ΚΟΜΠΟ ΤΟΝ ΚΟΜΠΟ της Δήμητρας Λουκά, βιβλιοκριτική

Written by

ΔΗΜΗΤΡΑ ΛΟΥΚΑ
ΚΟΜΠΟ ΤΟΝ ΚΟΜΠΟ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Εκδόσεις Κίχλη

Ιστορίες ανθρώπων όπως τις αφηγούνται οι ίδιοι σε τρίτα πρόσωπα συνθέτουν τον κορμό του βιβλίου, Κόμπο τον κόμπο. Ξεδιπλώνονται αυτές οι αφηγήσεις  ως εξομολογήσεις, εκμυστηρεύσεις και  αναδιηγήσεις του παρελθόντος βίου και των τραγικών βιωμάτων της ζωής, έτσι όπως την έζησαν τα πρόσωπα των ιστοριών αυτών.

Πρόκειται για συλλογή 22 διηγημάτων, τυπωμένη  σε πολυτονικό σύστημα, ένα σώμα μικροϊστοριών χρωματισμένων από το στοιχείο της προφορικότητας ενσωματωμένο αβίαστα στον  ρυθμό και στον λόγο της αφήγησης. Διηγήματα εικόνων ενός αλλοτινού τρόπου ζωής σε τοπία κλειστών κοινωνιών του μικρόκοσμου των χωριών  και της επαρχίας, την εποχή της κατοχής, του εμφυλίου και άλλων ιστορικών περιστάσεων, συνυφαίνονται σε ένα μωσαϊκό αντιθετικών δυνάμεων  και αντίξοων συνθηκών.

Περιπέτειες και πάθη της ζωής, γεγονότα που καταγράφηκαν στην μνήμη  και σημάδεψαν  τα  βιώματα και την εμπειρία των αφηγητών, ξετυλίγονται ως γενεαλογικά χρονικά του παρελθόντος. Περιστατικά ιδωμένα  από  απόσταση  χρόνου και εκφρασμένα με τον ήχο της ντοπιολαλιάς του χωριάτικου ιδιώματος, αποτυπώνουν  την αμεσότητα παθών, ενστίκτων και επιθυμιών, καταγράφοντας με πίκρα και θέματα -ταμπού σε ιστορίες ανήθικων και εγκληματικών πράξεων.

Τα πρόσωπα των ιστοριών είναι συνδεμένα με  δεσμούς  αίματος και υπακούν σε κανόνες που αντανακλούν έναν κόσμο φυσικό και πρωτόγονο. Η ζωή ορίζεται ως μια ενότητα έλλογων και άλογων στοιχείων αντλημένων από το υλικό της παράδοσης, των δοξασιών, των θρύλων, των ονείρων και των προσδοκιών αλλά και των αρχών της κοινοτικής ζωής, των ενστίκτων και της συνείδησης.

Τα θέματα των διηγημάτων αντικατοπτρίζουν κώδικες ζωής περασμένων καιρών  ιχνηλατώντας στοιχεία αξιών όπως η τιμή, το όνομα, η παλληκαριά, η αθωότητα, η πίστη, το σθένος, η αγάπη, η φιλία, η συγχώρεση, η θυσία, το χρέος.

Ο σκληρός κόσμος της επαρχίας, καθρέφτης συμπεριφορών, αντιδράσεων, πράξεων, συμβουλών, δοξασιών, συλλογισμών, αποτυπώνεται στις τραχιές όψεις του, σε ιστορίες που συμπυκνώνουν  την στάση των απλών ανθρώπων μπροστά στο ακατάλυτο θαύμα  της ζωής και στο  μυστήριο του θανάτου. Τελετουργίες, έθιμα, συνήθειες, αναδύονται βιωματικά μέσα από την πλοκή και την δράση, δημιουργώντας την ανάλογη ατμόσφαιρα.

Η οπτική μετατοπίζεται δίνοντας τον λόγο στα διαφορετικά πρόσωπα να εκθέσουν  -με τα δικά τους λόγια- μύχιες σκέψεις και συναισθήματα σε μια διαδικασία αποκαλυπτικής κάθαρσης. Κάποιες αφηγήσεις αφήνονται μετέωρες όλες όμως επικεντρώνονται στο καίριο του θέματος με την εκφραστική και αλάθητη αίσθηση των λαϊκών ανθρώπων.

Αφηγητές και ακροατές αλλάζουν από διήγημα σε διήγημα, σε μια μετωνυμία ποικίλων φωνών, εκείνης της αρχέγονης διεργασίας που αναδεύει το πέπλο ιστοριών και παραδίδει το συναισθηματικό τους φορτίο σε επόμενες γενιές, κληρονομιά μνήμης πριν την συνθήκη της λήθης. Και αυτή είναι η αξία του εγχειρήματος: μια αίσθηση βεβαιότητας τόσο  όσων μπόρεσαν και έτυχε να ειπωθούν, όσο και μια υπονόηση όσων χάθηκαν στη ροή του χρόνου και της κοινωνικής εξέλιξης, στην διαταραχή και διάσπαση  της συνθήκης ομιλητή- αφηγητή και ακροατή.

 Αποσπάσματα

«Μετά γίνηκαν και πράματα που δεν τα ξέρεις,  για τούτο θα σ’ τα πω κόμπο τον κόμπο». Κόμπο τον κόμπο Σελ.31

«Τότες κατάλαβα που ο άνθρωπος άμα αλέθεται με τούτο και με κείνο, θέλει δε θέλει, λησμονάει τους πεθαμένους, λησμονάει και τους ζωντανούς που ‘χει χρόνια πολλά να  τους δει, γιατί και κείνοι πεθαμένοι λογαριάζονται μέσα τ’. Έτσι τη συχώρεσα τη μάνα μ’, και με τη συχώρεση τη δική της γίνηκε το κλάμα μ’ τραγούδι, και από τότες πορεύτκα στη ζωή αχόλευτη ως τα σήμερα».  Συχώρεση Σελ. 15-16

«Είμαι πέντε χρονών. Μου λείπουν τα δυο μπροστινά δόντια, αλλά χαμογελώ με αυταρέσκεια. Η μάνα μου κοιτάζει την κάμερα με άδειο βλέμμα. Το πρόσωπό της είναι γεμάτο ρυτίδες. Είναι στα είκοσι οκτώ, αλλά φαίνεται σαράντα.   Αυτή είναι και η μοναδική φωτογραφία που έχω από τα παιδικά μου χρόνια» Κόκκινη πουά κορδέλα με φιόγκο Σελ. 40

«Αλλά μου ‘λεγε κι ιστορίες ώρες πολλές, κι εγώ δεν έβγανα άχνα, γκούρλωνα τα μάτια και παρακάλαγα μέσα μ’ να μην τελειώσει ποτές, γιατί τα λόγια γένονταν τραγούδια στο στόμα του Σπύρου, τόσο ωραία τα ‘λεγε…Τι για τον Οδυσσέα που ξεγέλασε εκειά τα χαϊβάνια τους Τρώες, τι για κειον τον κερατά τον Πολύφημο που του ‘φαε τόσους συντρόφους, κι άλλα κι άλλα, δεν τα θυμιέμαι τώρα…» Γκρας Σελ. 49

«Όσο να ‘ρθεις πάλι, μπορεί να την έχω χάσει τη λαλιά μου, Σοφούλα μ’. Ε, τότες θα πούμε κι εκειά που δε λέγονται», μου είπε γελώντας». Σαρκό  Σελ. 98

«Θυμιέσαι τι νόστιμο μας είχε φανεί το καρβέλι; Δεν το χόρταιναμ’. Αλλά δεν ήταν το αμερικάνικο τ’ αλεύρι, αδελφή μ’, που ‘ταν νόστιμο, ήταν τα δάκρυα τ’ αρμυρά  της μάνας την ώρα που το ζύμωνε που το ‘χαν νοστιμέψει τόσο».  Κόκκινη πουά κορδέλα με φιόγκο Σελ. 43

«Για να μάθεις τι γίνηκε τότες, δε χρειάζονται τα γράμματα. Όσα θ’ ακούσεις, πρέπει να τ’ ακούσεις με τ’ αυτί του προσκυνητή της εκκλησιάς, και όσα θα δεις, να τα τηράξεις με το μάτι του μικρού παιδιού που θιαμάζει, αλλά δε ρωτάει. Μόνο  τότες θα μάθεις την αλήθεια». Η υπόθεση της εξαφάνισης της κεφαλής του Λάμπρου Γκαμέρα Σελ. 101-102