Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο, Ζαν Πωλ Ντυμπουά, βιβλιοκριτική

Written by

ΖΑΝ ΠΩΛ ΝΤΥΜΠΟΥΑ
Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο
Μετάφραση: Μαρία Γαβαλά
Εκδόσεις Δώμα
Βιβλία στην Αθήνα

«Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο». Είναι ο τίτλος του βιβλίου του Γάλλου συγγραφέα Ζαν Πωλ Ντυμπουά. Ο αφηγητής είναι ένας άνδρας ο οποίος βρίσκεται σε μια φυλακή, εκτίοντας την ποινή του. Ο λόγος του εγκλεισμού για δύο χρόνια  στην φυλακή, θα αποκαλυφθεί σταδιακά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.

Η αφήγηση ξεκινάει με μία εικόνα. Χιονίζει εδώ και μία εβδομάδα. Είναι νύχτα και ο αφηγητής στέκεται στο παράθυρο ακούγοντας τον υπόκωφο θόρυβο του κτιρίου στο οποίο βρίσκεται, συγχρωτισμένο με το  κρύο και τον θρυμματισμό της  συστολής του πάγου. Είναι η φυλακή του ποταμού. Αυτή την ώρα η φυλακή κοιμάται.  Συγκάτοικος  του αφηγητή, στο ίδιο κελί, είναι ο καταδικασμένος για φόνο Πατρίκ Ορτόν, που εδώ και δύο νύχτες υποφέρει από πονόδοντο.

Αυτή είναι η αρχική συνθήκη. Η εξιστόρηση των συνθηκών  ζωής στις «φυλακές του Μπορντώ», στην πόλη  Μόντρεαλ του Καναδά. Παράλληλα ο αφηγητής ανοίγεται σε έναν κύκλο αναμνήσεων και ιστοριών της προγενέστερης ζωής του, αφηγούμενος την προσωπική του  ιστορία καθώς και εκείνη της οικογένειάς του. Ο πατέρας του είναι Δανός και η μητέρα του Γαλλίδα. Εκείνος πάστορας και εκείνη υπεύθυνη ενός κινηματογράφου τέχνης στην  Τουλούζη. Εκεί θα ζήσουν όλοι μαζί, μέχρι που κάποιες συνθήκες θα ανατρέψουν τις εύθραυστες ισορροπίες της οικογένειας. Ο πατέρας θα αναγκαστεί να ζήσει στον Καναδά, πάστορας  στην  πόλη των ορυχείων Θέτφορντ Μάινς. Εκεί θα καταφύγει και ο γιος-αφηγητής- ο Πωλ Χάνσεν. Θα εργαστεί ως θυρωρός-επιστάτης στο κτίριο Excelsior στο Μόντρεαλ. Θα γνωρίσει την  Γουινόνα, μια Ινδιάνα που με το υδροπλάνο της πετάει πάνω από τις λίμνες του Καναδά. Θα ζήσουν μαζί μέχρι που στο κτίριο θα αναλάβει καθήκοντα ένας νέος διαχειριστής και όλα θα ανατραπούν. Ο πατέρας του ύστερα από μια ζωή μετρημένη και συνετή, θα υποκύψει στο πάθος για τις ιπποδρομίες και το καζίνο. Οι γονείς του θα πεθάνουν και ο ίδιος θα βρεθεί στην φυλακή, με τα νεκρά αγαπημένα πρόσωπα στις σκέψεις του να του κρατούν συντροφιά μέρα νύχτα. Όταν αποφυλακίζεται, αφού κλείσει παλιούς λογαριασμούς αποδίδοντας δικαιοσύνη, ονειρεύεται να επιστρέψει στην γενέτειρα του πατέρα του στην χερσόνησο Σκάγκεν. Και εδώ κλείνει ο κύκλος της αφήγησης.

Ο ρυθμός της εξιστόρησης αποτυπώνει ξεκάθαρα τις διαφορετικές-συγκλίνουσες συνθήκες ζωής των προσώπων που εμπλέκονται στην διαδρομή του μυθιστορήματος. Η αφήγηση τροχιοδρομείται  με αρμονικό τρόπο σε παράλληλες ταυτόχρονες στιγμές, στον συγχρονισμό σκέψεων, καθώς το υλικό της εξιστόρησης αφορά  γεγονότα του παρόντος όσο και αναμνήσεις του παρελθόντος.

Η  καθημερινότητα, το πρόγραμμα, η ιεραρχία και οι κανόνες της φυλακής, ο συγχρωτισμός ετερόκλητων ανθρώπων, οι συζητήσεις, οι εκμυστηρεύσεις, οι φοβίες, οι εντάσεις, οι αψιμαχίες, τα αιματηρά επεισόδια, οι θόρυβοι, το κρύο, το άνοστο φαγητό, ο χώρος, αποτυπώνονται εύστοχα  με τρόπο αβίαστο και φυσικό, τόσο στους διαλόγους όσο και στις περιγραφές. Παράλληλα αναδύεται ένας κόσμος κανονικής ζωής με χαρές, δυσκολίες, αντιφάσεις, αντιθέσεις  και προβλήματα.

Ο συγγραφέας με διάθεση κατανόησης και  αποδοχής, σμιλεύει πρωτότυπα το υλικό των αναμνήσεων σκιαγραφώντας χωρίς ωραιοποίηση χαρακτήρες και καταστάσεις. Οι  ιστορίες της οικογένειάς του, της παιδικής του ηλικίας, διάφορα γεγονότα της ενήλικης ζωής, διαπλέκονται με σκέψεις, χαραγμένες εικόνες στον απόηχο θρύλων, κηρυγμάτων, συζητήσεων, βιωμάτων, περιπετειών και αισθημάτων  στο φόντο συναισθηματικών δεσμών και κοινωνικών σχέσεων.

Οι εικόνες  της φύσης, των τοπίων, η ατμόσφαιρα οικογενειακών εκδρομών και άλλων στιγμών και δράσεων, αποτυπώνονται με μια λεπτή παρατηρητικότητα καταγραφής  μικρών λεπτομερειών. Περιγραφές  μηχανών, κινητήρων, αυτοκινήτων, αγώνων, κινηματογραφικών ταινιών, πινάκων ζωγραφικής, μουσικής,  καθώς και η παράθεση ποικίλων πληροφοριών σχετικά με κτίρια, διαδρομές, συστήματα, πρόσωπα και καταστάσεις, δίνονται με ένα ειρωνικό και αδιόρατο συνδυαστικό χιούμορ  στις τομές των ιστοριών και στις παρεκβάσεις, εμπλουτίζοντας τον τόνο της αφήγησης.

Οι δυσάρεστες καταστάσεις υποδηλώνονται και καταδεικνύονται με μια αίσθηση οξυδερκούς  και διεισδυτικής προσέγγισης της προοικονομίας των δεδομένων τους, στον  επιτονισμό  μιας διακριτικής κριτικής  σύνθετων θεμάτων.

Κοινωνιολογικής υφής παρατηρήσεις, κριτική πολιτικών παραμέτρων, θρησκευτικά ζητήματα και ηθικές κρίσεις, απορίες και προβληματισμοί,  ενσωματώνονται στην οπτική ζωής των προσώπων σε μια διάσταση αναζήτησης της αλήθειας και εξαγωγής συμπερασμάτων στο σχήμα από το επί μέρους στο όλον.

Αποσπάσματα:

«Κι ύστερα ξημερώνει,  όπως στους πίνακες ζωγραφικής, η μέρα φωτίζει απαλά τους ανθρώπους και τα πλοία, τους αμμόλοφους και τα κύματα.

Περπατώ στο δρόμο πλάι στη θάλασσα. Ονομάζεται  «østre strandvej». «Ο δρόμος της ανατολικής ακρογιαλιάς». Από μακριά διακρίνω το σπιτικό των Χάνσεν, ένα ψηλό οικοδόμημα με κόκκινη σκεπή. Κοιτάζει  στη Βαλτική. Ο άνεμος λυγίζει τα δέντρα και παρασέρνει την άμμο, που συσσωρεύεται γύρω από τα σπίτια.

Αναπνέω τον  θαλασσινό αέρα αυτής της νέας  χώρας. Τίποτε άλλο δεν έχω δικό μου.

Σε λίγο, στο τέρμα αυτού του μακρινού ταξιδιού, θα πάω να χαιρετήσω τους δικούς μου, θα χτυπήσω την πόρτα της εισόδου, κάποιος θα μου ανοίξει και, όπως μου έμαθε ο πατέρας μου, θα πω: « Jeg er Johannes Hansen søn».

«Είμαι ο γιος του Γιοχάνες Χάνσεν». Σελ.260-261 

«Στα μάτια μου η Γουινόνα αποτελούσε την υπέροχη επιτομή δύο αρχαίων κόσμων. Από την Ιρλανδή μητέρα της είχε κληρονομήσει τη δύναμη να σκαλίζει τη γη όπως κάνει κι η ζωή, παραμερίζοντας τα εμπόδια σαν να έπρεπε να πλάσει την κάθε μέρα με τα ίδια της τα χέρια. (…). Από την  μεριά των αυτοχθόνων προγόνων της, είχε διατηρήσει την ικανότητα να συντονίζεται με τον κόσμο που  δεν είναι χειροπιαστός, να  ενώνεται μαζί του,  διαβάζοντας τα μηνύματα του ανέμου, τα βροχερά σύννεφα, ή ακούγοντας τον τριγμό των δέντρων. Είχε μεγαλώσει στο κουβάρι των θρύλων, με ιστορίες διδακτικές που μιλούσαν για τις απαρχές των καιρών, για τότε που οι λύκοι  έμαθαν στους ανθρώπους να μιλούν, τους δίδαξαν την αγάπη, τον αμοιβαίο σεβασμό και την τέχνη να ζουν σε κοινωνία». Σελ. 183

«Υπάρχουν άπειροι τρόποι να χαραμίσεις τη ζωή σου. Ο παππούς μου διάλεξε ένα Σιτροέν  DS 19. Ο πατέρας μου, το δρόμο του κληρικού. Εγώ από τη μεριά μου προτίμησα να μπω  σ’ αυτό το κοσμικό μοναστήρι, το  οποίο  ανέλαβε να ρυθμίζει τις μέρες μου, με μια γλυκιά, μεθοδική οργάνωση της κάθε ώρας». Σελ. 155-156

«Πολύ αργότερα, μου διηγήθηκε τις αρκετά ιδιότυπες συνθήκες που τον έσπρωξαν στην καριέρα του πάστορα. Είναι μια ιστορία της άμμου, μιας άμμου κινούμενης, παρασυρμένης από την ιστορία και τον άνεμο.

Τον 14ο αιώνα, στο βόρειο άκρο της χερσονήσου, σε σχετική απόσταση απ’ την πόλη, χτίστηκε μια εκκλησία αφιερωμένη στους αγίους προστάτες των ναυτικών, πολύ κοντά στη θάλασσα. (…). Το 1775,  μια  τρομερή ανεμοθύελλα έφραξε με άμμο όλες τις εισόδους και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να σκάψουν στοές για να μπαίνουν στο ναό τους και να τελούν τις λειτουργίες τους. (…). Σήμερα, η άμμος έχει ενταφιάσει και σκεπάσει ολοκληρωτικά το κτήριο. Μόνο 18 μέτρα απ’ το καμπαναριό συνεχίζουν να ξεπροβάλλουν μέσα απ’  τους αμμόλοφους. Η θέα αυτής της ενταφιασμένης εκκλησίας, αυτού του ναυαγίου της πίστεως, γέννησε στον πατέρα μου την επιθυμία να γίνει ιερέας». Σελ. 29-30

«Εκείνη την εποχή η φυλακή δεν ήταν για μένα παρά μια θεωρητική έννοια, το ανώδυνο αποτέλεσμα μιας κακής ζαριάς στη Μονόπολη. Κι εκείνος ο κόσμος ο περιβεβλημένος με αθωότητα έμοιαζε φτιαγμένος για την αιωνιότητα· (…). Ναι, αγαπούσα εκείνη την εποχή, την ήδη μακρινή, όταν οι τρεις νεκροί μου ήταν ακόμη ζωντανοί». Σελ. 15

«Γεννήθηκα στην Τουλούζη, στις 20 Φεβρουαρίου 1955, γύρω στις 10 το βράδυ, στην κλινική των Βαφέων. Στο δωμάτιο που με έβαλαν, δυο πρόσωπα, εντελώς άγνωστά μου ακόμη, με κοιτάζουν να κοιμάμαι. Η νεαρή γυναίκα που είναι ξαπλωμένη πλάι μου μοιάζει να έχει έρθει από κάποια γιορτή· είναι πανέμορφη, χαμογελαστή, χαλαρή παρ’ όλη τη δοκιμασία του τοκετού. Είναι η Αννά Μαρζερί, η μητέρα μου. Εικοσιπέντε ετών. Ο άνδρας που κάθεται δίπλα της, προσπαθώντας να μην γέρνει πολύ στο κρεβάτι,  μοιάζει να έχει μεγάλο ανάστημα, είναι ξανθός, γαλανομάτης, με καθαρό, γλυκό, καλοσυνάτο βλέμμα. Είναι ο Γιοχάνες Χάνσεν, ο πατέρας μου. Είναι τριάντα ετών. (…). Όπως και να ‘χει, οι γονείς μου έχουν διαλέξει προ πολλού τα μικρά μου ονόματα. Θα ονομάζομαι, λοιπόν,  Πωλ Κριστιάν Φρεντερίκ Χάνσεν. Δύσκολο να βρεις πιο δανέζικο όνομα». Σελ. 27

«Κι ύστερα, όταν το βάρος του εαυτού σου και το αργό περπάτημα του χρόνου γίνονται υπερβολικά ασήκωτα, μπορείς απλά να παραιτηθείς παραδιδόμενος στον βραδύ και πεισματάρικο ρυθμό του ρολογιού της φυλακής…». Σελ. 19