Alexander the Great Rock Opera – στο Βασιλικό Θέατρο από το Κ.Θ.Β.Ε.

Written by

 

Το μεγάλο φετινό στοίχημα του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος παρακολουθήσαμε την Κυριακή που μας πέρασε, και το οποίο δεν είναι άλλο από την ροκ όπερα Alexander the Great. Πολύ ντόρος έγινε ήδη από το καλοκαίρι για την παράσταση αυτή, που όταν είχε παιχτεί πέρσι ολότελα διαφορετική δεν είχε τύχει ανάλογης δημοσιότητας. Για κάτι τέτοιους λόγους μπαίνει, βέβαια, στη μέση το Κ.Θ.Β.Ε.οπότε από τη στιγμή που ο καλλιτεχνικός διευθυντής του κρατικού όχι μόνο την επιλέγει αλλά αποφασίζει και να την συνσκηνοθετήσει, αυτό δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα άλλο παρά την συγκέντρωση της προσοχής του θεατρόφιλου -και μη- κοινού της πόλης στο εγχείρημα αυτό. Ας δούμε, λοιπόν, τι είδαμε.

Η παράσταση ξεκινάει με μια συμπαθέσταση κοπέλα της φυλής των Καβερί-Καλάς, απόγονο του στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Γεωργία Βεληβασάκη), η οποία αποφασίζει να μας διηγηθεί το πώς κατέληξε αυτή να είναι απόγονος του μακεδονικού στρατού κι έτσι μας γυρίζει πολλά πολλά χρόνια πίσω – εξαιρετικά ενδιαφέρον στο σημείο αυτό το βίντεο του Στάθη Μήτσιου.

Ξεκινάει, λοιπόν, την διήγησή της από την πρώτη πρώτη συνάντηση της Ολυμπιάδας και του Φιλίππου, περνάει στη γέννηση του Αλέξανδρου, στον Αλέξανδρο παιδί, στη δολοφονία του Φιλίππου κλπ κλπ. Τον σχεδιασμό του έργου – το οποίο έχει κάποια εμφανή προβλήματα- έκανε ο Κωνσταντίνος Αθυρίδης και η Alexandra Charanis, η οποία συνέγραψε και το λιμπρέτο. Πού εντοπίζονται τα προβλήματα αυτά; Κατά τη γνώμη μου, το δεύτερο μέρος ήταν αρκετά πιο αδύναμο δραματουργικά και για τον λόγο αυτό δεν είχε τόσο ενδιαφέρον, αφού αισθανόμουν ότι απλώς προσπαθούσαν να “γεμίσουν” την παράσταση για να είναι πιο πλούσιο το θέαμα. Αντιθέτως, το πρώτο μέρος που είχε περισσότερο “ψωμί” – ας μου επιτραπεί η έκφραση – δεν του έδιναν τον χρόνο και κατ’ επέκταση την αξία που του άρμοζε. Αυτές οι συνεχείς μετατοπίσεις στο χωροχρόνο και το μπες-βγες τύπου “τώρα ξεκινάω – τώρα σταματάω” δυσκόλευαν την ροή και την συνέχεια της παράστασης. Έμοιζαν περισσότερο με σκετς. Πάντως, από ιστορικής πλευράς, δεν υπήρχε καμία ανακρίβεια πράγμα που εγώ το θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό, γιατί είναι πολύ πιθανό κάποιος να μάθει κάτι που δεν ήξερε μέσα από την παράσταση αυτή (ιστορική επιμέλεια: Πολυξένη Αδάμ-Βελένη).

Την σκηνοθεσία έχει αναλάβει, όπως προανέφερα, ο Γιάννης Βούρος μαζί με τον Κώστα Αθυρίδη, ο οποίος υπογράφει και τη μουσική. Η αλήθεια είναι πως η μουσική ήταν καταπληκτική, ειδικά το κομμάτι που επανερχόταν ως θέμα της παράστασης. Σκηνοθετικά, όμως, η παράσταση είχε σαφώς ατέλειες, αν προσπαθήσουμε να την κρίνουμε και να μιλήσουμε γι’ αυτήν όπως γι’ άλλες παραστάσεις. Σαφώς και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια ροκ όπερα, οπότε περισσότερη βάση δίνεται εδώ στη φωνή, την μουσική, την εκφραστικότητα και την ορθοφωνία και λιγότερο σε θέματα σκηνοθεσίας, αισθητικής και οργάνωσης χώρου. Ναι, υπήρχαν αρκετά θέματα και στα τρία προαναφερθέντα στοιχεία, εκείνος όμως που με ενοχλούσε κάπως, χωρίς να είναι όμως και δυσβάσταχτο, ήταν η αμηχανία που πολλές φορές μπορούσες να διακρίνεις στους ηθοποιούς, κυρίως όταν δεν τραγουδούσαν εκείνοι. Δυσεπίλυτο πρόβλημα η σιωπηρή ύπαρξη στη σκηνή ως οντότητα.

Τα σκηνικά του Γιάννη Μετζικώφ, ήταν λιτά, απέριττα, λειτουργικά και πολλαπλώς μεταχειριζόμενα. Με βάση το σχεδιασμό τους, θα περιμένα και την μετατροπή τους σε σάρισσα, το αρχαίο μακεδονικό όπλο, αλλά αυτό δεν είναι παρά μια προσωπική μου ιδέα. Από τα καλύτερα στοιχεία της παράστασης και τα κοστούμια της Ιωάννας Τιμοθεάδου, είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Χωρίς να είναι αρχαιοπρεπή, ήταν μάλλον άχρονα. Λάτρεψα τη χρήση του βινύλ στην Ολυμπιάδα. Οι χορογραφίες της Άσπας Φούτση, νομίζω πως σε κάποια σημεία ήταν λίγο εξεζητημένες και θα λειτουργούσε μάλλον περισσότερο μια αυτοσχεδιαστική – αλλά δουλεμένη – κίνηση των χορευτών. Ο πρώτος πρώτος ομαδικός χορός, όμως, ήταν καθηλωτικός. Θα μπορούσα να τον παρακολουθώ για ώρες. Λειτουργικοί αλλά κοινοί οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, μερικές φορές ακαλαίσθητο ή μη δημιουργικό το βίντεο του Στάθη Μήτσιου.

Ο Δημήτρης Τικτόπουλος στο ρόλο του Αλέξανδρου, εκτός από εκπληκτική δυναμική στη φωνή και αψεγάδιαστη τεχνική, είχε και άνεση πάνω στο σανίδι και δεν φάνηκε να υστερεί καθόλου σε σχέση με τους ηθοποιούς της παράστασης. Ήταν μια μικρή έκπληξη. Από τον υπόλοιπο θίασο των 27 ατόμων (συν 7 σπουδαστές της δραματικής του Κ.Θ.Β.Ε.), θα ήταν άσκοπο και άστοχο να ξεχωρίσω κάποιους, αφού οι σκηνοθέτες της παράστασης, σοφά εκμεταλλεύτηκαν από τον καθένα τα ατού του. Εκτός από τους ηθοποιούς και τους χορευτές υπήρχε και ζωντανή ορχήστρα 10 ατόμων, που δυστυχώς δεν μπορούσαμε να τα δούμε εμείς στο κοινό, αν και πιστεύω πως θα είχε ενδιαφέρον.

Εν κατακλείδι, θα ήταν πιο σωστό να πούμε πως πρόκειται για ένα υπερθέαμα με όλα τα εντυπωσιακά στοιχεία και τις παγίδες που κλείνει η σημασία αυτής της λέξης, παρά ότι πρόκειται για μια παράσταση, όπου προέχουν άλλα ζητήματα. Δυστυχώς, στην παράσταση που παρακολουθήσαμε, λίγο πριν το τέλος της παράστασης, συνέβη ένα σοβαρό τεχνικό πρόβλημα και η παράσταση διακόπηκε. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες. Αφού το κοινό μπορεί να παρακολουθήσει μία από τις επόμενες παραστάσεις με το απόκομμα του εισιτηρίου του, όλα καλά. Άλλωστε, οι περισσότεροι στο κοινό δεν φάνηκαν να δυσαρεστούνται με τη διακοπή αλλά μάλλον να στεναχωριούνται γιατί χαίρονταν αυτήν την πρωτόγνωρη- για τα δεδομένα της Θεσσαλονίκης- εμπειρία.