Άκανθος

Written by

-Αρχαία Άκανθος. Αρχαία ακρόπολη. Από ψηλά βλέπεις τη θάλασσα και τον μεγάλο κόλπο. Βλέπεις τα σπίτια, το λιμάνι και τα βουνά γαλαζωπά σαν το άνθος της λεβάντας. Οι πέτρες έχουν σκαλισμένα γράμματα και στις εγχάρακτες τομές λιάζονται πράσινες σαύρες.

Στο καρνάγιο σκελετοί καραβιών προτού να γίνουν πλοία με ονόματα χαραγμένα απάνω τους, πριονισμένα ξύλα και μεγάλοι κορμοί πεύκων. Μυρίζει ρετσίνι, πίσσα και μπογιά και ιδρώτας και πριονίδι. Φυσάει αέρας στους ευκάλυπτους, στα κυπαρίσσια και στις σκονισμένες δάφνες. Φυσάει και στα μαλλιά της Νίκης και στο συρμάτινο άλογο του δον Κιχώτη, του φαντασμένου ιππότη που το έπος του γράφτηκε σε φυλακή στο φως ενός κεριού.

Στο δρόμο για το λιμάνι προσκυνητές έρχονται και φεύγουν κάνοντας μια στάση στην καντίνα του λιμανιού με τις σημαίες που ανεμίζουν. Πλήθος ανθρώπων πηγαινοέρχεται με τα ψαροκάικα που σκαμπανεβάζουν τα κύματα και οι ψαριές από τα πυροφάνια της νύχτας. Τριζόνια ακούγονται και αστερισμοί στον ουρανό της νύχτας τρεμοπαίζουν και αστέρια πέφτουν σαν τις ευχές μέσα στο μυαλό, σαν το νερό το διάφανο που στάζει η πρωινή αλμύρα της αυγής στο χέρι σου και ιριδίζει με τις ραβδώσεις ενός λαβύρινθου στα όστρακα του βυθού.

Νησάκια και πανιά και βράχοι μοιάζουν άλογα σε βαθύ και σκούρο πέλαγος. Από παντού τη θάλασσα ακούς. Από τα ‘ξωκλήσσια με τα μικρά παράθυρα μπαίνει το φως και η μυρωδιά της θάλασσας αντιφεγγίζει στις εικόνες των αγίων. Μυρίζει κερί και καμένο λάδι και θυμίαμα και δροσερή σιωπή απάνω στις κρύες πλάκες. Στην ησυχία και στην άχνα του μεσημεριού τζιτζίκια επίμονα ακούγονται με το σφύριγμα των καραβιών για το νησί με τη μία Χώρα.

Βρύσες με το κρύο νερό των πηγών δροσίζουν τα μάτια σταλάζοντας μαζί με τα τραγούδια όπως εκείνο μιας κυρα–Βαγγελιώς που παίζουν οι κομπανίες στα πανηγύρια μέσα στις ελιές και στα κυπαρίσσια, μέσα στα χωράφια με τα κανελιά και τα μαύρα άλογα με τις μεγάλες χαίτες. Κοπάδια περνούν αφήνοντας πατημασιές πάνω στο χωμάτινο μονοπάτι. Κουδούνια ακούγονται και τα σκυλιά οσμίζονται τον αέρα με εκείνο το δριμύ όσφρισμα της κοπριάς που σε χτυπάει στα ρουθούνια και ο αέρας το κρατάει απάνω στο χώμα ώρα πολλή όταν το κοπάδι το βλέπεις να ροβολάει στην άλλη ράχη προς τα μαντριά και τις στάνες.
Ταμπέλες διάτρητες και με σκουριές δείχνουν κατά τα μοναστήρια κι ακούς τον κρότο της εξόρυξης του χρυσού που είναι αίμα στο ψωμί και στο νερό θα γίνει μαύρο δάκρυ.

Άκανθος, η αρχαία νεκρόπολη

Η αρχαία νεκρόπολη με πήλινους αμφορείς σπασμένους στους σχηματοειδείς τάφους με τα θρυμματισμένα κτερίσματα απάνω στο χώμα, μοιάζει αχνή γιαπωνέζικη ζωγραφιά. Θαμμένα σώματα με τα στολίδια τους μέσα στην άμμο των χρόνων που κύλησαν αιώνες κι άφησαν πίσω τις λέξεις, το γέλιο και τα έργα των ανθρώπων. Απομεινάρια της θερμής πνοής της ζωής. Πάνω στα εύθρυπτα κόκαλα ο χάρτης του σώματος που ήταν άνθος και οι καθαρτήριες προσφορές, ο διαβατήριος οβολός στο στόμα που σώπασε από λέξεις.

Καμπάνες ακούγονται και μακρινές φωνές κολυμβητών. Ποδηλάτες περνούν κι ανεμίζει ένα πορτοκαλί πέπλο στο φως σαν χρυσό φτερό για να πετάξεις.

Πέφτει το φως, τα βήματα τρίβονται στην άμμο πάνω στα σπασμένα κοχύλια κι ακούγεται ο αντίλαλος του δάσους ικεσία στα φύλλα.

Τραγούδια ακούγονται σαν προσευχές και μουσικές μέσα στην νύχτα πέφτουν στα χρυσά νερά στην πανσέληνο του Αυγούστου και μια απέραντη μοναχική γαλήνη στο πέλαγος προχωρημένη νύχτα. Μια στιγμή όλα ησυχάζουν κι ύστερα σηκώνονται αέρηδες και τα πουλιά ξυπνούν να πουν ό,τι είδαν. Όλα ξυπνούν στο ρόδινο το φως. Οι πετεινοί λάλησαν πριν να φέξει.

Μια κόκκινη κλωστή ξετύλιξε το κουβάρι κι όλα μοιάζουν αναλαμπές φωτιάς και ύμνος της ζωής στο δοξαστικό του καλοκαιριού κύμα.

cityculture.gr / Άκανθος / γράφει η  Άγγελα Μάντζιου
Foto εξωφύλλου Άκανθος / Angela mantziou