ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Written by

Παρά το μουντό, σκουρόχρωμο και «φθινοπωρινό» θα λέγαμε, εξώφυλλό του, σε συνδυασμό με τον εξίσου σκοτεινό τίτλο, το βιβλίο της Κατερίνας Καριζώνη, Το λυκόφως του Αιγαίου θεωρώ ότι είναι ένα βιβλίο κατεξοχήν καλοκαιρινό, γεμάτο από τα χρώματα και τα αρώματα του Αιγαίου και των νησιών του. Συνάμα, το περιβάλει μια αύρα τυχοδιωκτισμού, απατεωνιάς, καιροσκοπισμού και ωμής βίας, όλα αυτά τα στοιχεία δηλαδή που χαρακτήριζαν τον πειρατικό κόσμο της «Άσπρης Θάλασσας» όπως την αποκαλούσαν οι Οθωμανοί τον 17ο αιώνα. Πώς ορίζουμε όμως τους όρους κούρσος και πειρατεία οι οποίοι αποτελούν το κεντρικό θέμα του βιβλίου;

Ο πειρατής δρα μόνος του, ο κουρσάρος δρα υπό τη σημαία κάποιου κράτους στο όνομα του οποίου σκυλεύει τα ανυποψίαστα και άτυχα πλοία που θα βρεθούν στον δρόμο του. Βέβαια, σύμφωνα με τη συγγραφέα η πειρατεία δεν είναι παρά «πάθος, τζόγος και πυρετός, κι η θάλασσα υγρή ρουλέτα, όπου ποντάρεις την τύχη σου και τη ζωή σου». Ας δούμε τώρα ένα ένα με τη σειρά τα στοιχεία που απαρτίζουν το Λυκόφως του Αιγαίου:

Πρώτον, ο χρόνος του βιβλίου: ο ταραγμένος 17ος αιώνας με χριστιανούς και μουσουλμάνους να ερίζουν για την κυριαρχία στο Αιγαίο και στα εδάφη της ανατολικής Μεσογείου. Οι αλλαγές που έχουν επιφέρει τα δύο σημαντικότερα γεγονότα του 15ου αιώνα, η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και η τυπογραφία, έχουν ήδη διαμορφώσει το αλλαγμένο σκηνικό των αιώνων που θα ακολουθήσουν, οι ανακαλύψεις και τα υπερατλαντικά ταξίδια συνεχίζονται, η Βενετία βρίσκεται σε υποχώρηση μπροστά στην οθωμανική λαίλαπα, αλλά και η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν και παντοδύναμη ακόμη, αρχίζει να δείχνει τα πρώτα συμπτώματα παρακμής. Το τάγμα των Ιωαννιτών ιπποτών της Μάλτας παίζει καθοριστικό ρόλο στην πειρατική δραστηριότητα της Μεσογείου, αν και έχει απολέσει κι εκείνο ένα μέρος του σφρίγους του. Προτεστάντες και καθολικοί ερίζουν μεταξύ τους, καθολικοί και ορθόδοξοι ιεραπόστολοι συναγωνίζονται για την προσηλυτισμό των υπόδουλων στους Τούρκους Ελλήνων. Στις περισσότερες από τις ελληνικές χώρες πέφτει βαριά η σκιά της Ημισελήνου, ενώ ελάχιστες περιοχές βρίσκονται πλέον, συχνά περιστασιακά μόνο, υπό λατινική κυριαρχία. Σε αυτόν ακριβώς τον κόσμο των νησιών του Αιγαίου, που βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, μεταξύ της οθωμανικής, ελληνικής, πειρατικής και λατινικής κυριαρχίας εστιάζει το Λυκόφως του Αιγαίου.

     Δεύτερον, ο τόπος: απόσπασμα από την περιγραφή της Μήλου (Σελ.282), ενός νησιού που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο: «Το φως εκτυφλωτικό, αντανακλούσε πάνω στον καθρέφτη του νερού, χτυπούσε στη λευκή πέτρα και διαχέονταν τριγύρω. Φως, πέτρα, νερό, τα τρία πολύτιμα αγαθά της Μήλου, του αγαπημένου νησιού του Ιωάννη Κάψη. Κι από πάνω ο ουρανός, ηλιόλουστος, διαυγής, σπάνια τον λέρωναν τα σύννεφα, οι άνεμοι φυσούσαν δυνατά και τα έπαιρναν μακριά, όπως έπαιρναν τα πλοία και τους ανθρώπους, όπως έπαιρναν τις ψυχές των ποντοπόρων και των πειρατών. Το Αρχιπέλαγος ένα πέρασμα μέσα από το φως. Και τα νησιά διαμαντικά της θάλασσας, που άλλα τα άπλωνε η ίδια με καμάρι πάνω στα νερά κι άλλα τα έκρυβε βαθύτερα στα σκοτεινά της σπλάχνα». Το σκηνικό του βιβλίου το αποτελούν τα κρυσταλλένια νερά του Αιγαίου, κυρίως οι Κυκλάδες και δευτερευόντως τα Δωδεκάνησα και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, καθώς και οι δαντελωτές ακτές της ηπειρωτικής χώρας, και πιο πολύ της Πελοποννήσου και της ανυπόταχτης και άγριας Μάνης. Το σκηνικό όμως τα αποτελούν και τα κάθε λογής πλεούμενα που αρμενίζουν ανέμελα στις σελίδες του βιβλίου: γαλιότες, μύστικα, μπρίκια, φελούκες, γαλιόνια, φούστες, πολάκες, μπριγκαντίνια και άλλα πολλά που θα καταπλήξουν τον αναγνώστη ως προς την ποικιλία των ονομάτων και των σχεδίων τους. Και ας μην ξεχνάμε ότι τα πλεούμενα κάθε άλλο παρά άψυχοι πρωταγωνιστές είναι αφού σύμφωνα με την Κατερίνα Καριζώνη: « Όλα τα καράβια έχουν ψυχή. Την ψυχή των καπετάνιων και των ναυτικών τους, το άρωμα των ταξιδιών, των ονείρων τους και προπαντός των λιμανιών τους».

Τρίτον, οι άνθρωποι: πρωτίστως οι σκληροτράχηλοι κουρσάροι, όλοι όσοι σκοτώνονται για να αποκτήσουν το Αιγαίο, όπως μας λέει η συγγραφέας, δηλαδή Έλληνες, Κορσικανοί, Γάλλοι, Βερβερίνοι και Ιππότες του τάγματος του Αγίου Ιωάννη.  Τα τρία αδέλφια Κάψη, ο Ούγκω ντε Κρεβελιέ, ο Γκαμπριέλ ντε Τεμερικούρ, οι Δανιήλ και Μιχελής από τη Μάνη είναι λίγοι μόνο από τους πρωταγωνιστές. Δευτερευόντως, οι άνθρωποι πίσω από τους πειρατές, εκείνοι που τους γνώρισαν και έζησαν μαζί τους, όπως οι γυναίκες και οι ερωμένες τους που τους καρτερούν νύχτα και μέρα, χρόνια ολόκληρα να φανούν πίσω από τα αφρισμένα κύματα, τα παιδιά τους που μεγαλώνουν με την απουσία του γονιού τους, αλλά και ικανοί χαρτογράφοι, μνησίκακοι καλόγεροι, φανατικοί μισιονάριοι, φλύαροι υπηρέτες, υπάκουες ορντινάτσες που συνήθως συμμορφώνονται, αλλά μνησικακούν με τα κελεύσματα των αυστηρών αφεντικών τους.

Και τέλος η ίδια η ζωή και τα γεγονότα: πόλεμος και κίνδυνος, αίμα και βία, όπως ναυμαχίες και  ρεσάλτα, πολιορκίες και πολεμικές συρράξεις με αμφίρροπη έκβαση, αιχμαλωσίες και φυλακίσεις, σφοδρές τρικυμίες που αλλάζουν απρόβλεπτα τη μοίρα των κουρσάρων, ακόμη και γεγονότα εν πολλοίς άγνωστα στο ευρύ κοινό όπως η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας το 1650 και ο έκτος βενετοτουρκικός πόλεμος του τέλους του 17ου αιώνα. Δεν λείπουν όμως και εικόνες ειρηνικές, όπως εκείνες του τρυφερού έρωτα, των συζητήσεων, των γαμήλιων γλεντιών, των χριστουγεννιάτικων λιτανειών και εξορκισμών.

Η μυθοπλασία λοιπόν, έχοντας ως αφετηρία συγκεκριμένα περιστατικά από τη πολυτάραχη ζωή των κουρσάρων καταπιάνεται με ζητήματα όπως η παραβίαση των συμφωνιών από τους παράνομους του Αιγαίου, η οποία όμως θεωρούταν νόμιμη σύμφωνα με τον δικό τους κώδικα τιμής, το ξεγέλασμα του αντιπάλου, ακόμη και η γενναιότητα που οι πειρατές επιδείκνυαν απέναντι στον θάνατο.

Το Λυκόφως του Αιγαίου επομένως κινείται στα όρια του μαγικού ρεαλισμού με τις γλαφυρές περιγραφές του να εστιάζουν σε ένα άγνωστο για τους περισσότερους κομμάτι της ιστορίας του τόπου μας και με γλώσσα λυρική, μεστή και, ίσως, σχεδόν ποιητική σε κάποια σημεία. Αποτελεί  αδιαμφισβήτητα ένα πρωτότυπο ανάγνωσμα, από τα λίγα που έχει να προσφέρει σήμερα η ελληνική αγορά. Όσο ο αναγνώστης προχωράει προς το τέλος του, τόσο περισσότερο μαγεύεται και τελικά θα το αφήσει με θλίψη από τα χέρια του όταν το τελειώσει, πιο πλούσιος όμως σε γνώσεις, συναισθήματα και εικόνες της ιστορίας και του Αιγαίου. Η παράθεση της ιστορίας όμως δεν είναι στείρα. Ούτε επαφίεται η Καριζώνη σε μια απλή περιγραφή των βίων των κουρσάρων. Αντιθέτως, παίρνει μόνο εκείνα τα περιστατικά από τις ζωές των σκληροτράχηλων πειρατών που είναι αναγκαία για να δημιουργήσει μία μυθοπλασία με συνέχεια και με την απαραίτητη λογοτεχνική υπόσταση, πλαισιωμένα από την ειδυλλιακή μυστηριακή ατμόσφαιρα του Αιγαίου και των κρίσεων στις οποίες προβαίνει η ίδια που και που για τις πράξεις των πρωταγωνιστών της.

     Εν κατακλείδι, μπορεί ο τίτλος του βιβλίου να μας δείχνει ότι η ανατολή της ελευθερίας ήταν ακόμη μακριά για τους υπόδουλους Έλληνες και ότι θα έπρεπε να περιμένουν έναν αιώνα ακόμη γι’ αυτήν. Ηλιαχτίδες φωτός όμως έπεφταν κατά διαστήματα και φώτιζαν τις ακτές και τα νησιά τους, όπως φαίνεται από την περίπτωση της Μήλου. To 1821 και η απελευθέρωση ήταν κάτι που, όπως φάνηκε από το βιβλίο της Καριζώνη δεν ήταν τελικά τόσο μακριά τον 17ο αιώνα, τουλάχιστον για τον ταραχώδη κόσμο του Αιγαίου, ο οποίος, όπως φαίνεται, ήταν πάντοτε σε αναβρασμό. Σε τέτοιες λοιπόν άγνωστες πτυχές του ελληνικού θαλάσσιου βίου εστιάζει το Λυκόφως του Αιγαίου.

cityculture.gr/ γράφει η Ελευθερία Σαραντινού