Φυσικό Μυθιστόρημα του GEORGI GOSPODINOV, βιβλιοκριτική

Written by

GEORGI GOSPODINOV
ΦΥΣΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ  ΑΠΟ ΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ

Στο πρώτο βιβλίο του Βούλγαρου συγγραφέα  Georgi Gospodinov,  Estestven Roman, «Φυσικό μυθιστόρημα», είναι διακριτή η απόπειρα προσέγγισης του όλου διά του επί μέρους.

Ο αφηγητής της ιστορίας είναι άνδρας. Η γυναίκα του Έμμα, περιμένει παιδί αλλά ο ίδιος δεν είναι ο πατέρας του κυοφορούμενου. Εδώ  και καιρό οι σχέσεις τους έχουν διαταραχθεί. Χωρίζουν. Από εδώ ξεκινάει ο κύκλος του μυθιστορήματος. Ενός μυθιστορήματος εξομολογητικού με έντονα στοιχεία μιας προφορικότητας άμεσης απεύθυνσης και  με βιωματικές εντυπώσεις, εικόνες και σκέψεις πάνω σε ιστορίες που συγκλίνουν και μετατοπίζουν το περίγραμμα των χαρακτήρων σε συμπεριφορές μίμησης- ενσάρκωσης της ρευστής ουσίας των πραγμάτων, σε ένα παιχνίδι διπλοπροσωπίας-συνωνυμίας.

Ύφος ζωηρό,  υποδόριο χιούμορ, θραυσματική δομή με παρεμβολές διαφορετικών κειμένων διαφόρων  συγγραφέων και ποιητών, αναφορές σε μουσικές, ταινίες, ζωγραφιές, συγγραφείς, βιβλία και πόλεις, δίνουν στην ανάγνωση ανάσες και μπλέκουν τα νήματα  της πλοκής, υφαίνοντας θεματικά  ένα πρωτότυπο σύνολο σε μια διύλιση των αισθημάτων. Οι παραθέσεις κειμένων- από την αρχή μυθιστορημάτων συγγραφέων διαφορετικής εποχής-  δίνουν στο ασύνδετο σχήμα νέες νοηματικές και αισθητικές  τροπές σε μια προσθετική-προθετική  αντήχηση φωνών οι οποίες  απηχούν  το στυλ μυθιστοριογράφων όπως ο  Μίλαν Κούντερα  και ταυτόχρονα  δηλώνουν προσωπικές εμπειρίες, επιρροές και διαθέσεις.

Παράλληλα, στα δομικά μοτίβα του μυθιστορήματος προστίθενται ως πινελιές αναφοράς και ιστορικά δεδομένα, είτε ως χρονικό πλαίσιο αφετηρίας-τέλους του κύκλου ζωής σημαντικών ανθρώπων είτε ως ορόσημα ιστορικών συμβάντων που συναθροίζουν την ιστορική μνήμη. Αντλώντας υλικό από ποιήματα, μύθους,  όνειρα, ιστορίες, αναδιηγήσεις, λόγια λαϊκών ανθρώπων και συζητήσεις καφενείων,  ο συγγραφέας μοιάζει να διερευνά τα στοιχεία  των κωδίκων της ατομικής και συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας, όπως ανιχνεύεται και στη σημειολογία των λέξεων.   

Ο φυσικός κόσμος παρουσιάζεται σε συνδυασμό κωδικοποιημένων αναγωγών, εμπειριών  και αναμνήσεων στο όριο ηλικιακών φάσεων και σε συνάφεια μελλοντικών προσδοκιών  για το σημαντικό και ασήμαντο στις όψεις  της ζωής νόημα του κόσμου.

Αποσπάσματα:

«Γιατί προσπαθώ να γράψω ένα Φυσικό Μυθιστόρημα; Χάρη σε μια γυναίκα που πρέπει να ξεχάσω; Για να θυμηθώ πώς ζούσα πριν; Σε αυτές τις ιστορίες υπάρχει πολλή γεωγραφία και αυτό με καθησυχάζει». Σελ. 79

«Ο μόνος τρόπος να μιλήσουμε είναι η αλληγορία». Σελ. 129

«Πώς είναι εφικτό ένα μυθιστόρημα σήμερα που έχουμε χάσει την αίσθηση του τραγικού; Πώς είναι γενικώς δυνατή και η σκέψη  για μυθιστόρημα όταν λείπει η αίσθηση του υψηλού; Όταν υπάρχει μόνο η καθημερινότητα με όλη της την προβλεψιμότητα, ή και –ακόμα χειρότερα- με όλο το ασήκωτο μυστήριο  των  καταστροφικών συμπτώσεών της; Η καθημερινότητα μέσα στη γελοιότητά της –εδώ μόνο διαφαίνονται το τραγικό και το υψηλό. Στη μετριότητα της καθημερινότητας». Σελ. 44

«Εννοείται πως στη φυσική ιστορία εντάσσεται κι εκείνη η συζήτηση γύρω από το τραπέζι, περί καμπινέδων. Πώς αλλιώς; Γενικώς στη φυσική ιστορία συμπεριλαμβάνονται κάθε είδους ιστορίες, ακόμα και οι πιο ασήμαντες». Σελ. 53

«Ιδού μερικές ερωτήσεις για τις οποίες δεν έχω απάντηση προς το παρόν:

Έχουν φύλο οι λέξεις;

Το φύλο ταυτίζεται με το γένος;

Όταν μια λέξη είναι αρσενικού γένους, το φύλο της είναι κι αυτό αρσενικό;

Όταν μια λέξη έχει και αρσενικό και θηλυκό γένος, τότε πώς και πότε λαμβάνει χώρα η συνουσία;

(…)

Κι αν  μια λέξη είναι απλώς γραμμένη, τι φύλο έχει;». Σελ. 131-132


«Δύο χρόνια έσκαβα στα εγχειρίδια βοτανολογίας, τριγυρνούσα στα λιβάδια και στους αγρούς. Ήθελα να βρω τα κατάλληλα φυτά και φυτεύοντας τα σε κυκλικό σχήμα να φτιάξω ένα φυσικό ρολόι. Φανταζόμουν το ένα φυτό να κλείνει τα πέταλά του και το άλλο να τα ανοίγει. Ένα ρολόι με φυσικό μηχανισμό. Στην ερώτηση «τι ώρα είναι» οι άνθρωποι δεν θα έλεγαν, για παράδειγμα, «τρεις το μεσημέρι», παρά θα έλεγαν «ντάλια». Περηφανευόμουν με αυτή μου την ιδέα. Και δυο μέρες πριν φυτέψω τα λουλούδια που είχα μαζέψει, εντελώς τυχαία, εντελώς τυχαία λέμε τώρα, διάβασα σε μια εφημερίδα στη στήλη «Ξέρετε πως…» την ακόλουθη σημείωση: « Ήδη επί εποχής του, ο Κάρολος Λινναίος, ο πατέρας της βοτανικής, γνωρίζοντας την ακρίβεια με την οποία εξελίσσονται  οι διάφορες διαδικασίες στα φυτά, φύτεψε σε έναν κύκλο χωρισμένο σε τμήματα φυτά που ανοίγουν τα πέταλά τους με ακρίβεια μια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας». Πώς δεν είχα πέσει νωρίτερα πάνω σε αυτή την πληροφορία, όταν σκάλιζα τα διάφορα εγχειρίδια;». Σελ. 135

«Η δική μου υπερφίαλη επιθυμία είναι να φτιάξω ένα μυθιστόρημα μόνο από αρχές. (…) Tην ιδέα ή το έναυσμα για ένα τέτοιο μυθιστόρημα τα βρήκα στην αρχαία φιλοσοφία, κυρίως σ’ εκείνη την τριάδα των φυσικών φιλοσόφων –στον Εμπεδοκλή, στον Αναξαγόρα και στον Δημόκριτο». Σελ. 21

 «Για να γράψεις ένα Φυσικό Μυθιστόρημα,  πρέπει αδιάκοπα να παρατηρείς τον κόσμο γύρω. Και να ανακαλύπτεις ομοιότητες. Τα βότανα κάθε φθινόπωρο επαναλαμβάνουν τη μόδα των ψηλών κολάρων από τον καιρό της Μαρίας Αντουανέτας. Ποιος ξέρει αν η  ιστορία επηρεάζεται από τη βοτανική ή αν η βοτανική επηρεάζεται από την ιστορία. Το μυθιστόρημα περί Φυσικής Ιστορίας δεν έχει παρόμοιους περιορισμούς. Η αγορά χθες ήταν γεμάτη από αποκεφαλισμένες Αντουανέτες». Σελ. 153

 «Μάλλον υπάρχει κάποια παραδουνάβια Ευρώπη, ένα ουτοπικό κράτος, διαφορετικό από την υπόλοιπη ήπειρο. Το μοναδικό μέρος όπου το βαλς και τα σαλόνια συνυπάρχουν με τις ψαρόβαρκες και τα ψαροχώρια. Το μοναδικό μέρος όπου ο ρυθμός του «Βαλς του Γαλάζιου Δούναβη» του Στράους μπλέκεται με τον ρυθμό του «Ο ήρεμος άσπρος Δούναβης». Σελ. 74

«Ποτέ πια δεν δοκιμάσαμε τη ζωή τόσο άμεσα όπως κατά τη διάρκεια των παιδικών μας χρόνων, όταν  ό,τι ακούγαμε  το διασταυρώναμε χωρίς πολλά πολλά με εμπειρικό τρόπο». Σελ. 69

«Όταν επιστρέφω στα παιδικά μου χρόνια, τις περισσότερες φορές βρίσκομαι πάνω στην κερασιά. Δεν κάνω τίποτα το ιδιαίτερο- κάθομαι πάνω σε ένα κλαδί, τρώω κεράσια και φτύνω τα κουκούτσια. Σελ. 145