“Θυμήσου κι εμένα, κι εμένα…”, του Αργύρη Καγιάφα, βιβλιοκριτική

Written by

ΑΡΓΥΡΗΣ Π.  ΚΑΓΙΑΦΑΣ
Θυμήσου κι εμένα, κι εμένα…
Ημερολόγιο Ελληνοϊταλικού πολέμου ’40- ‘41
Και άλλες αναμνήσεις
Εκδόσεις «Καγιάφας»
Κυπαρισσία 2019

«Θυμήσου κι εμένα, κι εμένα…».  Βιβλίο ανάμνησης και βιωματικών εμπειριών χωρισμένο σε τρία μέρη ( Α:  Ημερολόγιο Ελληνοϊταλικού πολέμου 1940- 1941, Β: Ο ηρωικός μάρτυρας, Γ: Κειμήλια και αναμνήσεις).

Η έκδοσή του  προκύπτει ως χρέος μνήμης των παιδιών προς τον πατέρα τους, καταγραφέα των προσωπικών περιπετειών στη διάρκεια του  Ελληνοϊταλικού και αργότερα του εμφύλιου πολέμου καθώς και των αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας σχετικά με την οικογένεια, τον τόπο καταγωγής των γονιών του  συγγραφέα και των  έμμεσων και άμεσων παρατηρήσεων για τη ζωή των χρόνων εκείνων.

Στην εισαγωγή του βιβλίου που υπογράφουν τα παιδιά του συγγραφέα Αργύρη Καγιάφα, δίνονται πληροφορίες για τη ζωή και την καταγωγή του και παρατίθενται στον κορμό του ημερολογίου του,  φωτογραφίες, επιστολικά δελτάρια από και προς την οικογένειά του,  τεκμήρια που εμπλουτίζουν το ιστορικό υλικό που φτάνει κι ως τη δράση των προγόνων του στον αγώνα του 1821.

Η ημερολογιακή καταγραφή διανθίζεται με στίχους δημοτικών τραγουδιών και άλλες αναφορές σε ποιητές και ξένους συγγραφείς, δίνοντας στην λαϊκή σκέψη βάθος και συνείδηση της ιστορικότητας των στιγμών που βίωσε ως απλός στρατιώτης του έπους του ’40. Η καταγραφή έχει την αμεσότητα της  προφορικότητας με στοιχεία ιδιωματικών τύπων  από τον τόπο καταγωγής και τον απόηχο των τόπων του οδοιπορικού. Η θρησκευτικότητα, η παρατηρητικότητα και μια κριτική σε κάποια θέματα, δίνει στην αναφορά  το στίγμα μιας προσωπικής ματιάς και διαφαίνεται ο ισχυρός συναισθηματικός δεσμός με τους γονείς και τα αδέρφια του συγγραφέα καθώς και ένας θαυμασμός για τους προγόνους του, αγωνιστές της ζωής και φορείς αξιών που συνδέουν τις γενεές των Ελλήνων.

Η βασική θεματολογία του βιβλίου  και στα τρία μέρη είναι: ο πόλεμος, ο ηρωικός  θάνατος, η απειλή, οι στρατηγικές, οι συνθήκες πολέμου, οι ελλείψεις, η αλληλεγγύη, ο αγώνας, οι φιλίες, ένας προβληματισμός για το δίκαιο και το άδικο και παράλληλα οι χαρές της ζωής, η οικογενειακή ζωή, η νιότη, η ξενητιά, οι τέχνες, κοινωνικά γεγονότα όπως οι γάμοι και οι θάνατοι αγαπημένων προσώπων, ιδωμένα στον κύκλο της ειρηνικής ζωής, των  καιρών του πολέμου και του εμφύλιου σπαραγμού. Στο χρονικό της προσωπικής μαρτυρίας περιγράφεται με τρόπο αδρό και το χιονισμένο τοπίο των κορυφογραμμών της Ηπείρου καθώς και ο γενέθλιος τόπος καταγωγής των γονέων του συγγραφέα, τόπος εικόνων που περιγράφονται με την θέρμη των εντυπώσεων της παιδικής ηλικίας ως βίωμα και ανάμνηση.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

« Σε τούτη τη γωνιά της γης κάτω από ένα αντίσκηνο, στημένο στον ωκεανό του χιονιού, ο κάθε φαντάρος μαστιζόμενος από το ξεροβόρι της πείνας, της δίψας και της αβεβαιότητας, είναι μια φρικτή εικόνα πολέμου ένα ολόκληρο βιβλίο κακουχιών». Σελ. 147

« Με πολλή θλίψη αναλογίζομαι τις συντριπτικές εκείνες ημέρες που πολέμησα τον εχτρό, τραμπαλιζόμενος πάνω-κάτω στα κοφτερά κορφοβούνια της Αλβανίας, έτοιμος για το δόσιμο του ταλαίπωρου κορμιού, κουρμπάνι τη ζωή μας στον αγώνα της πατρίδας». Σελ. 24

« Τώρα κανένας ψίθυρος δεν ακούγεται και καμιά διαμαρτυρία. Δεν  είναι ούτε καν επιτρεπτή σε καιρό πολέμου. Κι η ανθρώπινη αξία εκμηδενίζεται. Καταντάει ένα τίποτα. Ένα κομματάκι άχυρο σε τυφώνα…». Σελ. 47

«Λιτανεία ατέλειωτη από νεκρούς που μου γνέφει λέει, και ξαναλέει μέσα μου. Θυμήσου κι εμένα, κι εμένα… Ένας κόσμος δύστυχος, γεμάτος δάκρυα». Σελ. 26

« Όταν  μέσα στην ψυχή του ανθρώπου φυτρώνει το λουλούδι της συμπόνιας, ακόμα και για τον εχθρό, τότε η ανδραγαθία αποκτά μια ιερότητα». Σελ. 155

«Το πρωί κατά τα ξημερώματα διερωτόμαστε με ποια ελαφρυντικά θα συντρίψωμε  τους αδελφούς μας για μη μας τυραγνάη μερόνυχτα κατόπι η συνείδηση ότι χρησιμοποιήσαμε το βέβηλο χέρι της εξόντωσης». Σελ. 175

« Ο πόλεμος λέγουν οι εμπειρογνώμονες είναι άθροισμα λαθών που νικάει εκείνος που κάνει τα λιγότερα…».Σελ. 177

« Μα πάντοτε γυρνάμε στην ξένοιαστη ζωή των πρώτων χρόνων να πάρομε τη νιότη και την αντρειοσύνη». Σελ. 191

« Ο Αργύρης Καγιάφας γεννήθηκε το 1916 στη Στεμνίτσα Γορτυνίας…». Σελ. 9

« Θα έρχονται αντίλαλοι και θα περνούν τα χρόνια, θ’ αλλάζουν οι καιροί… Και μέσα στην τρικυμιώδη ατμόσφαιρα της θύμησης, το φυλάκιο-φρουρός της πατρίδας θα δίνη σήματα του  ραντάρ που ορθώσαμε εκεί στην Αλβανία…Ξενύχτια, θύελλες, φλόγες, λυγμοί… Να τώρα σαν μέσα από ένα όνειρο το πρώτο σήμα αυτού του πολεμόχαρου ραντάρ…» Σελ. 148