Ο τόπος, Annie Ernaux, βιβλιοκριτική

Written by

Annie  Ernaux
Ο τόπος
Μετάφραση : Ρίτα Κολαΐτη
Προλογικό σημείωμα: Σοφία Νικολαΐδου
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Βιωματικού χαρακτήρα αφήγημα, στο οποίο η συγγραφέας ξεδιπλώνει σκέψεις και αναμνήσεις ζωής γύρω από τα πρόσωπα της οικογένειάς της αναψηλαφώντας την ιστορία των γονιών της και επαναπροσδιορίζοντας κυρίως τη σχέση με τον πατέρα της, με αφορμή την είδηση του θανάτου του δύο  μήνες μετά την επιτυχή έκβαση της δοκιμασίας της για το πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας ως καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Από αυτήν την απώλεια του πατέρα και την κοινωνική-επαγγελματική  εξέλιξη της κόρης αρχίζει ο  κύκλος της διήγησης, υπό το βάρος ζωηρών και απωθημένων αναμνήσεων.

Πρωτοπρόσωπη  αφήγηση, ύφος εξομολογητικό, γραφή  διαποτισμένη  από εμπειρίες, εντυπώσεις και αναμνήσεις, ξεδιπλώνεται ως μια κοινωνιολογική ανίχνευση της κοινωνικής κινητικότητας της οικογένειας. Με  μια αίσθηση πειθαρχημένης συναισθηματικής αποστασιοποίησης, καθίσταται  εμφανής η πρόθεση της συγγραφέως να μιλήσει για το  κοινωνικό πεδίο και τις ταξικές κατηγοριοποιήσεις της εποχής των παιδικών και νεανικών  της χρόνων.

Έτσι παρουσιάζεται  ο κοινωνικός και οικογενειακός κύκλος ως  γενεαλογικό χρονικό τυχαιότητας και ανισοτήτων, ελάχιστων ευκαιριών, άτολμων αποφάσεων, μειωμένων προσδοκιών, άστοχων επιλογών, στη συνθήκη έλλειψης επαρκούς μόρφωσης,  χρημάτων και μέσων, γεγονός που διαχωρίζει τις κοινωνικές τάξεις και διαφοροποιεί τους ανθρώπους από γενιά σε γενιά.

Ο κόσμος του πατέρα και της κόρης υποδηλώνεται στις συζητήσεις, τις διηγήσεις, τις συγκρίσεις, τις διαπιστώσεις, τις παρατηρήσεις, τις υπεκφυγές  και τους υπαινιγμούς,  καθώς η συγγραφέας στρέφεται προς τις αναμνήσεις και τα βιώματά της για να μιλήσει για τους γονείς και τους παππούδες της, έναν κόσμο επαρχιακό και παρωχημένο, ένα πλήθος αγροτών και  εργατών  που αγωνίζεται να ανέλθει κοινωνικά με πολύ κόπο και  κερδίζοντας ελάχιστα, δουλεύοντας σε αγροκτήματα, βιομηχανίες, υφαντουργεία και σε μικρά μαγαζιά. Αυτή η αναπόληση ωστόσο οξύνει και το κοινό βίωμα του τρόπου ζωής και των αξιών που συνεπάγεται ο κόσμος της επαρχίας στον οποίο ανήκει και από τον οποίο η ίδια απομακρύνθηκε λόγω σπουδών και γάμου.

Στα θέματα του βιβλίου οι δουλειές και τα επαγγέλματα, η ζωή στο παρελθόν και οι εξελίξεις, η μόρφωση, η εμπειρία,  οι άκομψες αντιδράσεις των λαϊκών ανθρώπων, η περιέργεια και οι αυθόρμητες συμπεριφορές, οι εκφράσεις, ο τρόπος  με τον οποίο χειρίζεται κανείς τον επίσημο  γλωσσικό κώδικα και την ντοπιολαλιά, οι κοινωνικές ανισότητες, οι αστικές νοοτροπίες, ο πλούτος, τα στερεότυπα, η αισθητική,  το αίσθημα κατωτερότητας,  θρησκευτικά θέματα και έθιμα, συνήθειες και τρόποι, ο γάμος και οι σχέσεις, ο πόλεμος,  οι πόλεις, στιγμιότυπα ζωής, αποτυπώνονται με μια αίσθηση αμεσότητας: αποτίμησης και υποτίμησης, ντροπής και αποδοχής, κριτικής και κατανόησης.

Έτσι η εξομολογητική διήγηση δίνεται με ειλικρίνεια και μια μελαγχολική επίγευση για το διφορούμενο όριο διαχωρισμών : από πού και  από ποιους κατάγεται κάποιος και πόσο αυτό σηματοδοτεί την κοινωνική του αξία και εξέλιξη ως ανθρώπου στον κύκλο των γενεών και των σχέσεων, των συναισθηματικών δεσμών και των κοινωνικών ρόλων.

Αποσπάσματα:

«Όταν διαβάζω Προυστ ή Μοριάκ, δεν μπορώ να πιστέψω ότι γράφουν για την εποχή όπου ο πατέρας μου ήταν παιδί. Στην περίπτωσή του, ήταν   μάλλον Μεσαίωνας». Σελ. 29

«Η ιστορία αρχίζει σ’ ένα μικρό χωριό κοντά στο Κο, είκοσι πέντε χιλιόμετρα από την ακτή, λίγους μήνες πριν απ’ τον εικοστό αιώνα. Όσοι δεν είχαν γη μισθώνονταν από τους μεγαλοκτηματίες της περιοχής. Ο παππούς  μου δούλευε καραγωγέας σ’ ένα τέτοιο αγρόκτημα. Τα καλοκαίρια, βοηθούσε επίσης στο μάζεμα του σανού και στον θερισμό. Δεν έκανε τίποτε  άλλο σ’ όλη του τη  ζωή,  από τα οχτώ του χρόνια». Σελ. 25

«Κανείς στο Ι…, στις μεσαίες τάξεις, μαγαζάτορες του κέντρου, υπάλληλοι γραφείου, δεν θέλει να δείχνει ότι «κατάγεται από χωριό». Το να περνιέσαι για χωριάτης σημαίνει πως δεν έχεις εξελιχθεί και ότι το γενικό παρουσιαστικό σου, από κοινού με τον τρόπο που μιλάς και ντύνεσαι, είναι παλιακό». Σελ. 66-67 

«Όταν άρχισα να συναναστρέφομαι τη μεσοαστική τάξη του Ι…, ήθελαν όλοι να  μάθουν τι προτιμούσα, τζαζ ή κλασική μουσική, Ζακ Τατί ή Ρενέ Κλερ, κι αυτό ήταν αρκετό για να συνειδητοποιήσω ότι είχα μπει σ’ έναν άλλο κόσμο». Σελ. 63

«Σήμερα, η αποκρυπτογράφηση αυτών των αναμνήσεων είναι επιτακτική ανάγκη για μένα, πόσο μάλλον που τις είχα απωθήσει, σίγουρη για την ασημαντότητά τους. Κι αν επέζησαν, είναι μόνο μέσα από την ταπείνωση. Ενέδωσα στην επιθυμία του κόσμου που ζω, ενός κόσμου που σε υποχρεώνει να λησμονήσεις τις αναμνήσεις μιας ταπεινής ζωής θαρρείς και ήταν κάτι που πρόδιδε κακό γούστο». Σελ. 69

«Μια Κυριακή μετά τη λειτουργία, δώδεκα χρονών ήμουν τότε, ανέβηκα μαζί με τον πατέρα μου την κεντρική σκάλα του δημαρχείου. Ψάχναμε την πόρτα της δημοτικής βιβλιοθήκης. Ποτέ δεν είχαμε πάει εκεί. Για μένα, ήταν κάτι σαν γιορτή». Σελ. 104

«Ο πατέρας μου ήταν αλέγρος από τη φύση του, του άρεσε να λέει ιστορίες, να χωρατεύει με τους άλλους». Σελ. 32

«Με πήγαινε στο σχολείο με το ποδήλατό του. Περαματάρης από τη μια όχθη στην άλλη, με ήλιο και βροχή.

Ίσως η πιο μεγάλη του περηφάνια ή ακόμα και ο λόγος της ύπαρξής του: το γεγονός ότι ανήκω στον κόσμο που εκείνον τον είχε καταφρονήσει». Σελ. 105

«Αναζητούσα τη φιγούρα του πατέρα μου σε άλλους ανθρώπους, στον τρόπο που φωνάζουν τα παιδιά τους, που κάθονται βαριεστημένοι σε αίθουσες αναμονής, που αποχαιρετούν γνέφοντας στις αποβάθρες των σταθμών. Σε ανώνυμες φιγούρες που συναντούσα οπουδήποτε, που έφεραν εν αγνοία τους τα σημάδια της επιτυχίας ή της ταπείνωσης, ξανάβρισκα την ξεχασμένη πραγματικότητα της μοίρας του». Σελ. 95