Οι τρεις αδελφές, ΚΘΒΕ, κριτική παράστασης

Written by

Σαράντα χρόνια μετά την πρώτη παράσταση του αριστουργηματικού έργου «Τρεις αδελφές» του Αντόν Τσέχωφ στο ΚΘΒΕ, (Θέατρο ΕΜΣ, Νοέμβριος 1979) ανεβαίνει φέτος σε σκηνοθεσία του Τσέζαρις Γκραουζίνις και σε μετάφραση του Γιώργου Σεβαστίκογλου. Το έργο αυτό, αποτελεί ένα από τα τέσσερα ψυχογραφικά ρεαλιστικά δράματα του γνωστού Ρώσου θεατρικού συγγραφέα (ο ίδιος τα ονόμασε κωμωδίες ενδεχομένως για να τονίσει τα φαρσικά τους στοιχεία), που έφεραν κάτι εντελώς νέο στη δραματουργία στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ο αιώνα. Εμβάθυνση στην ψυχοσύνθεση των ηρώων, κατάργηση της έννοιας του ενός πρωταγωνιστή, φαινομενικά ασήμαντη πλοκή, ρεαλιστικός τόνος είναι μόνο μερικά από τα καινοτόμα στοιχεία που διέπουν τα έργα αυτά.

Οι Τρεις αδελφές ανέβηκαν για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας το 1901 σε σκηνοθεσία του Κονσταντίν Στανισλάφσκι. Γενικότερα ο Τσέχωφ δεν υπήρξε ιδιαίτερα ευχαριστημένος από τα ανεβάσματα των έργων του από τον Στανισλάφσκι καθώς η σκηνοθετική ματιά του τελευταίου εμπεριείχε ένα κάποιο μελοδραματικό στοιχείο και την ιδέα ότι οι χαρακτήρες δεν φέρουν κανενός είδους ευθύνη για τα όσα τους συμβαίνουν. Αυτό δεν ήταν στις προθέσεις του θεατρικού συγγραφέα, ίσα ίσα ο Τσέχωφ ήθελε να τονιστούν με κωμική διάθεση ακριβώς τα σημεία εκείνα που μαρτυρούν την παθητικότητα και την έλλειψη προσπάθειας των ηρώων. Θεωρούσε αστεία (όχι μελοδραματικά ούτε ρομαντικά) αυτά ακριβώς τα σημεία που οι ήρωες αυτοαναιρούσαν τα λεγόμενά τους, τα όνειρά τους και τον ίδιο τους τον εαυτό. Στην Ελλάδα, το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1932 σε σκηνοθεσία του Σπύρου Μελά, μετάφραση της Γαλάτειας Καζατζάκη και στους ρόλους των 3 αδελφών οι Κυβέλη, Μυράτ και Θεοδωρίδου.

Το έργο διαδραματίζεται σε μια επαρχιακή πόλη της Ρωσίας, όπου μετακόμισε η οικογένεια Πραζόρωφ πριν αρκετά χρόνια λόγω της μετάθεσης του πατέρα. Εδώ και ένα χρόνο όμως ο πατέρας έχει πεθάνει, και τα αδέρφια Όλγα, Μάσσα, Ιρίνα και Αντρέι Πραζόρωφ εξακολουθούν να μένουν εκεί. Παρόλο που μισούν το μέρος, παρόλο που όνειρό τους είναι να επιστρέψουν στο παλιό τους σπίτι στη Μόσχα, από όπου έχουν και τις πιο όμορφες αναμνήσεις, εξακολουθούν να μένουν στάσιμοι. Η Όλγα η μεγαλύτερη αδελφή, είναι καθηγήτρια στο γυμνάσιο και έχει μια τακτοποιημένη ζωή, παρ’ όλα αυτά θεωρεί πως η ευτυχία βρίσκεται μόνο στη Μόσχα. Η άφιξη του αντισυνταγματάρχη Βερσίνιν από τη Μόσχα θα ταράξει κάπως τη στατική ζωή τους, και κυρίως της Μάσσα η οποία βαριέται αφάνταστα τη συζυγική ζωή της με τον Κουλίγκιν. Η Ιρίνα, η μικρότερη αδερφή, αναφέρει διαρκώς ότι θέλει να δουλέψει και πως ο προορισμός του ανθρώπου δεν έγκειται στην απραξία αλλά στη σκληρή δουλειά που μπορεί να προσφέρει νόημα στη ζωή. Ο Αντρέι, ονειρεύεται και αυτός τη Μόσχα και μια θέση στο πανεπιστήμιο εκεί, όμως παντρεύεται την Νατάσα Ιβάνοβνα και κάνουν μαζί οικογένεια, κάτι το οποίο όπως φαίνεται τον έκανε να εγκαταλείψει τα φιλόδοξα όνειρά του. Σιγά σιγά ο γάμος του καταλήγει σε βασανιστήριο και καταφεύγει στα χαρτιά μαζί με τον αλκοολικό γιατρό. Γενικότερα το έργο έχει ως βασική κατευθυντήρια γραμμή το κοινό όνειρο όλων, τη Μόσχα. Η Μόσχα θα μπορούσε να συμβολίζει τα ανεκπλήρωτα όνειρα του καθενός, κάτι το άπιαστο, το εξωπραγματικό ή ακόμα και κάτι εντελώς φανταστικό καθώς όλοι θεωρούν πως όταν βρεθούν εκεί θα είναι ευτυχισμένοι, όμως δεν κάνουν τίποτα στο παρόν που να υποδηλώνει προσπάθεια να φτάσουν αυτήν την ευτυχία. Η ευτυχία δεν είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Οι άνθρωποι αυτοί, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, ζουν φυλακισμένοι και νιώθουν ότι δεν μπορούν να ξεφύγουν από αυτήν την κατάσταση. Εναποθέτουν λοιπόν όλες τις ελπίδες τους σε κάτι μελλοντικό που ποτέ δεν θα γίνει.

Η παράσταση του Τσέζαρις Γκραουζίνις θεωρώ ότι δεν κατάφερε να ξεφύγει από την κλασική «ρεαλιστική» προσέγγιση που επιχείρησε και ο ίδιος ο Στανισλάφσκι. Κοστούμια, σκηνικά και υποκριτική είχαν όλα την ιστορική ακρίβεια που αναμένει κανείς όταν πηγαίνει στο θέατρο να παρακολουθήσει κάποιο έργο του Τσέχωφ. Στερείται κάπως δημιουργικότητας και διάθεσης πειραματισμού, σε ένα έργο που ίσως έχει ανάγκη ανακάλυψης νέων πτυχών του ή επαναφοράς των ήδη υπαρχόντων στο σήμερα. Δεν ήταν μια κακή παράσταση όσον αφορά τη συνολική προσπάθεια, αλλά δεν είναι μια παράσταση που φέρει κάτι καινούριο ούτε που θα μείνει στο μυαλό του θεατή για πολύ καιρό.

Όταν πρόκειται για ένα έργο, το οποίο σαφέστατα εντάσσεται στα μεγάλα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας, έχει διεξαχθεί πλήθος αναλύσεων και διατριβών για αυτό και έχει παιχτεί ανά τον κόσμο με τον ίδιο κλασικό τρόπο, αναμένει κανείς σήμερα, το 2019, μια παράσταση που να σπάσει τους κανόνες του 20ου αιώνα και να παρουσιάσει κάτι δημιουργικό που να απευθύνεται στο σημερινό θεατή και να έχει να του πει πράγματα που τον ενδιαφέρουν.

Ταυτότητα παράστασης «Οι τρεις αδελφές», ΚΘΒΕ:
Μετάφραση: Γιώργος Σεβαστίκογλου
Σκηνοθεσία: Τσέζαρις Γκραουζίνις
Σκηνικά: Κέννυ ΜακΛέλλαν
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Μουσική: Μαρτίνας Μπιαλομπζέσκις
Κίνηση: Έντγκεν Λάμε
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Μουσική διδασκαλία: Παναγιώτης Μπάρλας
Α΄ βοηθός σκηνοθέτη: Μάριος Καρβουνάκης
Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Ιορδάνης Αϊβάζογλου
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Μαρία Μυλωνά
Οργάνωση παραγωγής: Φιλοθέη Ελευθεριάδου
 
Παίζουν:
Μάρκος Γέττος (Φεντότικ)
Μαρία Καραμήτρη (Ανφίσα)
Ιφιγένεια Καραμήτρου (Μάσα αδελφή του)
Αλέξανδρος Κουκιάς (Τούζενμπαχ)
Χρήστος Μαστρογιαννίδης (Ρόντε)
Μανώλης Μαυροματάκης (Τσεμπουτίκιν)
Λένα Νάτση (Ειρήνα αδελφή του)
Χρίστος Νταρακτσής (Ορντινάντσα)
Κλειώ-Δανάη Οθωναίου (Νατάλια Ιβάνοβνα)
Γρηγόρης Παπαδόπουλος (Βερσίνιν)
Απόστολος Πελεκάνος (Κουλίγκιν)
Γιώργος Σφυρίδης (Φεραπόντ)
Σαμψών Φύτρος (Σαλιόνυϊ)
Κωνσταντίνος Χατζησάββας (Αντρέι Πρόζορωφ)
Χριστίνα Χριστοδούλου (Όλγα αδελφή του)

cityculture.gr/ γράφει η Αμφιτρίτη Ιωαννίδου