη Δούρα Ευρωπός. Η μορφή της πρώιμης εκκλησίας είναι αυτή μιας οικίας, του «σπιτιού των χριστιανών», η οποία δεν ξεχωρίζει, για λόγους ασφαλείας, από τις υπόλοιπες ιδιωτικές κατοικίες.

Μια άλλη μεγάλη πόλη που συνέδεσε το όνομά της με τον πρώιμο Χριστιανισμό και ιδιαίτερα με τον Απόστολο των Εθνών, Παύλο, είναι η σημερινή πρωτεύουσα της Συρίας, η Δαμασκός. Σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων (Πραξ. 9.1-11) ο Σαούλ (ο μετέπειτα Παύλος) από την Ταρσό, στο δρόμο για τη Δαμασκό είδε ένα ουράνιο φως να λάμπει ξαφνικά γύρω του. Έπεσε στη γη και άκουσε τη φωνή του Χριστού να του λέει: «ἐν δὲ τῷ πορεύεσθαι ἐγένετο αὐτὸν ἐγγίζειν τῇ Δαμασκῷ, καὶ ἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ……..». Έτσι, όταν ο Σαούλ βαφτίστηκε και έγινε ένας μαχητικός απόστολος, άρχισε την πνευματική του αποστολή από τη Δαμασκό.

Μεγάλες πόλεις υπήρξαν επίσης η Παλμύρα, η Απάμεια, το Χαλέπι, η Χομς (η αρχαία Έμεσα), η Χάμα, η Μααλούλα (στην οποία μέχρι σήμερα μιλούν τη γλώσσα του Χριστού, τα αρχαία αραμαϊκά) κ.ά.

Οι νεκρές πόλεις της Συρίας

Σύμφωνα με τον κορυφαίο βυζαντινολόγο Κάρολο Ντηλ: «…πρέπει να ψάξουμε στην Ανατολή και συγκεκριμένα στη Συρία, για τον τόπο όπου η χριστιανική τέχνη αναπτύχθηκε και για τα πρότυπα από τα οποία εμπνεύστηκε κατόπιν η Δύση». Η Συρία είναι μια από τις αρχαιότερες χώρες που μας επιτρέπουν να μελετήσουμε την πολεοδομία από τις απαρχές της και τις διαφορετικές της όψεις, από τις πρώτες προσπάθειες έως τις ημέρες μας.
Στην περιοχή της ασβεστολιθικής οροσειράς, που σήμερα μοιράζεται ανάμεσα στη Συρία και την Τουρκία, απλώνεται ένα από τα μεγαλύτερα «αρχαιολογικά πάρκα», γνωστό ως «νεκρές πόλεις», που περιλαμβάνει περίπου 700 εγκαταλειμμένους οικισμούς της βυζαντινής περιόδου. Αυτά τα αρχαία ερείπια καλύπτουν μια περιοχή πλάτους 20-40 χλμ. και μήκους 140 χλμ.

Τα μνημεία και τα κτίρια διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση, λόγω της απουσίας της ανθρώπινης παρουσίας. Τα εντυπωσιακά ερείπια είναι το αποτέλεσμα της ευημερίας των πόλεων που άκμασαν, καθώς βρίσκονταν κατά μήκος των μεγάλων εμπορικών δρόμων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όταν η περιοχή κατακτήθηκε από τους Άραβες, οι διαδρομές του εμπορίου άλλαξαν και οι πόλεις αυτές έχασαν την πηγή της οικονομικής ευημερίας τους.

Οι κάτοικοι, μεταξύ 8ου και 10ου αι. εγκατέλειψαν τις πόλεις τους και κατευθύνθηκαν σε άλλες, οι οποίες άκμαζαν υπό την κυριαρχία των Αράβων.
Από το 2011 αποτελούν πολιτιστική κληρονομιά της ΟΥΝΕΣΚΟ, σύμφωνα με την οποία οι οικισμοί αυτοί αποτελούν εξαιρετική μαρτυρία του τρόπου ζωής, της αρχιτεκτονικής και των πολιτιστικών παραδόσεων των αγροτικών πολιτισμών, που αναπτύχθηκαν στη Μέση Ανατολή την εποχή εκείνη.

palmira-apsida-tou-thriamvou

Παλμύρα, Η αψίδα του θριάμβου στην είσοδο της πόλης, 4ος αι.

Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο: Συρία: Ελληνικοί Απόηχοι, φωτογραφίες: Λίζα Έβερτ, Ντόρα Μηναΐδη, Μαρία Φακίδη, εκδ. ADAM Editions, Αθήνα 1993.

Όπως γράφει και στον πρόλογο του βιβλίου ο Michel de Gréce:
«Η Συρία όπως την γνωρίζουμε σήμερα, είναι μια χώρα «κατασκευασμένη», υπόλειμμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γεννήθηκε μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Αγγλία και την Γαλλία και τέθηκε υπό την κηδεμονία τους. Η χώρα ωστόσο είναι τόσο αρχαία, ώστε μοιάζει να αποτέλεσε την κοιτίδα της Ιστορίας. Υπήρξε διαδοχικά βασίλειο, καρδιά μιας αυτοκρατορίας, απλή επαρχίαˑ το έδαφός της υπέστη εισβολές, κατακτήθηκε, λεηλατήθηκε και τα σύνορά της άλλαξαν πολλές φορές. Τόσες εθνότητες, τόσες θρησκείες, τόσες γλώσσες συνυπάρχουν στη χώρα αυτή και όμως κατοικείται από έναν λαό με αφάνταστα καλά δομημένες και απόλυτα πρωτότυπες αρετές. Βρίσκεται σε μια περιοχή του πλανήτη όπου η Ιστορία του εξακολουθεί ακόμη, μετά από χιλιετίες, να βρίσκεται στο στάδιο των πολιτικών εξελίξεων».

bakircha-vasiliki-6os-e

Μπακίρχα, Βασιλική, 6ος αι

Εύχομαι το βιβλίο αυτό να συνεχίσει να αποτελεί σημείο εικαστικής και ιστορικής αναφοράς και να μην μετατραπεί σε τεκμήριο του πριν και του μετά ενός μεγάλου πολιτισμού της παγκόσμιας ιστορίας της ανθρωπότητας.

seik-souleiman

Σέικ Σουλεϊμάν, Βασιλική της Θεοτόκου, 5ος αι.

 

agia-thekla

Αγία Θέκλα, 5ος αι.

 

mousampak

Μουσάμπακ, Βασιλική, 5ος αι.

rassafa-sergioupolis

Ρασσάφα (Σεργιούπολις), Βασιλική του αγίου Στεργίου, 4ος – 9ος αι.

kalaat-saman

Καλαάτ Σαμάν, Ο Ι. Ναός του αγίου Συμεών του Στυλίτη, 5ος αι.

bampiska

Μπαμπίσκα, Η πύλη του βαπτιστηρίου της Βασιλικής, 4ος – 5ος αι.

apamia

Απάμεια, 2ος αι.

palmira-naos-tou-vaal

Παλμύρα, ναός του Βάαλ, ανάγλυφο με γυναίκες σε πομπή, 1ος αι.

cityculture.gr / γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης*

* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης