MAJA LUNDE-Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ, κριτική βιβλίου

Written by

To νέο βιβλίο της Maja Lunde, της Ράκελ Κάρσον της εποχής μας, είναι ένα βιβλίο για το νερό και την ιστορία του, για το πόσο πολύτιμο μας είναι, κάτι που το καταλαβαίνουμε, δυστυχώς, μόνο από την έλλειψή του. Η συνέχεια της τετραλογίας του περιβάλλοντος μετά την εξαιρετικά επιτυχημένη “Ιστορία των μελισσών”, δεν υπολείπεται ούτε στο ελάχιστο του πρώτου βιβλίου της Lunde σε καταιγιστική δράση, μεστό, καθαρό λόγο και άφθονα οικολογικά μηνύματα αφύπνισης. Οι χρόνοι αφήγησης είναι τρεις το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, όπως γινόταν και στο πρώτο μέρος της τριλογίας. 

Το παρόν αφορά τη Νορβηγία του 2017, όταν η εβδομηντάχρονη ακτιβίστρια Σίνε φεύγει με ένα σκάφος, κουβαλώντας ένα πολύτιμο, όπως θα αποδειχτεί, φορτίο για τη Γαλλία, προκειμένου να έρθει αντιμέτωπη με το επώδυνο παρελθόν της.
Μέσα από την αφήγηση του παρόντος, η Σίνε αναπολεί το παρελθόν της, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, τότε που η ίδια ήταν ακόμη παιδί και η ανεπανόρθωτη καταστροφή που θα συντελούταν στη φύση τα επόμενα σαράντα χρόνια βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Τότε το περιβαλλοντικό κίνημα άρχιζε να κάνει δειλά τα πρώτα του βήματα, ερχόμενο σε σφοδρή σύγκρουση με τα κατεστημένα οικονομικά συμφέροντα και την ολοένα και περισσότερο αυξανόμενη απληστία των ανθρώπων για κέρδος και ανάπτυξη. Η Ιστορία και η κλιματική αλλαγή μας έδειξαν ήδη ποιος κέρδισε σε αυτή τη διαμάχη, τα χειρότερα όμως δεν έχουν έρθει ακόμη. Διότι, μέσα σε είκοσι μόλις χρόνια από σήμερα, τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα και να αλλάξουν άρδην τη σχετικά ανέφελη- σε σχέση με το μέλλον- καθημερινότητά μας.

Αυτό μας φέρνει στο μέλλον, τον τρίτο χρονικό άξονα του βιβλίου, το 2041, τότε που διαδραματίζεται η μία από τις δύο παράλληλες ιστορίες. Ο Νταβίντ και η μικρή του κόρη προσπαθούν απεγνωσμένα να διαφύγουν από τη νότια Γαλλία προς τον βορρά, αφού η νότια Ευρώπη πλήττεται από παρατεταμένη ξηρασία και ανομβρία. Σε έναν κόσμο όπου το νερό σπανίζει τόσο πολύ που θέτει σε κίνδυνο τις ζωές των ανθρώπων στην Ευρώπη και όχι μόνο στην Αφρική, η καθημερινότητα των αμέτρητων προσφύγων μετατρέπεται σε κόλαση μέσα σε καταυλισμούς όπου κυριαρχούν η βρωμιά, η έλλειψη νερού, ο χωρισμός των οικογενειών, η δυσεντερία λόγω της κατανάλωσης  μολυσμένου νερού και το συχνό ξέσπασμα πυρκαγιών. Οι άνθρωποι του 2041 νοσταλγούν την παλιά τους ζωή και τη θέλουν πίσω απεγνωσμένα. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί αφού φρόντισαν γι’ αυτό οι άνθρωποι του σήμερα, οι άνθρωποι του 2017 που είχαν ακόμη τα πάντα σε αφθονία. Το μόνο που δεν υπήρχε τότε σε πληθώρα ήταν οι φωνές που διαφωνούσαν με τις τότε αντιπεριβαλλοντικές και αναπτυξιακές πολιτικές, οι φωνές όπου τότε λοιδορούνταν ως οι εχθροί της προόδου. Όλα όμως μοιάζουν εντελώς διαφορετικά το 2041, τότε που σε αντίθεση με το 2017, όλα είναι πλέον λιγοστά, υλικά αγαθά και μη: η τροφή, η παροχή ιατρικής βοήθειας, η παιδική ηλικία, η χαρά, η ξενοιασιά, οι φίλοι,  η οικογένεια και, πάνω απ’ όλα, το νερό.

Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, εσωτερική, οι μνήμες των προσώπων από την προηγούμενη ζωή τους διάχυτες και έντονες και η συγγραφέας μας επιτρέπει να γίνουμε κοινωνοί των πιο μύχιων σκέψεων τόσο της ηλικιωμένης Σίνε, όσο και του Νταβίντ, του τραγικού πατέρα που αγωνίζεται για την επιβίωση του παιδιού του σε έναν κόσμο ολοένα και πιο εχθρικό προς αυτούς. Η έντονη αντίθεση μεταξύ των δύο χρονικών περιόδων κάνει την έλλειψη του νερού να φαντάζει ακόμη πιο ανυπόφορη και το μήνυμα που θέλει να περάσει η συγγραφέας με το παρόν πόνημα γίνεται ακόμη πιο δυνατό: ας δράσουμε τώρα, προτού να είναι αργά για όλους μας. Μία ηχηρή προειδοποίηση ανάλογη με εκείνη που μας είχε υποβάλει ήδη το 1962 με τη Σιωπηλή Άνοιξη η Κάρσον.

Πρόκειται για ένα βιβλίο καλογραμμένο που διαβάζεται απνευστί και υπόσχεται να κάνει τους αναγνώστες  να βιώσουν τα πιο δυνατά συναισθήματα: πόνο, θλίψη, απέχθεια, συμπόνια, ακόμη και χαρά ενίοτε, κυρίως όμως οργή για την επιμονή ορισμένων ανθρώπων, τότε και σήμερα, να μην συνειδητοποιούν πόσο σημαντική, αλλά και πόσο εύθραυστη, είναι η αρμονική συνύπαρξη με τον πλανήτη που μας φιλοξενεί.

cityculture.gr/ γράφει η Λεύκη Σαραντινού