Θεόδωρος Νούτσος: Δαιδάλεος τέχνη

Written by

Η λέξη δαιδάλεος που συναντάται στα Ομηρικά έπη και στον Ησίοδο και σημαίνει ο ευφυής, ο επιδέξιος, ο έντεχνος, ο καλοφτιαγμένος. Από εδώ πηγάζει και το όνομα Δαίδαλος που σημαίνει ο περίτεχνα δουλεμένος. Ο Θεόδωρος Νούτσος γεννήθηκε το 1965 στην Σκιάθο. Είναι ένας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, ο οποίος μοιράζει την καλλιτεχνική του ζωή ανάμεσα στην Σκιάθο, την Αθήνα και την Βιέννη, όπου δραστηριοποιείται τα τελευταία χρόνια.
Έργα του βρίσκονται σε συλλογές στην Ελλάδα, τη Γαλλία, τη Νορβηγία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Τουρκία, την Ουκρανία, την Ελβετία και φυσικά στην Αυστρία. Ο Νούτσος εξελέγη μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας της UNESCO.

«Η Τέχνη µας παραστέκει για να µη µας συντρίψει η αλήθεια»
Φρίντριχ Νίτσε

Είναι βέβαιο ότι η Τέχνη είναι αληθινή πλην όμως οι αλήθειες της, διαφέρουν από τις αλήθειες της Φιλοσοφίας και της Επιστήμης. Οι αλήθειες της επιστήμης και της φιλοσοφίας πολλές φορές εγκλωβίζουν τον άνθρωπο, µε την έννοια ότι εισηγούνται ασκήσεις, νόμους και περιορισμούς. Η Τέχνη όμως έχει λυτρωτικό χαρακτήρα και συμπαρίσταται στον άνθρωπο και στο όλο εγχείρημα του πολιτισμού του. Από τα αρχαία χρόνια ο άνθρωπος κατάλαβε ότι µε το να βρει το σχήμα ενός πράγματος έχει ολοκληρωθεί ως νοήμων ζώο. Έχει κατακτήσει αυτό για το οποίο έχει γεννηθεί. Εκ των υστέρων βέβαια όλα τα συμπεράσματα τα οποία έχει βγάλει ο άνθρωπος από την Φύση προέρχονται ως αποτελέσματα της Λογικής. Αλλά δεν είναι η Λογική που µας ενδιαφέρει στην Τέχνη.

Η Τέχνη, σύμφωνα με τον Renoir, είναι ένα πράγμα που δεν ξέρουμε τι είναι. Γι’ αυτό και θα µας ενδιαφέρει αιωνίως. Σύμφωνα µε τον Πλάτωνα αυτό που λέμε Τέχνη είναι µια διαλεκτική σχέση του δημιουργού µε την ιδεατή εικόνα του «Άλλου Χώρου».


Μέσω της συστηματικής παρατήρησης του περιβάλλοντος, ο δημιουργός μπορεί και επικοινωνεί µε το κοινωνικό σύνολο και τελικά µε τον εαυτό του. Η Τέχνη εξ άλλου, ανέκαθεν ήταν κυρίαρχος άξονας της επικοινωνίας των ανθρώπων, είτε μεταξύ τους, είτε µε το Θεό, ιδιαίτερα δε, των ανθρώπων µε τους νεκρούς. Η επικοινωνία αυτή οδηγεί τον καθένα να ανακαλύπτει σύμφωνα µε τις ανάγκες του, κάτι σαν διεγέρσεις, οι οποίες μεταφράζονται σαν δέος, ευχαρίστηση κ.λ.π. από την δημιουργία ή την παρατήρηση ενός έργου. Δυστυχώς, δεν είναι συγκεκριμένοι οι κανόνες οι οποίοι θα μπορούσανε να ταξινομήσουνε τα κλειδιά για την ερμηνεία των φαινομένων αυτών, γι αυτό εξ άλλου υπάρχουν διαφορετικές αισθητικές θεωρίες σε κάθε εποχή, ανάλογα µε την αντίληψη του κόσμου σε αυτήν.

Στα πλαίσια της αντίληψης της Τέχνης, καθένας από εμάς κάνει κάποια στιγμή τη λογική διεργασία και λέει “αυτό είναι Ωραίο”. Αυτό είναι το αξίωμα για τη θεμελίωση του αισθητικού κανόνα. Εκεί έγκειται και η δυσκολία της υπόθεσης. Μέχρι σήμερα αξίωμα της λογικής είναι ότι “α ≡ α” και αυτό είναι µάλλον σίγουρο. Τα κριτήρια όμως της αισθητικής, δηλαδή του τι είναι Ωραίο, διαρκώς μεταβάλλονται γι αυτό και λέξεις όπως «αισθητική» και «ομορφιά» προκαλούν µια αίσθηση προσωρινότητας.
Η υποκειμενικότητα του χαρακτηρισμού ενός «Τεχνουργήματος» σε «Έργο Τέχνης», καταλήγει να είναι μια κοινωνική σύμβαση, η οποία προσδιορίζει την αξία του «Έργου», µε το αν αυτό εκτίθεται σε Μουσεία, Χώρους Τέχνης, Ιδιωτικές Συλλογές, κ.λ.π.


Στην αναζήτηση του Ωραίου μέσα από την Μορφή ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλωτίνος (3ος μ.Χ. αι.) αναφέρει: «Ας πάρουμε για παράδειγμα δύο πέτρινους όγκους που βρίσκονται ο ένας πλάι στον άλλον: ο ένας είναι άμορφος, εντελώς ανέγγιχτος από την Τέχνη, ενώ ο άλλος έχει σφραγισθεί από την Τέχνη και έχει γίνει άγαλμα. Το άγαλμα δεν είναι απεικόνισμα αλλά δημιουργία στην οποία η Τέχνη του γλύπτη έχει συγκεντρώσει όλη την ομορφιά».


Είναι φανερό ότι η πέτρα, στην οποία η Τέχνη εισήγαγε την ομορφιά μιας μορφής, είναι ωραία όχι επειδή είναι πέτρα, αλλά χάρη στην Μορφή που η Ιδέα έβαλε µέσω της Τέχνης στο υλικό. Η μορφή αυτή δεν υπήρχε στο υλικό υπήρχε στην σκέψη του καλλιτέχνη προτού µπει μέσα στην πέτρα και υπήρχε στον δημιουργό όχι επειδή αυτός είχε µάτια ή χέρια αλλά επειδή μετείχε της Τέχνης. Βέβαιο είναι ότι όλες οι μορφές της Τέχνης συνθέτουν µία μορφή γλώσσας και δημιουργούν κώδικες επικοινωνίας. Οι κώδικες αυτοί έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζονται από κοινωνικές συμπεριφορές του μέρους στο οποίο αναπτύσσεται η καλλιτεχνική δημιουργία και αποτελούν κατά κύριο λόγο μαρτυρίες του συλλογικού υποσυνειδήτου της ιστορικής περιόδου στην οποία κατασκευάζεται το έργο. Να γίνει δηλαδή κατανοητό στον παρατηρητή ότι το έργο πρέπει να παρατηρηθεί από απόσταση έτσι ώστε αυτός να το αναγνώσει στο σύνολό του, να χρησιμοποιήσει την «οπτική αφή» για να μπορέσει να αναπτύξει την κατάλληλη διαλεκτική µε το υλικό και τα μηνύματα που αυτό μεταφέρει.

Η τέχνη της πρωτοπορίας, την οποία υπηρετεί ο Νούτσος, δεν θέτει το πρόβλημα του Ωραίου γιατί η πρωτοποριακή πρόκληση παραβιάζει όλους τους αισθητικούς κανόνες που μέχρι και την εποχή μας ήταν σεβαστοί. Αντιθέτως, θέλει να µας μάθει να ερμηνεύουμε τον κόσμο µε διαφορετική ματιά, να απολαμβάνουμε την επιστροφή στο αρχαϊκό και εξωτικό πρότυπο, το σύμπαν του ονείρου και των φαντασιών. Για τον λόγο αυτό οι καλλιτέχνες εκφράζονται σήμερα τελείως ελεύθερα χωρίς να υπάρχουν νόμοι, κανόνες, όρια.


Ο Θεόδωρος Νούτσος αναφέρει για την τέχνη του


«Η ανάγκη μου για μια αυθόρμητη καλλιτεχνική δημιουργία είναι το θεμελιώδες στοιχείο της τέχνης μου. Τα κολλάζ, τα ασυνήθιστα υλικά, ο διάλογος μεταξύ των ετερογενών στοιχείων που συνυπάρχουν στα έργα μου, δείχνουν την ανάγκη μου για δύναμη, πάθος και πλήρη ελευθερία.
Εγκρίνω τα περιστασιακά για να απαλλάξω τα περιττά στοιχεία. Αποσυνθέτω μορφές που είναι σταθερά δομημένες. Αφηρημένες μορφές καθώς αποκόπτω το χαρτί. Αφαιρώ ή προσθέτω κάποια έγχρωμη απόχρωση. Η διαδικασία σχισίματος και αποκόλλησης, τροφοδοτείται με πολλή νεύρο και ένταση στην επιφάνεια του πίνακα.
Η όλη δράση εμπλουτίζει την τέχνη μου με όρους που δεν είναι απαραίτητα ζωγραφικοί. Μπορεί να είναι θεατρικοί ή μουσικοί. Ωστόσο, μπορώ να πω ότι παίζουν το ρόλο τους θαυμάσια.


Μέσα στη δεξαμενή της μνήμης μου παγιδεύονται κάποιες εντυπώσεις, όταν μπαίνω στη διαδικασία ζωγραφικής, θα εμφανιστεί μια ένδειξη από τη δεξαμενή, η οποία θα μου δώσει την ώθηση να αρχίσω να δουλεύω. Καθώς ο χρόνος περνάει αυτή η δεξαμενή με χρεώνει με νέα στοιχεία – αποδεικτικά στοιχεία. Ζωγραφίζω όπως συμβαίνει και δεν έχουν ποτέ κάποιο προ-προγραμματισμένο αποτέλεσμα. Την επόμενη μέρα, όταν όλη η ένταση έχει υποχωρήσει, όλα θα πέσουν στη θέση τους και θα πάρουν την τελική τους μορφή. Στη συνέχεια βλέπω τη δουλειά μου. Μπορώ να αποδεχτώ ή να απορρίψω το αποτέλεσμα.


Θα ήθελα να αναφέρω ότι η τέχνη δεν είναι μόνο ανθρώπινη μορφή ή τοπίο ή σύνθεση φρούτων που πρόκειται να αντιγραφεί. Το δικαίωμα να εκτιμηθεί και να θεωρηθεί τέχνη είναι επίσης τα τυχαία σχήματα, τα διάφορα σύμβολα, η ανάμειξη των χρωμάτων, η κίνηση, η ευχαρίστηση της διαδικασίας στην επιφάνεια ζωγραφικής».

Αφηρημένη Τέχνη, Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός

Το έργο του Θεόδωρου Νούτσο, εντάσσεται στην Αφηρημένη Τέχνη και ειδικότερα στον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό, ο οποίος προσπάθησε να περιγράψει την πραγματικότητα, όχι μέσω της μίμησης ή της πιστής αναπαράστασης των εξωτερικών χαρακτηριστικών της, αλλά με έναν αντισυμβατικό και αφηρημένο τρόπο μέσω των αμετάβλητων εγγενών ιδιοτήτων της.


Σύγχρονοι καλλιτέχνες, όπως ο Wassily Kandinsky, ο οποίος θεωρείται ως ένας από τους πατέρες του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού (μαζί με τους Soutine και Picasso), κατά τη δεκαετία του 1950, υποστήριξε πως σε αντίθεση με τη σύγχρονη επιστήμη, η οποία αποκαλύπτει τον υλικό κόσμο και τη δομή του, ο ρόλος της τέχνης θα έπρεπε να είναι η ανάδειξη του πνευματικού χαρακτήρα της.


Η ζωγραφική έχει πλέον το προνόμιο να συμπεριφέρεται ελεύθερα χωρίς να είναι υποχρεωμένη να εξηγεί

Ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα στη ζωγραφική, που αναπτύχθηκε με κέντρο την Νέα Υόρκη μεταπολεμικά και ειδικότερα στα μέσα της δεκαετίας του ’40. Συχνά αναφέρεται και ως Σχολή της Νέας Υόρκης. Ήταν ίσως το πρώτο σημαντικό κίνημα στην τέχνη που γεννήθηκε στην Αμερική, δηλώνοντας παράλληλα την ανεξαρτησία του από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά ρεύματα στη μοντέρνα τέχνη.


Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 από τον κριτικό τέχνης Robert Coates. Η συγκεκριμένη ονομασία εμπεριέχει τα κύρια τεχνικά και αισθητικά χαρακτηριστικά του κινήματος, καθώς συνδύαζε σε μεγάλο βαθμό τον γερμανικό εξπρεσιονισμό με τις καθαρά αφηρημένες τάσεις άλλων σύγχρονων κινημάτων, όπως του Φουτουρισμού και του Κυβισμού. Από πολλούς θεωρείται πως ο κύριος προκάτοχός του είναι ο Υπερρεαλισμός, λόγω της έμφασής του στην αυθόρμητη, αυτόματη ή υποσυνείδητη έκφραση.


Κύριοι εκπρόσωποι του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού θεωρούνται οι Jackon Pollok, Willem de Kooning και Mark Rothko αν και τα έργα τους δεν σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους, σε ό,τι αφορά την τεχνική ή ακόμα και την αισθητική τους. Ενώ οι πίνακες του Ρόθκο διακρίνονται για την απλότητα τους, τα έργα του ντε Κούνινγκ χαρακτηρίζονται από έντονη δράση και εκφραστικότητα. Από την άλλη πλευρά, ο Πόλοκ ανέπτυξε μια πολύ ιδιαίτερη τεχνική στη ζωγραφική (μέθοδος dripping), κατά την οποία έσταζε με χαοτικό τρόπο τη μπογιά πάνω στον καμβά, τον οποίο τοποθετούσε στο έδαφος και τα δημιουργήματά του θεωρείται σχεδόν αδύνατο να αναπαραχθούν από μιμητές, καθώς αντανακλούν την ιδιαίτερη εσωτερική δομή του καλλιτέχνη.

Το τελάρο για τον Νούτσο, αντιμετωπίζεται ως πεδίο δράσης και όχι ως ένας χώρος όπου αναπαράγεται, αναλύεται ή εκφράζεται ένα αντικείμενο, υπαρκτό ή φανταστικό. Δεν είναι μια εικόνα, αλλά ένα γεγονός. Η πράξη της τοποθέτησης του χρώματος στο μουσαμά, έχει πρωταρχική σημασία. Τα αισθήματα του δεν απεικονίζονται, αλλά «διαδραματίζονται» επάνω στον καμβά. Ο καλλιτέχνης δεν πλησιάζει το καβαλέτο έχοντας μια εικόνα στο μυαλό του. Η εικόνα που προκύπτει είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης των υλικών που έχει κάθε φορά μπροστά του.


Στη θεματογραφία του αναζητά βαθύτερα συναισθήματα. Η τέχνη του καταλήγει σε μια αφαίρεση «χρωματικού πεδίου», όπου τα σχήματα κατέχουν το πιο ενεργό ρόλο. Τα περισσότερα έργα του έχουν ένα μονόχρωμο βάθος επάνω στο οποίο αιωρούνται διάφορα σχήματα, άλλοτε με σαφή και άλλοτε με ασαφή περιγράμματα. Τον χαρακτηρίζει η διαρκής επινοητικότητα των χρωματικών συγχορδιών, καθώς και η αινιγματική ενότητα στη σχέση μορφή και χώρος-πεδίο. O χώρος στα έργα του είναι αβαθής και ψευδαισθητικός, ως μια μεταφυσική πρόταση. Σε αυτά τα έργα ζωγραφικής, το χρώμα και η δομή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Παραλλαγές στη δομή στο τόνο αλλά και στην απόχρωση προκαλούν ένα απατηλό αλλά σχεδόν χειροπιαστό αβαθή χώρο. Το χρώμα, η δομή και ο χώρος συνδυάζονται για να δημιουργήσουν μια μοναδική παρουσία.

Κάποτε ένας δημοσιογράφος, μη μπορώντας να κατανοήσει το έργο του Pollok, τον ρώτησε: «Πότε και πως καταλαβαίνεις ότι ένα έργο σου έχει τελειώσει;» και ο ευφάνταστος καλλιτέχνης του απάντησε: «Όταν κάνεις έρωτα, πως καταλαβαίνεις ότι έχεις φτάσει στην κορύφωση και τελειώνεις;».


πηγή cityculture.gr / Θεόδωρος Νούτσος: Δαιδάλεος τέχνη / Παναγιώτης Καμπάνης*
* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης