Μάσκες – Κουφάρια

Written by

Μάσκες – κουφάρια  (φωτογραφία Άγγελα Μάντζιου)

Οι μάσκες μίλησαν σαν ζώα με μεγάλες κεραίες και σαν αρπακτικά πουλιά και σαν ερπετά με λέπια καρφωμένα απάνω τους. Σπόροι έπεσαν από μέσα τους κι οι κόχες των ματιών έμειναν ανοιχτές σχισμές και τρύπες από τις οποίες ανάσαιναν αιώνες μακρυά από τον τόπο τους και μακρυά από τα δέντρα που τις γέννησαν. Τότε που υπήρχαν δέντρα ψηλά και αιωνόβια με μεγάλους κορμούς και ρίζες βαθειές, κλαδιά που έφταναν στον ουρανό.


Οι μάσκες μίλησαν σαν τέρατα προϊστορικά για τον κόσμο. Τις έφεραν στις πόλεις και τις είδαμε να μας κοιτάζουν από τις μεγάλες σχισμές των ματιών και από τη χαρακιά του στόματος. Βαμμένες με χρώματα, γυαλιστερές και άλλες τραχιές και άβαφες με το χρώμα της φλούδας και του ξύλου, όπως το πελέκησαν τα τσεκούρια και οι φαλτσέτες, αυτές οι τεράστιες προσωπίδες μίλησαν χωρίς λόγια για τον κόσμο. Αυτόν που υπήρξε και έλεγαν μερικοί, οι μάσκες μιλούν και για αυτόν τον κόσμο που έρχεται. Και στις στάνες στα απάτητα βουνά, εκεί που έβοσκαν τα μεγάλα κοπάδια στα μέρη μας, τον καιρό εκείνο τον παλιό, έβλεπες κουφάρια ζώων και κεφαλές ολόκληρες απάνω στο χώμα να κείτουνται.

Αυτές τις κεφαλές, τα κόκκαλα, τα κρανία των ζώων, τα έφτιαχναν σκιάχτρα και στα όρια των δρόμων και των μονοπατιών τα έβλεπες, σαν πειρατικές σημαίες. Ο αέρας περνούσε με ταχύτητα μέσα από τα ανοίγματα και τις άδειες κόχες των ματιών και γύριζαν αυτές οι κεφαλές των ζώων καταπάνω σου θαρρείς. Δεμένες με σύρματα και τριχιές, αλλού μονάχα τα κεφάλια κι αλλού ντυμένα σώματα με ξεφτισμένα, παλιά ρούχα και στην κορφή τους κεφάλια λύκων, τσακαλιών, κεφάλια από κατσίκες. Μερικές χρονιές, τους βαριούς χειμώνες, έπεφτε χιόνι ασήκωτο πάνω τους και πάνω στα βουνά και χάνονταν τα σχήματα του κόσμου που ξέραμε.


Κλείνονταν οι δρόμοι κι απλώνονταν μια ησυχία απόκοσμη. Όλα έμοιαζαν μακρινά και οι φωνές έπαυαν. Ακούγονταν το θρόισμα του χιονιού, τα ραμφίσματα των πουλιών στο απάτητο χιόνι, ο ήχος της χιονοθύελλας και ο κρυστάλλινος ήχος στο παγωμένο χιόνι.


Νύχτωνε με ένα παράξενο φως που διαλύονταν στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας και άναβαν οι λάμπες απάνω στα βουνά κι έφεγγαν από ‘κει τον κόσμο με λεπτές τρεμουλιαστές αχτίνες. Ένα κίτρινο φως που γέμιζε σκιές και πύκνωνε γύρω από τους ανθρώπους των βουνών, τους βοσκούς, τους ερημίτες, τους χωρικούς.


Τότε αυτοί έπιαναν κάτι παλιά βιβλία, όσοι ήξεραν να διαβάζουν γιατί οι πιο πολλοί δεν ήξεραν γράμματα. Άλλοι σκάλιζαν πέτρες και ξύλα. Τέντωναν κάτι δέρματα ζώων, τρυπούσαν ξύλα κι έφτιαχναν όργανα. Πρωτόγονα ακούγονταν όπως δοκίμαζαν να βάλουν φωνές μέσα τους. Άνοιγαν καύκαλα, έδεναν ξύλα, έστριβαν χορδές απάνω τους. Έβρισκαν φτερά και νύχια αρπακτικών και γρατζουνούσαν απάνω τους τον πόνο τους, κοιτάζοντας κατά τα σκιάχτρα, κατά τον κόσμο πέρα μακρυά στον ορίζοντα. Κοιτούσαν από ψηλά τον κόσμο με περιέργεια και αδιαφορία.

Έβλεπαν τα σημάδια του κόσμου κοιτάζοντας τα ζώα τους, αυτά που θυσίαζαν στις γιορτές και στις χαρές. Μελετούσαν ώρα πολλή τα κουφάρια που έβλεπαν στη στράτα τους και προσπερνούσαν βιαστικά ή τα έσερναν μαζί τους στις αυτοσχέδιες καλύβες τους. Απάνω σε κάτι πέτρες μαυρισμένες στέκονταν κι απ’ τα μαλλιά τους έπεφταν κομμάτια άχερα, αίματα ξερά, σκόνη. Μύριζαν θυμάρι και ρίγανη και μέντα. Μύριζαν τις μυρωδιές της γης. Μύριζαν φιδόχορτο και θειάφι. Μύριζαν τη μυρωδιά των ζώων που είχαν κρατήσει στα χέρια τους. Τη μυρωδιά των ζώων που πάλευαν μαζί τους να τα ημερέψουν, να τα θρέψουν, να τα υπερασπίσουν. Με αυτά τα ζώα έζησαν μαζί. Έζησαν μαζί τους αιώνες αλογάριαστους. Στα ζώα αυτά έλεγαν τον πόνο τους. Έλεγαν τις ιστορίες που τους βρήκαν κι όσες άκουσαν. Έπεφταν τα λόγια στον αέρα κι ανακατεύονταν με τις φωνές των ζώων, με τα βογγητά, με τις κραυγές, με τα ουρλιαχτά, με τα αλυχτίσματα, με τα βελάσματα, με τα συρσίματα.


Έτσι ξεκινούσαν οι ιστορίες. Με όλους τους ήχους μέσα τους. Πρωτόγονα άρχιζαν. Μια φορά κι έναν καιρό. Όλοι διηγούνταν ιστορίες. Μερικές φορές όλοι μαζί μιλούσαν μέσα σε μεγάλες σιωπές. Άλλοι μιλούσαν μπροστά στην αφρισμένη θάλασσα και μέσα στο βουητό των κυμάτων. Μια φορά κι έναν καιρό, έλεγαν οι ιστορίες οι παλιές, αιώνες και αιώνες, αλλά κάθε φορά, αυτός ο καιρός κι αυτή η φορά, ήταν τώρα. Τώρα λέγονταν οι ιστορίες. Δικές μας ήταν κι έρχονταν από παλιά, όπως εμείς. Στον δικό μας χρόνο ανήκαν. Για μας μιλούσαν. Όπως μίλησαν οι μάσκες.


cityculture.gr / Μάσκες – Κουφάρια / Άγγελα Μάντζιου