Μαύρο νερό του Μιχάλη Μακρόπουλου, βιβλιοκριτική

Written by

Μιχάλης Μακρόπουλος
Μαύρο νερό
εκδόσεις Κίχλη

Πίσω από τα λιγοστά πρόσωπα της ιστορίας ανιχνεύονται τα άρρητα στοιχεία  της ζωής του παρελθόντος στο ορεινό  τοπίο της Ηπείρου. Σ’ αυτό το τοπίο συναντάει ο αναγνώστης τους ελάχιστους κατοίκους ενός έρημου χωριού. Παλεύουν να κρατηθούν στη ζωή και στον τόπο τους όσο αντέξουν. Παλεύουν να ζήσουν πίνοντας  από το μαύρο νερό της καταστροφής που  έλαβε χώρα στο οικοσύστημα, διαταράσσοντας τον παλιό κύκλο  της ζωής της κοινότητας και της φύσης. Κεντρικός ήρωας είναι ο Πατέρας και ο ανάπηρος γιος του  Χριστόφορος, ο Φόρης όπως τον αποκαλεί ο Πατέρας. Τα άλλα πρόσωπα κατονομάζονται με ονοματεπώνυμα  που συναντά κανείς στα μέρη αυτά και απηχούν αναφορές και παλαιότερων συγγραφέων οι οποίοι στα διηγήματα και στις μυθιστορίες τους, έδωσαν υπόσταση σε λαϊκούς, ταπεινούς και  ασήμαντους φαινομενικά ανθρώπους.

Βιωματική περιγραφή του τοπίου, των εκδηλώσεων κοινοτικού χαρακτήρα  και  μιας θρησκευτικότητας Παπαδιαμαντικού τύπου, καθώς και μια διάχυτη αίσθηση αγωνίας για τον αγώνα των ανθρώπων, δίνουν μια διάσταση πυκνότητας στο βιβλίο. Σ’ αυτό το μοτίβο κινείται ο συγγραφέας δοκιμάζοντας  να επικεντρωθεί στην ουσία η οποία αν και δεν λέγεται ρητά, αφήνεται να εννοηθεί με σαφήνεια. Αναφορές  σε βιβλία, με αποσπάσματα από μυθιστορήματα και  ψαλμούς-αναγνώσματα, είναι  ενσωματωμένα στη ροή της αφήγησης και ως διαδικασία ανάγνωσης στο όνομα της λογοτεχνίας που αφορά τόσο τα πρόσωπα όσο και τον αναγνώστη της ιστορίας.  

Η χρήση ιδιωματικών λέξεων  δίνει στην  τριτοπρόσωπη αφήγηση ένα δυνατό ερέθισμα ανίχνευσης της τοπικότητας, αντιπαραθέτοντας  ένα  επί μέρους στοιχείο  αυθεντικότητας στην γενική σύνθεση. Η  προσθήκη ξένων φράσεων στο σώμα  της αφήγησης επιτείνει μια αίσθηση αγωνίας για την τύχη και το μέλλον των προσώπων, δίνοντας το στίγμα  κωδίκων της επικοινωνίας και της επικινδυνότητας κάποιων  παράνομων δραστηριοτήτων  στο όριο των συνόρων και των ιδιαίτερων συνθηκών ζωής.

Μοντέρνο αφήγημα ως προς την λιτότητα του ύφους και της απάλειψης των περιττών λεπτομερειών, με σύντομους έως ελάχιστους διαλόγους, μοιάζει με ένα συνοπτικό καταστάλλαγμα εμπειρίας της ζωής του παρελθόντος στα ορεινά χωριά.  Η   λεπτή παρατηρητικότητα κυρίως των συμπεριφορών, καταγράφεται με τρόπους υπαινικτικών αναλογιών και ζωηρές εικόνες.   

Τα έρημα και άδεια χωριά, τα εγκαταλειμμένα σπίτια, οι εκκλησίες, τα ‘ξωκλήσια, το όμορφο φυσικό τοπίο, οι δρόμοι, το λεωφορείο και οι λιγοστοί επιβάτες, οι τρόποι επικοινωνίας, οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, η καθημερινή ζωή στο χωριό, η πεζοπορία  για τροφοδοσία στην πόλη, ο κρατικός μηχανισμός και η υπόσχεση μετεγκατάστασης σε καινούργια σπίτια, τα σκουριασμένα απομεινάρια της καταστροφής, η απομόνωση, η ασθένεια, οι θάνατοι, ο φόβος, είναι τα μοτίβα στα οποία ο συγγραφέας εδράζεται για να περιγράψει στις εικόνες του  βιβλίου την ζωή και την αγωνία του τέλους της.

Οι συζητήσεις των χωριανών στην εκκλησία  για το νερό και την αναγκαστική φυγή τους, η εικόνα του πατέρα που κουβαλάει ζαλωμένον στην πλάτη τον ανάπηρο και έξυπνο γιο του, η θέαση του τοπίου, καθημερινές ασχολίες όπως το μπάνιο με σαπούνι στη σκάφη, το φιλτράρισμα και το βράσιμο του νερού, το φαγητό από κονσέρβες και το αγοραστό ψωμί,  οι ψαλμωδίες, οι σιωπές,  παλιές φωτογραφίες και ενθύμια ζωής, οι εικόνες των δέντρων και ο ήχος  της βροχής στη στέγη της εκκλησίας, ο ύπνος κατάχαμα στις κρύες πλάκες με το φως από  τα λιγοστά κεριά, το ονειρικό τέλος με το συναπάντημα της γυναίκας με τα άλογα και την εκπλήρωση της επιθυμίας του Φόρη να καβαλικέψει ένα άλογο σαν τους ήρωες ταινιών και βιβλίων,  δίνουν στον  κλειστό και απαισιόδοξο κύκλο της αφήγησης προοπτική ζωής ενός  τέλους βιωμένου σταγόνα- σταγόνα, όσο αντέξουν τα πρόσωπα κι όσο κρατήσουν τα πράγματα τις ισορροπίες τους στο άρρωστο τοπίο της κοινότητας  των  ανθρώπων και  του φυσικού κόσμου.

Αποσπάσματα:

« Ήταν 21 Δεκέμβρη · το χνότο έβγαινε σε σύννεφα απ’ το στόμα του κι ανακατευόταν με την ομίχλη, που δεν είχε διαλυθεί ακόμα. Παλιά θα υπήρχαν ψαράδες, μα τώρα δεν είχαν τι να ψαρέψουν, και στο σημείο που είχε σταθεί  ήταν μόνος». Σελ. 15

« Έβαλε άλλη μια καρέκλα μπροστά σ’ αυτήν του αγοριού, την ξεσκόνισε με τη χούφτα κι ακούμπησε πάνω την Αγία Γραφή.

«Μου την ανοίγεις σε μια σελίδα;»

Την άνοιξε τυχαία όπως πριν κι έπειτα στάθηκε στην πόρτα της εκκλησίας κι έμεινε να βλέπει, μέσ’ απ’ το παραπέτασμα της βροχής, τα γυμνά κλαριά να λυγάνε στ’ ορμητικό νερό. Πίσω του το αγόρι μουρμούραγε λέξεις, άηχες μες στη βροχή». Σελ. 23

« Όταν με την αφή της μνήμης το χέρι άγγιζε την κρύα πέτρα, τα φαντάσματα τη ζέσταιναν με το νεκρό τους χνότο. Τα παλιόξυλα γίνονταν ξανά κάσες και γρεντιές, με το πισωγύρισμα του χρόνου ξεμπούκωνε το τζάκι από τα χώματα και τα κλαριά, μια φωτιά έκαιγε ξανά και ίσκιοι νεκρών σκιρτούσαν στους τοίχους. Δανείζονταν από τον άνεμο φωνή και καυγάδιζαν, φίλιωναν, λυπόνταν, χαίρονταν. Με το κουρασάνι της μνήμης οι ίσκιοι των νεκρών έστηναν τη μία πέτρα απάνω στην άλλη, και τα χαλάσματα γίνονταν σπίτια ξανά». Σελ. 29-30

« Τον πρώτο λόγο πρέπει να τον έχει ο πιο νέος ανάμεσά μας», είπε ο Κώστας Μυριούνης.» Αυτός που  ‘χει περισσότερο μέλλον».

Όλοι κοιτούσαν τον Χριστόφορο. Το αγόρι έπρεπε κάτι να πει τώρα.

« Το σπίτι μου είναι εδώ», είπε, γραπωμένος με το γερό του χέρι από τον πάγκο λες και καθόταν στο σέλμα μιας βάρκας μέσα σε φουρτούνα, και δίπλα του ο Πατέρας ένιωσε να κυλά στο τραχύ του μάγουλο ένα δάκρυ». Σελ. 31

 «Κάτι από την ερημιά των σπιτιών και των χωριών έμοιαζε να υπάρχει μόνιμα πλέον και μέσα του». Σελ.73

«…όταν κάθονταν αμίλητοι, νιώθοντας γύρω από το σπίτι το άδειο χωριό μες στον άδειο κόσμο». Σελ. 60

«…αλλά στον ύπνο του κάλπαζε ασυγκράτητος στη ράχη της μαύρης φοράδας, νιώθοντας τον άνεμο στο πρόσωπό του και τη γη να φεύγει και να φεύγει κάτω από τις οπλές του αλόγου». Σελ.76