Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο διάσημος ζωγράφος με το προσωνύμιο “El Greco” είπε, σε καιρούς παράξενους και σκοτεινούς πως “η τέχνη δεν διδάσκεται”. Χιλιάδες χρόνια πίσω, ένα εξαίσιος άνθρωπος, ο γνωστός και χιλιοπαιγμένος Αριστοφάνης, ισχυρίστηκε πως θα πρέπει “να αφήσουμε κάθε άνθρωπο να ασκήσει την τέχνη που ξέρει”. Και αν η επίκληση στην αυθεντία είναι ένα γνήσιο προπατορικό ατόπημα των αρθρογράφων, τούτο εδώ δικαιλογείται, διότι παρακάτω θα ασχοληθούμε με δύο ειδών αυθεντίες. Η πρώτη κατηγορία είναι οι σκηνοθέτες του κινηματογράφου που οι ταινίες τους, κάποιες συγκεκριμένες ταινίες τους, αντιμετωπίστηκαν επιεικώς σαν σκουπίδια από του κριτικούς, οι οποίοι είναι η δεύτερη κατηγορία αυθεντίας στην οποία θα αναφερθούμε. Λάθος προσέγγιση; Παραπάνω παρόρμηση; Κάλο στον εγκέφαλο; Όπως και να χει, αν οι κριτικοί που έβγαλαν την χολή τους προσεγγίζοντας τις ταινίες στις οποίες θα αναφερθούμε αποτελούσαν μία κάποιου είδους αστυνομία κινηματογράφου, τότε η έβδομη τέχνη θα έχανε μερικά από τα διαμάντια της.
Ήταν το 1999 όταν ο David Fincher γύρισε το Fight Club με τους Brad Pit και Edward Norton στους πρωταγωνιστικούς ρόλους όταν ο Roger Ebert της Chicago Sun-Times έγραφε “όταν βλέπεις καλούς ηθοποιούς σε μία ταινία σαν αυτή αναρωτιέσαι αν υπέγραψαν ως ‘εναλλακτικοί ορειβάτες'” θέλοντας μάλλον να υποτιμήσει την δουλειά του σκηνοθέτη που έβαλε τους ηθοποιούς του να παίξουν κάτι δύσκολο χωρίς λόγο! Για την ιστορία, η ταινία έχει αναγνωριστεί ως μία από τις καλύτερες της ιστορίας του κινηματογράφου και έχει αποκτήσει ένα μεγάλο κοινό που συνεχώς αυξάνεται!
Ο ίδιος σκηνοθέτης, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, είχε να αντιμετωπίσει μία ακόμα κακή κριτική, αυτή την φορά από το περιοδικό Newsweek και από τον David Ansen και για την ταινία του Seven, ο οποίος έγραψε πως “Η ταινία είναι τόσο σικ, δήθεν και σκοτεινή (μάλλον με την αρνητική έννοια) που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε διαφήμιση της Nike και σε κακή Πολωνική ταινία τέχνης”. Ο David Ansen είναι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους κριτικούς κινηματογράφου στις ΗΠΑ αλλά ευτυχώς για εμάς, δεν ήταν (και ούτε θα είναι) ποτέ στο χέρι του να απορρίπτει ταινίες διότι μάλλον η κρίση του επιδέχεται βελτίωσης! Το Seven είναι ένα αριστούργημα που κατάφερε να καθηλώσει εκατομμύρια κόσμου και εκτόξευσε στα ύψη αυτό που ονομάζουμε νεο νουάρ.
Ένας ακόμα μεγάλος σκηνοθέτης, ο Ridley Scott, δέχτηκε τα πυρά των κριτικών για δύο του ταινίες. Το 1979 ταρακουνά το παγκόσμιο σινεμά και βαζει την σφραγίδα του σ’ αυτό που αποκαλούμε sci-fi horror γυρνώντας το απόλυτο φιλμ, το Alien! Ο Dave Kehr του Chicago Reader έγραψε “(πρόκειται) για ένα κουφιοκέφαλο horror με τίποτα το ιδιαίτερο για αναφορά.” Οι θεατές είχαν διαφορετική άποψη και το αγκάλιασαν, το αγάπησαν και το κατέταξαν σαν μία από τις καλύτερες scifi ταινίες όλων των εποχών.
Ο δυστυχής Ridely Scott είχε να αντιμετωπίσει έναν ακόμα “αυστηρό” κριτή (σωστά χρησιμοποιώ την λέξη) όταν το Blade Runner έφτασε στις Αμερικάνικες αίθουσες. Ήταν ο Chris Hicks της εφημερίδας της Utah, Deseret News ο οποίος έγραφε για το αριστούργημα του Ridely Scott “είναι ένα πολύ σκοτεινό και χωρίς λόγο μεγάλο σε διάρκεια φιλμ, με πολλές κοιλιές, που θα ήταν προτιμότερο να είχε πιο γρήγορο ρυθμό”. Έκανε και προτάσεις ο αθεόφοβος. Όπως και να χει, το Blade Runner είναι μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών και ο Chris Hicks απλά ένας κριτικός της σειράς.
Και πάμε τώρα στο Star Wars. Το 1977, ο Gearge Lukas απέδειξε σε όλους πως ο κινηματογράφος δεν έχει όρια. Τον πήρε από το χέρι και με τα πενιχρά (για τα τώρα δεδομένα) μέσα που είχε στην διάθεση του, ταξίδεψει (και ταξιδεύει) εκατομμύρια σινεφίλ στους πιο μακρινούς γαλαξίες και στις πιο μεγάλες μάχες. Ο Peter Keough του Boston Phoenix του μεγαλύτερου μέσου της περιοχής, έγραψε “Το Star Wars είναι μία μάντρα (!!!) από φθηνιάρικα κινηματογραφικά κόλπα στα οποία τα Jawas κλέβουν, σκεσκαρτάρουν ημιτελή ανδροειδή”. Αυτό του έμεινε του κυρίου από δύο ώρες ταινία. Περί ορέξεως.
Σαν μην έφτανε αυτό, η δεύτερη ταινία της σειράς, το Star Wars: The Empire Strikes Back δεν άρεσε καθόλου στονVincent Canby, των The New York Times του οποίου μέσου η γνώμη σίγουρα είναι ιδιαίτερα σοβαρή και λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν. Τι έγραφε λοιπόν ο εν λόγω κύριος: Το Star Wars είναι περίπου τόσο προσωπικό όσο μία Χριστουγεννάτικη κάρτα από τράπεζα!” Ευτυχώς ο George Lucas (ο οποίος παρεπιπτόντως ήταν μόνο παραγωγός στην δεύτερη ταινία αλλά ουσιαστικά αυτός την σκηνοθέτησε) δεν έλαβε σοβαρά υπόψιν τις κακεντρεχείς κριτικές και συνέχισε την σειρά ταινιών και την έφτασε σε δυσθεόρατα μέρη!
Περνάμε τώρα σε έναν άλλον μεγάλο σκηνοθέτη του Χόλυγουντ ο οποίος ούτε αυτός δεν ξέφυγε από τα πυρά των κριτικών. Και θα αναφερθούμε σε δύο του ταινίες αρχίζοντας από τα “Σαγόνια του καρχαρία” την οποία γύρισε σε ηλικία 29 χρόνων. Ο Charles Champlin των Los Angeles Times δεν πήρε με καλό μάτι το ιδιαίτερο του θρίλερ του μεγάλου Στίβεν Σπίλπμεργκ και έγραψε πως “η ταινία είναι μία χονδροκομμένη προσπάθεια που εκμεταλλεύεται το δυνατό της περιεχόμενο (βλ. καρχαρία). Πάντως στην στεριά, πρόκειται για μία βαρετή, κακογραμμένη και κακογυρισμένη ταινία.”
Και μπορεί σίγουρα να βρει υποστηριχτές αυτή η άποψη διότι πρόκειται για μία ιδιαίτερη ταινία. Αλλά ποιος αθεόφοβος έγραψε κακό λόγο για την “Λίστα του Σίντλερ” μία από τις πιο καλογυρισμένες και συγκινητικές ταινίες του σινεμά; Ο Luke Y Thompson των New Times περιέγραψε την ταινία ως “μια βόλτα σε θεματικό πάρκο που αυτοτιλτοφορείται ως επιστημονική διατριβή”. Τον συγχαίρω για την ευφράδεια του αλλά ο χρόνος και ο κόσμος διέψευσαν την προσέγγιση του.
Ολοκληρώνοντας το πρώτο μέρος του αφιερώματος μας στις κακές κριτικές για καλές ταινίες, αναρωτιόμαστε και πάλι πως θα ήταν η τέχνη αν υπήρχε επιμέρους αστυνομίες. Αστυνομία θεάτρου (είναι και επίκαιρο βλέπετε), αστυνομία κινηματογράφου κτλ. Εμείς θα αρκεστούμε στους κριτικούς του σινεμά τους οποίους τους έχουμε ιδιαίτερη αδυναμία και θα τους αφιερώσουμε παραφρασμένη την παρακάτω ρήση του Μπρένταν Μπήαρ, του Ιρλανδού λογοτέχνη, συγγραφέα μεταξύ άλλων του θαυμάσιου “Ένας όμηρος”: Οι κριτικοί κινηματογράφου είναι σαν τους ευνούχους σε χαρέμι. Ξέρουν πώς γίνεται, αλλά είναι ανίκανοι να το κάνουν οι ίδιοι. Στις παραπάνω περιπτώσεις μάλλον έπεσε μέσα!