Ο γυάλινος κόσμος της Art Nouveau

Written by

Αφιερωμένο στην φίλη Λόλα Νταϊφά

Με τον όρο Αρτ Νουβώ (Art Nouveau) ή Αρ Νουβό, Νέα Τέχνη στα ελληνικά, αναφερόμαστε στο διεθνές καλλιτεχνικό κίνημα, που αναπτύχθηκε μεταξύ του 1890 και του 1910. Ως αντίδραση στην τέχνη του 19ου αιώνα, η Αρτ Νουβώ εμπνεύστηκε από την μορφή και την δομή της φύσης και ιδιαίτερα από τις γραμμές των φυτών και των λουλουδιών.
Το 1910, το Αρτ Νουβώ θεωρούνταν ήδη ξεπερασμένο. Αντικαταστάθηκε από το Αρτ Ντεκό (Art Deco), το οποίο αργότερα μετονομάσθηκε σε «Μοντερνισμός».
Η ονομασία Art Nouveau χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από σύγχρονους κριτικούς τέχνης στο Βέλγιο και αργότερα αποτέλεσε την ονομασία της γκαλερί του Παρισιού «Maison de l’Art Nouveau», η οποία ειδικευόταν σε σύγχρονους καλλιτέχνες, όπως ο Έντβαρτ Μουνκ (Edvard Munch) και ο γλύπτης Ροντέν (Rodin).
Παρά την καλλιτεχνική δραστηριότητα της πόλης του Παρισιού, η Αρτ Νουβώ φαίνεται πως εξελίχθηκε ακόμα περισσότερο στην πόλη Νανσύ, όπου δημιουργήθηκε και η αντίστοιχη Σχολή της.
Βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κινήματος ήταν η επιτήδευση της μορφής, κυρίως για στοιχεία που αντλούνται από τη φύση, καθώς και η στενή συσχέτιση του με το κίνημα του συμβολισμού.
Η Αρτ Νουβώ συνδέθηκε επίσης με την ιαπωνική τέχνη. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι ιαπωνικές επιρροές εντείνονταν διαρκώς, όπως το μαρτυρά η δημοσίευση του περιοδικού «Καλλιτεχνική Ιαπωνία» (1881-1991), καθώς και οι εκθέσεις ιαπωνικής τέχνης που οργανώνονταν από την Κεντρική Ένωση Διακοσμητικών Τεχνών (1893) και τη Σχολή Καλών Τεχνών (1890). Η ιαπωνική τέχνη προσέφερε τη μίμηση των φυσικών μορφών, αλλά και την αναζήτηση περίπλοκων διακοσμητικών θεμάτων.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της Αρτ Νουβώ, ήταν η διάθεση των καλλιτεχνών να καταργήσουν τις αποστάσεις μεταξύ των διαφορετικών μορφών της τέχνης, αρχιτεκτονική, υαλουργία, γλυπτική, διακόσμηση, επιπλοποιία, κατασκευή κοσμημάτων, τις οποίες και προσπάθησαν να ενοποιήσουν.

Émile Gallé

Ο Εμίλ Γκαλέ (8 Μαΐου 1846 – 23 Σεπτεμβρίου 1904 Nancy) ήταν Γάλλος καλλιτέχνης του γυαλιού και θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της Αρτ Νουβώ. Ο πατέρας του ήταν γνωστός κατασκευαστής επίπλων. Ο ίδιος σπούδασε φιλοσοφία, βοτανική και ζωγραφική, ενώ αργότερα έμαθε την επεξεργασία του γυαλιού στο Διεθνές Ινστιτούτο Γυαλιού στο Meisenthal.
Τα πρώτα του έργα εκτελέστηκαν με καθαρό γυαλί διακοσμημένο με σμάλτο. Σταδιακά βρίσκοντας το προσωπικό του ύφος, το οποίο αποτέλεσε και το στυλ της Αρτ Νουβώ, χρησιμοποίησε βαρύ, αδιαφανές γυαλί, διακοσμημένο με γεωμετρικά ή φυτικά μοτίβα. Η τεχνική του ήταν παρόμοια με αυτή των ρωμαϊκών καμεών.
Το 1877 ανέλαβε την επιχείρηση του πατέρα του Maison Gallé-Reinemer, η οποία είχε γιγαντωθεί και τα προϊόντα της ήταν περιζήτητα σε όλο τον κόσμο. Την ίδια χρονιά εκλέχθηκε και γενικός γραμματέας της Société centrale d’ horticulture de Nancy. Η διεθνής καριέρα του ως καλλιτέχνης του γυαλιού, ξεκίνησε το 1878 στην Έκθεση του Παρισιού, όπου έλαβε έπαινο πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη.
Μετά από δέκα χρόνια, το 1889, στην ίδια Έκθεση του Παρισιού, ο Γκαλέ ήταν πλέον ο πιο γνωστός υαλουργός του κόσμου και ο αντιπροσωπευτικότερος εκπρόσωπος της Αρτ Νουβώ.
Στην γενέθλια πόλη του Νανσύ, ίδρυσε το πρώτο του εργοστάσιο, στο οποίο απασχολούσε περίπου 300 εργαζόμενους.
Ο Γκαλέ, το 1889, έγραψε ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, ένα βιβλίο για την τέχνη της υαλουργίας με τίτλο «Écrits pour l’art», το οποίο όμως δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό του το 1908.
Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό για τον άνθρωπο Γκαλέ, είναι η έντονη, αλλά πολύ διακριτική συμμετοχή του στα κοινά. Ήταν ένας πεπεισμένος ανθρωπιστής και συμμετείχε στην οργάνωση βραδινών σχολείων για την εργατική τάξη (ιδρυτής του Université populaire de Nancy). Επίσης, υπήρξε θερμός υποστηρικτής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το 1898 με μεγάλο κίνδυνο για την φήμη και την επιχείρησή του, ήταν ένας από τους πρώτους που συμμετείχε ενεργά στην υπεράσπιση του Alfred Dreyfus. Ακόμα, υπεράσπισε δημοσίως τους Ρουμάνους Εβραίους και μίλησε για την υπεράσπιση των Ιρλανδών καθολικών ενάντια στη Βρετανία, υποστηρίζοντας τον William O ‘Brien, έναν από τους ηγέτες της Ιρλανδικής εξέγερσης.
Το 1901, μαζί με τον Victor Prouvé, τον Louis Majorelle, τον Antonin Daum και την Eugène Vallin, ίδρυσαν ένα νέο κίνημα, γνωστό ως «École de Nancy».

Louis Comfort Tiffany

Ο Λούις Τίφανι (Louis Comfort Tiffany, 18 Φεβρουαρίου 1848 – 17 Ιανουαρίου 1933) ήταν Αμερικανός καλλιτέχνης και σχεδιαστής, ο οποίος θεωρείται ένας από τους πρωτεργάτες της Αρτ Νουβώ στην Αμερική. Σχεδίασε παράθυρα από επεξεργασμένο γυαλί, επιτραπέζιες λάμπες, γυάλινα μωσαϊκά, κεραμικά, κοσμήματα και έργα από μέταλλο.
Ο Τίφανι ήταν γιος του Charles Comfort Tiffany, ίσως ο πλουσιότερος και διασημότερος κοσμηματοπώλης εκείνης της εποχής, ο οποίος είχε ιδρύσει την εταιρεία «Tiffany and Young» με έδρα τη Νέα Υόρκη το 1837. Μέχρι ο Λούις να γίνει 20 χρονών, το όνομα έγινε συνώνυμο με την πολυτέλεια καθώς η επιχείρηση αναγνωρίστηκε ως μια από τις καλύτερες της Αμερικής, όσον αφορά τα κοσμήματα και τα ασημικά. Το κατάστημα έγινε γνωστό αργότερα από τον συγγραφέα Τρούμαν Καπότε, στο μυθιστόρημα «Breakfast at Tiffany’s».
Στην αρχή ο Λούις ήταν απρόθυμος να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του, παρόλο που η εταιρεία ήταν πολύ επιτυχημένη. Το πρωταρχικό του πάθος ήταν η ζωγραφική, την οποία και σπούδασε στο Παρίσι με καθηγητή τον Λεόν Μπειγί. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, το 1869 εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να επισκεφθεί την Ισπανία και τη Βόρεια Αφρική, όπου εντυπωσιάστηκε από την ισλαμική τέχνη και γνώρισε σε βάθος την παράδοση και την ιστορία αυτών των διαφορετικών πολιτισμών. Αργότερα επηρεάστηκε από την τέχνη της Ιαπωνίας.
Όταν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη μπήκε στην επιχείρηση του πατέρα του ξεκινώντας να σχεδιάζει αρχικά βιτρό για εκκλησίες και για αριστοκρατικά σπίτια, καθώς λάμπες και φωτιστικά.
Το 1885 ίδρυσε ένα εργοστάσιο γυαλιού στη Corona του Long Island, στη Νέα Υόρκη, στο οποίο παρήγαγε φυσητά και διακοσμητικά έργα αποκλειστικά από γυαλί. Η επιτυχία που ακολούθησε οφειλόταν στις καλλιτεχνικές του ικανότητες και στην τεχνική επιδεξιότητα του συνεργάτη του Artur. J. Nash. Ο Τίφανι δεν ήταν ο τεχνίτης του γυαλιού, αλλά ο σχεδιαστής και επόπτης της παραγωγής. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου γνωρίστηκε με τον Siegfried Bing, η επιχείρηση του οποίου έγινε αργότερα το μέσο για τις Ευρωπαϊκές εξαγωγές του. Η επιτυχία του καθιερώθηκε και γνωστοποιήθηκε στην παγκόσμια έκθεση στο Σικάγο το 1893 και στην Έκθεση του Παρισιού το 1900. Μετά από διάφορες αλλαγές ονομάτων της επιχείρησης του, αποσύρθηκε το 1919 από την ενεργό συμμετοχή.
Εκτός από τα πολύ ξεχωριστά βάζα του με τη μορφή λουλουδιών και ειδικά εκείνα με τις μανόλιες, ο Τίφανι έγινε γνωστός και για τις επιτραπέζιες λάμπες και τα κρεμαστά φωτιστικά του, τα οποία έχουν μέχρι και σήμερα υψηλές τιμές όταν εμφανίζονται σε δημοπρασίες. Οι λάμπες που σχεδίαζε είχαν πολύ συχνά μορφή λουλουδιών και άλλων φυτών και είχαν ιδιαίτερα έντονα χρώματα. Ήταν κατασκευασμένες από επεξεργασμένο γυαλί και πολλές φορές παρατηρείται να έχουν επάνω τους βιτρό με διάφορα χρώματα. Ο Τίφανι πίστευε πως η φύση είναι πάντα όμορφη και γι’ αυτό ήθελε να τη μιμηθεί μέσα από τα σχέδια του.

René Lalique

Ο Ρενέ Λαλίκ (6 Απριλίου 1860, Ay Marne – 1 Μαΐου 1945, Παρίσι) ήταν Γάλλος καλλιτέχνης του γυαλιού.
Το 1872, όταν ήταν 12 ετών, ξεκίνησε σπουδές σχεδίου στο Collège Turgot του Παρισιού, ενώ αργότερα γράφτηκε στην Ecole des arts décoratifs, όπου έμαθε την τέχνη της γλυπτικής. Το διάστημα 1874-1876 παρακολούθησε μαθήματα υαλουργίας στη σχολή Crystal Palace του Λονδίνου. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι εργάστηκε ως μαθητευόμενος χρυσοχόος στο εργαστήριο του κορυφαίου κοσμηματοποιού και χρυσοχόου του παρισινού art nouveau Louis Aucoc.
Κατόπιν εργάστηκε ως ανεξάρτητος καλλιτέχνης, σχεδιάζοντας κοσμήματα για τους γαλλικούς οίκους Cartier, Boucheron και άλλους. Το 1885 άνοιξε τη δική του επιχείρηση. Μέχρι το 1890, ο Λαλίκ αναγνωρίστηκε ως ένας από τους κορυφαίους σχεδιαστές κοσμημάτων της Νέας Υόρκης της Γαλλίας. Το όνομά του έγινε συνώνυμο της δημιουργικότητας, της ομορφιάς και της ποιότητας.

γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης, Δρ. Αρχαιολόγος – Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του ΑΠΘ