Αλέκος Συσσοβίτης (ηθοποιός)

Written by

Με αφορμή την παράσταση “Τώρα που γυρίζει” που ανεβαίνει στο θέατρο Βεργίνα του Regency Casino, ο Αλέκος Συσσοβίτης μίλησε στην Ιωάννα Λιούτσια και το thessaloniki-portal.gr

Ποιο είναι το θέμα της παράστασης “Τώρα που γυρίζει” ; Επιγραμματικά, δύο διευθυντές μιας εταιρίας ετοιμάζονται να κάνουν μία δουλειά που θα τους αποφέρει πολλά χρήματα, εμπορική δουλειά και μία γραμματέας, προσωρινή, θα ανατρέψει τα σχέδιά τους έχοντας στα χέρια της μία δουλειά με ποιοτικό περιεχόμενο. Αυτή είναι η περίληψη. Τώρα πιο αναλυτικά, αυτοί είναι παραγωγοί στην κινηματογραφία, ετοιμάζονται να κάνουν μια ταινία μ’ έναν πολύ μεγάλο σταρ, να γυρίσουν μια περιπέτεια που θα τους αποφέρει λεφτά. Ο γενικός διευθυντής τους έχει δώσει να διαβάσουν διεκπεραιωτικά κι ένα βιβλίο φιλοσοφικού περιεχομένου, πιο υπαρξιακό, το οποίο πρέπει να του ρίξουν μια ματιά, αλλά να μην του δώσουν και μεγάλη σημασία τελικά γιατί αποκλείεται να κάνουν επιτυχία μ’ αυτό. Όταν όμως δώσουν δικαίωμα στην κοπέλα να το δει, αυτή θα επηρεάσει τον χαρακτήρα που παίζω εγώ, τους λέει ότι πρόκειται για κάτι σημαντικότερο λόγω του ότι προβάλλει αξίες, ότι οι άνθρωποι πραγματικά όταν καθόμαστε σε μια θέση εξουσίας ξεχνάμε ποιοι είμαστε, υπάρχει έτσι μία διάβρωση και οι επιλογές μας είναι με στόχο το χρήμα και τίποτα άλλο. Εκεί θα υπάρξει σύγκρουση των δύο φύλων αλλά και των δύο φίλων, για το τι πρέπει να κάνει κανείς στη ζωή του. Οπότε το έργο πραγματεύεται τα θέλω μας, τα πρέπει μας, κι όταν βρεθούμε στην καρέκλα των αποφάσεων πραγματικά αν εμείς έχουμε το δικαίωμα της επιλογής ή αν το σύστημα είναι αυτό που μας καθορίζει το τι πρέπει να κάνουμε. Μέσα από έναν κωμικό τρόπο, είναι μια σάτιρα, ένα κωμικόδραμα το ονομάζουμε, με ποικίλλες εναλλαγές, πολλές εκπλήξεις, πολύ γρήγορο ρυθμό κι ανατροπές, όπου όπως και στη ζωή κανείς πηγαίνει από το γέλιο στο κλάμα κι ανάποδα κι αυτό είναι το θετικό του έργου, ότι είναι πάρα πολύ ζωντανό, πάρα πολύ σύγχρονο, αν και είναι γραμμένο το 1988, γιατί ζούμε σε μια χώρα που η ζωή της εξαρτάται από τέτοιου είδους επιρροές, με γνώμονα τον δυτικό κόσμο, τον καπιταλισμό και το χρήμα και μια εξάλειψη της ποιότητας και της ουσίας των πραγμάτων, σε όλα τα επίπεδα και σε όλες τις δουλειές, είτε διευθύνει κανείς ένα περίπτερο είτε διευθύνει το κράτος το ίδιο

tora_gyrizei2_520_bΘα μπορούσαμε να πούμε ότι το έργο ως κείμενο σατιρίζει λίγο και τους ανθρώπους της βιομηχανίας του θεάματος που προσπαθούν να βρουν πράγματα που θα πουλήσουνε Βεβαίως. Καταρχήν, αυτός είναι ο μύθος, η αφορμή για να γραφτεί κάτι ανθρώπινο που αφορά όλους μας, ασχέτως επαγγέλματος. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι μια εταιρία στην Αθήνα που παράγει έπιπλα. Αλλά κοιτώντας αυτούς, γιατί είναι σημαντικό αυτό που λέτε, ένα παραπάνω γιατί μην ξεχνάμε ότι η τηλεόραση κι ο κινηματογράφος διαπαιδαγωγούν. Μπαίνει μέσα στα σπίτια, μπαίνει μέσα στις αίθουσες η νεολαία του Έλληνα και μεγαλώνει επηρεαζόμενη από αυτά που θα της δείξουμε. Οπότε αν της δείχνουμε περιπέτεια, ξύλο και βία απ’ αυτά θα μεγαλώσει. Αν της δείξουμε πράγματα με σημαντικότερο περιεχόμενο, με μεγαλύτερη σκέψη και σοφία, πάλι απ’ αυτά θα μεγαλώσει. Πράγματι, κατευθυνόμαστε και διαπαιδαγωγούμαστε με γνώμονα ούτως ή άλλως τη Δύση, γιατί είμαστε υπόλογοι σ’ αυτούς κι επηρεαζόμαστε πολύ από αυτούς. Πρέπει να δούμε τι κρύβεται πίσω από αυτούς τους ανθρώπους που κάνουν αυτά τα πράγματα.

Ο συγγραφέας του έργου, ο Ντέιβιντ Μάμετ, έχει την τάση στα έργα του και αλλά και στα βιβλία του, να σχολιάζει τα κακώς κείμενα που παρατηρεί στο χώρο του θεάματος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κατά κάποιον τρόπο αυτοσαρκαστικός; Θέτεις κάτι πολύ ωραίο. Ο Μάμετ τολμά, είναι αυτοσαρκαστικός, τολμά να παρουσιάσει και τα δύο μέτωπα. Δηλαδή, και την ευτέλεια στη βιομηχανία του κινηματογράφου και την κουλτούρα από την άλλη μεριά, και καθένα απ’ αυτά να τα παινέψει αλλά και να τα υπονομεύσει και τα δύο. Και πράγματι αυτή είναι η αλήθεια, οι πολύ κουλτουριάρηδες νομίζουν ότι κάνουν υψηλή τέχνη, στο επίπεδο που κανείς άλλος δεν μπορεί να κάνει, κι οι εμπορικοί νομίζουν πως το χρήμα κινεί τα πάντα. Όπως λένε κι οι Αμερικανοί, money makes the world go round. Κι είναι μια πραγματικότητα, και πραγματικά βλέπουμε ότι το χρήμα κινεί όλον τον πλανήτη. Τολμά να κάνει καυστικά την κριτική του στους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του, γιατί κι αυτός είναι στο σύστημα. Είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας, παραγωγός και στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Έχει δημιουργήσει για πολλά χρόνια τη δική του θεατρική ομάδα με τον Μάλκοβιτς και των Τζων Μαντένια, δεκαπέντε χρόνια με 15 ηθοποιούς στο Σικάγο, όπου παρήγαγαν έργο, δοκιμάζονταν οι ίδιοι αφουγκραζόμενοι τον κόσμο, τι ήθελε και έπειτα εκφράζονταν κι οι ίδιοι μέσα από το έργο τους ασκώντας ταυτοχρόνως κριτική. Νομίζω πως όλοι βελτιωνόμαστε όταν βάζουμε κι εμείς τον εαυτό μας μέσα στον κουβά των ανθρώπων κι εκτεθούμε κι εμείς αναλόγως.

Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε να συμμετάσχετε στην συγκεκριμένη παράσταση; Ιδιοσυγκρασιακά, εγώ βρίσκομαι ακριβώς σ΄αυτό το δίλημμα που αντιμετωπίζει ο ήρωας και δη ο Μάμετ. Ο χαρακτήρας που υποδύομαι είναι το ένα από τα δύο πρόσωπα του Μάμετ. Το θέμα είναι οι επιλογές. Πότε επιλέγουμε τι θα κάνουμε κι αν αυτό που θα κάνουμε πρέπει να είναι κάτι εμπορικό που θα μας αποφέρει χρήματα, ή κατά πόσο θα κάνουμε κάτι ποιοτικό που να το θέλει και να το μπορεί ο κόσμος αλλά θα βλάψει την τσέπη μας. Κι εγώ αντιμετωπίζω το ίδιο δίλημμα γιατί πλέον έχω πάρει τα πράγματα στα χέρια μου, κι επειδή η βιομηχανία της δικής μας της δουλειάς δεν έχει δουλειά αυτή τη στιγμή, αναγκαζόμαστε οι ίδιοι να συντηρήσουμε τον εαυτό μας και να τελέσουμε κι έργο, λειτούργημα που θεωρούμε ότι κάνουμε, και κοινωνικά να προσφέρουμε και κάτι στον κόσμο. Δουλειά δεν είναι μόνο πώς θα παίξει ο ηθοποιός, τι ρόλο θα παίξει και αν θα βγάλει ή όχι λεφτά, αλλά κι αυτό το πράγμα που παράγει, το έργο που θα παρουσιάσει, περνάει μηνύματα στον κόσμο. Δηλαδή εμείς ευσυνείδητα καλούμαστε όταν επιλέγουμε κάτι, να κοιτάμε και τι κάνουμε, τι προσφέρουμε στον κόσμο. Επειδή έχω βρεθεί σ’ αυτό το δίλημμα, επέλεξα κι αυτό το έργο: τι είναι αυτό που επιλέγουμε να προσφέρουμε στον κόσμο.

Θα με ενδιέφερε να μάθω πώς είναι για έναν ηθοποιό το να βρίσκεται σε περιοδεία; Επειδή είμαι άνθρωπος που ταξιδεύω πολύ, είμαι σαν χαρακτήρας νομάς. Γυρνάω, δεν ησυχάζω. Έχω επιλέξει κι αυτή τη δουλειά γιατί η δουλειά του ηθοποιού είναι μια δουλειά χωρίς ρουτίνα. Τη μία σεζόν θα κάνεις αυτό, την άλλη το άλλο, και καμιά φορά και στην ίδια σεζόν θα κάνεις δύο διαφορετικά πράγματα. Επειδή μας αρέσει να αλλάζουμε , να αλλάζουμε συνεργάτες, να αλλάζουμε έργα, να αλλάζουμε τα πάντα, μς είναι εύκολο να προσαρμοστούμε και σε άλλες πόλεις όταν πηγαίνουμε σε περιοδεία. Άρα η ψυχολογία μας, το δέχεται πολύ εύκολα και το επιζητά. Είμαστε άνθρωποι που δεν μας αρέσει πολύ η δέσμευση στον επαγγελματικό τομέα και κυνηγάμε καινούριες εμπειρίες. Οπότε είναι ένα κίνητρο αυτό, είναι ένα δέλεαρ. Από την άλλη μεριά, κανείς από την περιοδεία αφουγκράζεται τον Έλληνα πολίτη, σε κάθε πόλη, σε κάθε περιοχή της Ελλάδος τι θέλει, τι του πάει, τι δεν του πάει.

Κι ο κόσμος που συναντάτε στην περιοδεία πώς αντιδράει; Πώς σας δέχεται; Στην περιφέρεια ανάλογα με την περιοχή – εμείς ήμασταν ως τώρα στην Κρήτη και στη Θράκη, σε δυο ακριτικές περιοχές – , ανάλογα με την περιοχή, ανάλογα με την πόλη, ανάλογα με την κουλτούρα της κάθε πόλης το κοινό θα είναι αλλού πιο ένθερμο κι αλλού πιο ψυχρό. Ανάλογα με την παιδεία του, και τη θεατρική παιδεία που έχει παραλλήλως, ανάλογα με την πολιτιστική κρίση την οποία διανύει εκτός από την οικονομική. Ναι, δεν είναι εκπαιδευμένο να βλέπει θέατρο, ναι από την άλλη μεριά, διψάει για θέατρο ο πολίτης της περιφέρειας. Εγώ, από τη συγκεκριμένη περιοδεία δεν είμαι πολύ ενθουσιασμένος, περίμενα μεγαλύτερη προσέλευση, λόγω αυτής της ανησυχίας που δηλώνει ο κάτοικος της περιφέρειας. Νομίζω ότι αυτή η τηλεόραση έχει επηρεάσει κατά πάρα πολύ τον Έλληνα πολίτη, εγώ προσωπικά δεν έχω τηλεόραση εδώ και 7 χρόνια από άποψη, γιατί θέλω να είμαι πιο ανήσυχος και να ψάχνω τα πράγματα μ’ έναν άλλον τρόπο απ’ αυτόν. Αλλά νομίζω πως η ευκολία του καναπέ και της τηλεόρασης κάνει μαλθακούς τους ανθρώπους και δεν δοκιμάζονται για νέες εμπειρίες. Οπότε, με λύπη το λέω, περίμενα οι πολίτες της περιφέρειας να είναι πολύ πιο πρόθυμοι να υποστηρίξουν το θέατρο, γιατί κι εμείς, με δικές μας ιδιωτικές πρωτοβουλίες, απ’ τη δική μας τσέπη, παίρνουμε τον σάκο μας, γινόμαστε νομάδες και τρέχουμε να παρουσιάσουμε κάτι καλό στην περιφέρεια. Όχι μόνο φιλανθρωπικά, αλλά και οικονομικά κοιτώντας αυτήν την προσπάθεια, γιατί ποιος δεν το κάνει αυτό στη ζωή; Αλλά δεν είδα το αντίκτυπο το οποίο προσδοκούσα να δω.

Είπατε ότι οι άνθρωποι “διψάνε για θέατρο”. Εντούτοις, δεν παρακολουθούν θέατρο κατά κόρον. Πώς συνδυάζονται αυτά τα δύο; Καταρχάς είναι η παράδοση, είναι η κουλτούρα μας. Ο κόσμος διψάει για θέατρο γιατί έτσι έχει μάθει από μικρός, είναι στην νοοτροπία μας ως λαός το θέατρο, είναι στην παράδοσή μας. Το θέατρο γεννήθηκε εδώ. Δυστυχώς όμως συμβαίνουν δύο πράγματα. Συζητάει περισσότερο γύρω από το θέατρο και γύρω από τη δίψα του γι’ αυτό και στην πράξη, αποδεικνύεται ότι η δίψα του δεν είναι τόσο μεγάλη και δυνατή όσο ισχυρίζονται κι όσο νομίζουν. Το άλλο ενδεχόμενο είναι να διψούν για εύκολο θέατρο, για ένα θέατρο που θα πιστέψουν ότι τους προσφέρει αναψυχή και διασκέδαση, αλλά επί της ουσίας δεν τον διασκεδάζουν και δεν του προσφέρουν τίποτα, αντί να επιλέγουν παραστάσεις που και θα τον διασκεδάσουν κι έχουν και κάτι να του πούνε.

Ποιοι είναι οι υπόλοιποι συντελεστές της παράστασης; Στην παράσταση συμμετέχουν ακόμη η Ευτυχία Γιακουμή κι ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης, και η σκηνοθεσία είναι του Θεσσαλονικιού Γιάννη Μόσχου, ο οποίος έχει κάνει μια σκηνοθεσία πολύ σπιντάτη, με πολύ γρήγορους ρυθμούς, μια παράσταση που διαρκεί περίπου μιάμιση ώρα που είναι γεμάτη ανατροπές. Η μετάφραση είναι του Αντώνη Πέρη.Τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελήθηκε η Λίνα Μότσιου και τους φωτισμούς έκανε ο Αλέκος Αναστασίου. Και θα ήθελα να ευχαριστήσω και το θέατρο Βεργίνα, το οποίο έχει βάλει ένα πολύ φθηνό εισιτήριο στα 9 ευρώ με ποτό, για να μπορέσει να ανταπεξέλθει οικονομικά ο κόσμος.