Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη *κριτική

Written by

«…πόσα χτυπήματα μέχρι να πάψει να ακούει το σώμα του να τσακίζεται σαν ένα αλουμινένιο κουτάκι  που πατικώνει κανείς με τα δάχτυλά του; και στο κεφάλι του, ακόμα κι η ελπίδα είχε γίνει κομμάτια, όχι τώρα, όχι έτσι, και το αίμα στους κροτάφους, ίσως, το αίμα στο στόμα επίσης, εκεί όπου σκοτεινές λέξεις περιμένουν, όπως ο κόσμος όταν κοιμάται κάτω από το χιόνι,…»

«…την ώρα που ετοιμαζόταν να βγει από τη λήθη, αυτό που εγώ ονομάζω λήθη…δεν μπορεί να τελειώνουν όλα εδώ, όχι τώρα,…η ζωή θα αντέξει,…»

Λογοτεχνική καταγραφή ενός περιστατικού καταγεγραμμένου στις εφημερίδες  που απασχολεί  για λίγο και σε λίγες γραμμές τη σκέψη σαν είδηση. Όταν ο ξένος, διψασμένος και χωρίς χρήματα, πίνει μια μπύρα σε αλουμινένιο κουτί , μέσα σε ένα σούπερ-μάρκετ και οι άνδρες ασφαλείας τον χτυπούν έως θανάτου.  Όταν η ζωή συναντά το προγεγραμμένο πεπρωμένο στον άξενο,  βίαιο κόσμο. Όταν οι μηχανισμοί κινητοποιούν το αίσθημα δικαιοσύνης στον άνισο κόσμο της κρίσης. Όταν η εισαγγελική φωνή, οι κάμερες, οι δημοσιογράφοι, καταγράφουν μια εικόνα, όταν η εικόνα γίνεται φωνή του συγγραφέα που απευθύνεται στον αδελφό του θύματος, διασώζοντας τη μνήμη στο συμβολικό σημαινόμενο του  διψασμένου ξένου, στον καταναλωτικό κόσμο της Δύσης.

Ανώνυμος ο ήρωας αυτού του πεζογραφήματος σε αφαιρετικό συμβολισμό. Τριτοπρόσωπη αφήγηση, με πλάγιους διαλόγους,  απευθύνεται στην ανάμνηση ενός ονόματος , στη μνήμη του ξένου που δεν τον βλέπει κανένα βλέμμα,  παρεκτός την αισθάνεται το κοινό αδελφικό αίμα. Ασθματικό κείμενο, με την ένταση ενός παραληρηματικού μονολόγου, καταγράφει το τέλος ενός ανθρώπου όταν η ζωή δεν αξίζει τίποτα,  στην προϋπόθεση της αδικίας, της έλλειψης, της στέρησης, της κρίσης. Στο συμβολικό ένστιχτο της δίψας που ικανοποιείται με χτυπήματα θανάτου, πίσω από τη βιτρίνα, ανάμεσα σε κουτιά με κονσέρβες και άλλα προϊόντα. Όταν οι πολλοί χτυπούν τον έναν, τον ξένο. Όταν το πλήθος γίνεται η ανώνυμη καταναλωτική μάζα στο βλέμμα της κάμερας ασφαλείας, στον σύγχρονο κόσμο της ευημερίας και της ασφάλειας. Στον καιρό της κρίσης, του διαχωρισμού, των χρημάτων. Στον καιρό της τυποποιημένης  τροφής, της μαζικής κατανάλωσης, της ζωής που την ορίζει η τιμή της βίας. Ο χώρος της δράσης οι διάδρομοι ενός σούπερ-μάρκετ με τα τακτοποιημένα προϊόντα και την αντίστοιχη μουσική υπόκρουση, όταν ο νεαρός ανοίγει ένα κουτάκι μπύρας και το καταναλώνει επιτόπου και στη συνέχεια οι διάδρομοι που οδηγούν στην αποθήκη, όπου και οι τέσσερεις άνδρες ασφαλείας τον χτυπούν  και οι κάμερες καταγράφουν το γεγονός του θανάτου από την ασφυξία των χτυπημάτων.

Αφήγηση που έχει σε πρώτο επίπεδο την πράξη της κλοπής και  τον μηχανισμό προστασίας που εξουδετερώνει ως τον εκμηδενισμό του θανάτου τον ανώνυμο ήρωα αλλά και την αξία της ζωής στον πολύπλοκο κόσμο. Οι οικογενειακές σχέσεις, οι αναμνήσεις, υποθετικές από την πλευρά του αφηγητή-συγγραφέα, εμποτισμένες από τη δύναμη της βιωματικής μνήμης από την πλευρά του αδελφού, οι αντιδράσεις,  καταγράφονται με μιαν  βίαιη αμεσότητα. Ο τόνος του προφορικού λόγου κυριαρχεί με λεπτομέρειες ζωής που αφορούν τις χαρές και τα όνειρα ενός ανθρώπου που η μοίρα τον όρισε ως ξένο  στην απροσδιοριστία της ζωής του κύκλου μιας κοινωνίας. Σε ένα κείμενο που καταγράφει μεμιάς ως την τελική τελεία,  τον μικρό κύκλο,  λίγο πριν το τέλος, της ζωής ενός ανθρώπου.

Συμβολισμός της δίψας του αγαθού που στερούν τα χρήματα στον κόσμο της διαφήμισης,  της ποσότητας, της κρίσης. Στον κόσμο της Ύβρεως του αδηφάγου καπιταλισμού. Στο ασαφές όριο των διαχωριστικών γραμμών μιας κοινωνίας που περιθωριοποιεί και εξοντώνει. Στη ζωή που ορίζει το ελάχιστο και το λίγο.

«…όταν τα χτυπήματα άρχισαν να πέφτουν βροχή κι εκείνος δεν έκανε τίποτα πέρα από εκείνη την ενστικτώδη κίνηση, αρχαία όσο και ο θάνατος, να προσπαθήσει  να προστατευτεί, βάζοντας τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο σαν να μην ήθελε να δει και να καταλάβει αυτό που επρόκειτο να συμβεί…»

«…δεν παραπονιέμαι για τίποτα εκτός για το ότι γλίστρησα τόσο γρήγορα,  πολύ γρήγορα στο θάνατο που δεν κατάφερα να αντισταθώ λιγάκι, όμως, …»

«…μη σε νοιάζει, θα έλεγε, ο θάνατός μου δεν είναι το πιο θλιβερό γεγονός της ζωής μου, αυτό που είναι θλιβερό στη ζωή μου είναι αυτός ο κόσμος με τους φύλακες και τους ανθρώπους που αγνοούν ο ένας τον άλλον ενώ ζουν ζωές πεθαμένες όπως αυτή η ωχρότητα, αυτός ο διαρκής θάνατος, κάθε μέρα,…»

«…πού να ‘ναι άραγε οι διστακτικές χειρονομίες;…και, αυτό που ξέχασα να πω  είναι ότι, την στιγμή που τον χτύπησαν, όση ώρα κράτησε, είμαι σίγουρος πως δεν παραπονέθηκε,…»

«…θα μπορούσε να πει, έχετε την ίδια ηλικία με μένα, εσύ είσαι ακόμα μικρότερος, κι εσύ, για πες, εσύ, δεν ξέρεις τι θα πει να διψάς ή να νιώθεις τις τσέπες σου σαν να’ ναι ραμμένες, όταν είναι αδύνατον να περάσεις μέσα τους έστω κι ένα δάχτυλο για να πιάσεις στο βάθος ένα κέρμα, ένα χαρτονόμισμα, έστω και των πέντε ευρώ, διπλωμένο στα τέσσερα, ξεπλυμένο, τσαλακωμένο, ε; Όχι;τίποτα; και δεν προσπάθησε καν να τους πείσει, να τους πει πως σε κάποια άλλη ζωή θα μπορούσαν να είχαν πάει στο ίδιο σχολείο ή να ήταν φίλοι και να υποστήριζαν την ίδια ποδοσφαιρική ομάδα, ή ακόμα, ορίστε, ακόμα και αυτό, θα μπορούσε κι εκείνος να δούλευε μαζί τους και να ήταν φύλακας, ξέρει καλά τι είναι οι δουλειές που κάνει κανείς για να ζήσει,…»

«…γιατί στο τέλος τα πάντα χάνονται στη λήθη…»

Επίμετρο: «Η κραυγή του Μικαέλ Μπλαιζ , ο οποίος επιζεί μέσα στο κείμενο του Μωβινιέ, ξεφεύγοντας για πάντα από τη λήθη, διασώζει κάτι από το ιερό εκείνο δέος για τη ζωή κι έναν διαφορετικό τρόπο του σχετίζεσθαι, εκτός και πέρα του πεδίου της ισχύος, που αντιπαλεύει τον εφιάλτη».   (Σπύρος Γιανναράς).

LAURENTMAUVIGNIER
Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη
Πεζογράφημα
Μετάφραση- Επίμετρο: Σπύρος Γιανναράς
Εκδόσεις Άγρα

γράφει η Άγγελα Μάντζιου