Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, ΓΟΥΕΝΤΙ ΓΚΕΡΑ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Written by

ΓΟΥΕΝΤΙ ΓΚΕΡΑ
Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΣΠΑΝΙΚΑ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΝΤΟΥΜΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Με  κριτική  διάθεση, με επαναλαμβανόμενα κλισέ μοτίβα στον αφηγηματικό  τρόπο, με  πρόδηλες -νοηματικά- αναφορές σε συγγραφείς όπως ο Μίλαν Κούντερα, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, η Χέρτα Μύλλερ, το βιβλίο, Η Κυριακή της επανάστασης, της Γουέντι Γκέρα. Διαδραματίζεται  στην Κούβα του Φιντέλ Κάστρο  και των κατοπινών χρόνων διακυβέρνησης – στην μετεξέλιξη της εξουσίας- του Ραούλ Κάστρο.

Μια  νεαρή γυναίκα στην Κούβα, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα παρελθόν κι ένα όνομα πατέρα που μέχρι τότε  της είναι άγνωστο. Οι γονείς της, γιατροί και οι δύο, έχουν σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα από το οποίο εκείνη επέζησε. Η ηρωίδα του βιβλίου, η ποιήτρια  Κλέο, βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ταυτότητες και δύο πατρίδες. Αγνοεί  γιατί η μητέρα της μπορεί να της έκρυψε την αλήθεια γύρω από το πραγματικό  όνομα και την δράση του πατέρα της. Προσπαθώντας να προσαρμοστεί στην νέα κατάσταση διαχείρισης του πένθους και της απώλειας, καθώς και της ψυχοσυναισθηματικής και πολιτικής της ωρίμανσης, αντιδρά  στις  μεθόδους παρακολούθησης και βίαιης υφαρπαγής και ελέγχου του έργου της.

Η  ιστορία  αφήνει κάποια κενά πλοκής στην υποτιθέμενη αληθοφάνειά της ενώ   υπαινίσσεται την οδύσσεια της  αναζήτησης στοιχείων  από αρχεία υπηρεσιών, πηγές του διαδικτύου και μαρτυρίες προσώπων. Η ηρωίδα της ιστορίας, εν  όψει  της διαδικασίας  διερεύνησης του παρελθόντος και παράλληλα αναζητώντας διέξοδο στον κλοιό της ανελευθερίας που περιγράφει, θα βρεθεί στο εξωτερικό. Θα συναντηθεί με εξόριστους Κουβανούς, παλιούς και νέους φίλους, θα δει έναν άλλο κόσμο και τρόπο ζωής, διαπιστώνοντας αυτονόητες αλήθειες  για την αξία και την μοναδικότητα των βιωμάτων της ζωής της αλλά και της καλλιτεχνικής  της υπόστασης. Στο  τελευταίο ταξίδι επιστροφής στην Κούβα της αρνούνται την αποβίβαση και σ’ αυτό το  μετέωρο διάστημα, με την  έκλαμψη της βεβαιότητας ότι ανήκει σ’ αυτή τη γη κατασταλαγμένη μέσα της, αποχαιρετάει το νησί και την ζωή της, αναχωρώντας με την  πτήση επιστροφής για το Παρίσι.

Στην περιγραφή των καταστάσεων, με μια,  βιωματικού  χαρακτήρα, προσωπική ένταση αντίδρασης, διολισθαίνουν στίχοι τραγουδιών και ποιήματα, εικόνες όψεων της ζωής του παρελθόντος,  αναφορές και νύξεις σχετικά με το ταμπεραμέντο  και  τα  πολιτισμικά χαρακτηριστικά της κουβανέζικης κοινωνίας, όπως  αποτυπώνονται  και ενσαρκώνονται στο μοναδικό φυσικό τοπίο του νησιού και στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων.

Νοσταλγία, ταυτότητα, η ποίηση και η μουσική, τα τοπία και η πόλη της Αβάνας, τα ταξίδια, οι απαγορεύσεις και τα όνειρα, φαντασιώσεις και έρωτες, η ζωή και το θάμβος της νιότης, η ανάμνηση, οικογενειακές ιστορίες και μυστικά, πολιτική και ελευθερίες, συγκρίσεις και αντιφάσεις στην  ιδιαιτερότητα  της καθημερινότητας, είναι τα θέματα που αναδύονται πίσω από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση.

Αποσπάσματα:

 «Από μικρή έχω διασχίσει την Πλάσα ντε λα Ρεβουλοσιόν τρέχοντας, χορεύοντας, παρελαύνοντας, μέσ’ από το αμάξι, με το βλέμμα, όμως σήμερα δείχνει διαφορετική, γιατί ο χειμώνας στην Αβάνα απαλύνει το θέατρο που καλούμαστε να παίξουμε, τα πάντα δείχνουν καθάρια και σήμερα βρίσκω έναν κυνικό λυρισμό σ’ όλα αυτά τα σύμβολα. Οι φρουροί με κοιτούν από μακριά, μπροστά μου φτερουγίζει μια χτεσινή εφημερίδα και μια κεχριμπαρένια πεταλούδα». Σελ.107   

«Κανείς δεν με ρώτησε αν η καρδιά μου βρισκόταν αριστερά ή δεξιά, κανείς δεν μάντεψε ποια ήταν η θέση μου σε σχέση μ’  αυτή την πολυετή κυβέρνηση. Αυτό το είχαν αποφασίσει ήδη για λογαριασμό μου. Ήμουν μια αντιφρονούσα και με «πρόσεχαν». Σελ. 24

Γουέντι Γκέρα

«Τότε θυμήθηκα ένα ποίημα του Εμπέρτο Παντίγια που είχα διαβάσει για πρώτη φορά στη Βαρκελόνη.

ΠΕΣ ΑΛΗΘΕΙΑ
Πες, τουλάχιστον, την αλήθεια σου.
Και μετά
άσε να γίνει ό,τι θέλει.:
να σου σκίσουν την αγαπημένη σου σελίδα,
να σου σπάσουν με πέτρες την πόρτα,
ο κόσμος
να συρρεύσει μπροστά στο κορμί σου
σαν να ήσουν
 ιδιοφυΐα ή νεκρός». Σελ. 149

«ΠΡΕΠΕΙ να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος που νιώθει μόνος στην Αβάνα σήμερα. Ζω σ’ αυτή την ετερόκλητη, έντονη, άμυαλη και σκόρπια πόλη, όπου η ιδιωτική ζωή και η διακριτικότητα, η σιωπή και το μυστικό, είναι σχεδόν θαύμα· σ’ αυτόν τον τόπο στον οποίο το φως σε βρίσκει όπου και να κρύβεσαι. Ίσως γι’ αυτό, όταν κανείς εδώ  νιώθει μόνος, στην πραγματικότητα τον έχουν εγκαταλείψει». Σελ. 13

«Όταν βρίσκομαι στην Κούβα πρωταγωνιστικό ρόλο έχει το τοπίο, η μυρωδιά των ώριμων μάνγκο, η μανία της θάλασσας που επιμένει να γκρεμίσει τον τοίχο, η φρενήρης επιθυμία των ανθρώπων που πίνουν ρούμι για να ηρεμήσουν σε σκοτεινές γωνιές». Σελ. 47

«…βουτώντας στα έγκατα των ονείρων μου, παίρνοντας όρκο τελικά να φτάσω στον βυθό του ζητήματος και στις απαρχές του εαυτού μου». Σελ.86

«Ο δρόμος του αλατιού είναι ο προθάλαμος για να φτάσεις στο σπίτι μου μέσω θαλάσσης. Η Αβάνα είναι μια πιατέλα με αλάτι που περιβάλλεται από νερό». Σελ. 25

«Το σώμα μου το διαπέρασε μια κρίση κλειστοφοβίας. Εκεί έξω βρίσκεται η χώρα μου. Έχω ανάγκη να τρέξω να καταφύγω στο σπίτι μου, αλλά δεν μου το επιτρέπουν. Είναι σαν εφιάλτης.

Απογειωνόμαστε. Σιγά σιγά νιώθω την Κούβα να ξεκολλάει απ’ το σώμα μου. Η ψυχή μου προσπαθεί να συγκρατήσει το έδαφος, αλλά εκείνο μ’ εγκαταλείπει, αποκολλάται, βρίσκομαι ήδη στον αέρα, μου κόβεται η αναπνοή, πνίγομαι, διαλύομαι λίγο λίγο, γίνομαι νερό κι αλάτι.

Χωρίς την Κούβα δεν υπάρχω.

Εγώ είμαι το νησί μου». Σελ. 195