Ανατολικά της Δύσης του Μιροσλαβ Πενκοφ *κριτική

Written by

Οκτώ διηγήματα πρωτοπρόσωπης κυρίως αφήγησης, συνθέτουν τον κορμό του βιβλίου αυτού.

Διηγήματα τα οποία ο συγγραφέας αφιερώνει στους γονείς του, με προμετωπίδα μία φράση από την Οδύσσεια του Καζαντζάκη. Ανατολικά της Δύσης, Μια χώρα σε ιστορίες. Με θέματα όπως η Ιστορία και η πολιτική, οι οικογενειακές σχέσεις, ο έρωτας, η μετανάστευση, η ταυτότητα, η νοσταλγία, η συνύπαρξη, η ανάμνηση, η αναζήτηση της ευτυχίας, το παράδοξο και οι αντιφάσεις, περιγράφεται μια εποχή, μια χώρα. Αναδύεται πίσω από τις ιστορίες των προσώπων, με μιαν εξομολογητική μελαγχολία και μια σκοτεινή θεώρηση αλαφράδας, ένας άλλος κόσμος: ζωηρός, αντιφατικός, ατίθασος.
«Κάθομαι μπροστά στο παράθυρο. Στα εβδομήντα ένα δεν μπορείς να περιμένεις να ακούσεις μια ιστορία, οποιαδήποτε ιστορία, και να τη δεχτείς ως έχει. Στην ηλικία μου κάθε ιστορία δημιουργεί μια δίνη που ρουφάει στο μάτι της περισσότερες ιστορίες και ξερνάει ακόμα περισσότερες. Πρέπει να θυμάμαι όσα πρέπει να θυμάμαι». Σελ. 27
« Έμαθε κάθε γράμμα απέξω και, μήνα το μήνα, το μίσος της αδυνάτιζε και στο τέλος ο θάνατός του έκανε τον έρωτά τους ιδανικό, τον καταδίκασε να μην πεθάνει. Ναι, αυτό έχω καταλήξει να πιστεύω πια. Η αγάπη τους ήταν ανόητη, παιδιάστικη, ζαχαρένια, το είδος της αγάπης που, αν είσαι αρκετά τυχερός ώστε να τη χάσεις, αρπάζει φωτιά σαν αχυρένια στέγη αλλά καίει όσο ζεις. Ενώ η δική μας αγάπη… Είμαι ο άντρας της, είναι η γυναίκα μου». Σελ.31
«Είμαι γέρος , σκέφτομαι. Είμαι αρχαίος». Σελ. 33
Στο πρώτο διήγημα, «Μακεδονία», ο αφηγητής είναι ένας άντρας ο οποίος ζει με την γυναίκα του Νόρα σε ένα γηροκομείο. Η Νόρα έχει πάθει εγκεφαλικό κι εκείνος τη φροντίζει. Η ιστορία ξεκινά με την ηλικία του αφηγητή και την εξομολογητική του αποκάλυψη, της τυχαίας ανακάλυψης των ερωτικών επιστολών, που η Νόρα κρατάει φυλαγμένα στη μπιζουτιέρα της. Γράμματα σταλμένα στην Νόρα από έναν άλλον άνδρα, πριν από αυτόν, όταν εκείνη ήταν δεκαέξι ετών. Τα γράμματα αυτά, στοιχειώνουν τη σκέψη του και κάποια στιγμή του τα φέρνει η κόρη του στο γηροκομείο. Εκείνος αποφασίζει να τα διαβάσει στην γυναίκα του. Παράλληλα αφηγείται αναδιηγητικά- στον απόηχο των επιστολών και παράλληλα- την ιστορία αυτού του νεαρού άντρα κομιτατζή, στον εγγονό του Πάβελ, συγχρόνως αναθυμάται και την ιστορία του αδερφού του και της οικογένειάς του, ανοίγοντας πολλούς αφηγηματικούς κύκλους. Ιστορίες που εκτείνονται από το παρελθόν προς το παρόν και αντίστροφα. Έτσι ο αναγνώστης πληροφορείται τον χωρισμό της κόρης του Μπουριάνας, την οποία ο άντρας της εγκαταλείπει επειδή αγαπάει μια άλλη γυναίκα, αλλά και την περιπέτεια ζωής του ίδιου του αφηγητή, στη σκιά ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν την ψυχοσύνθεσή του. Ακόμη στο διήγημα διαφαίνονται, στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας, οι σχέσεις των προσώπων, οι σκέψεις τους, όπως αναδύονται από τις συζητήσεις και τις ζωηρές αναμνήσεις του παρελθόντος.
5 Φεβρουαρίου1905
«Πολυαγαπημένη, ακριβή μου Νόρα, κρυώνω και τα δάχτυλά μου πονάνε,…»
«Δεν μπορώ όμως να σε αποχαιρετήσω, πολυαγαπημένη μου Νόρα. Και δεν μπορώ να κρατήσω άλλο το μολύβι. Κρυώνω. Και σε παρακαλώ , συχχώρεσέ με. Με αγάπη, Πέγιο». Σελ.17
Στο δεύτερο διήγημα «Ανατολικά της Δύσης», το οποίο δίνει και τον τίτλο του βιβλίου, μια συγκινητική ιστορία αγάπης εξελίσσεται με καθυστέρηση πολλών χρόνων και παράλληλα με την ιστορία του τόπου, με απώλειες, ανάμεσα σε δυο χωριά και δύο πατρίδες, στο σύνορο, ανάμεσα σε δύο ξαδέρφια, τον αφηγητή ή Μύτη και την ξαδέρφη του Βέρα. Το ποτάμι χωρίζει τα δύο χωριά, που ανήκουν τώρα σε δύο διαφορετικές χώρες,τη Βουλγαρία και τη Σερβία, γίνεται τόπος έρωτα και περιπέτειας αλλά και σύνορο θανάσιμων εναγκαλισμών και διάψευσης για τον αφηγητή της ιστορίας. Στο ποτάμι θα χάσει τη ζωή της και η αδερφή του πριν το γάμο της, όταν θα θελήσει να δείξει τα ασημένια σκουλαρίκια της στον αρραβωνιαστικό της.
«Από την άλλη όχθη ο πατέρας του Μπόμπαν φώναξε: «Ζητάμε το χέρι της κόρης σας!».
Ο πατέρας έβγαλε ένα φλασκί και ήπιε ρακί και ύστερα το έδωσε στους υπόλοιπους. Το ποτό είχε απαίσια γεύση και μου ‘καψε το λαιμό. Έβηξα και ο παππούς με χτύπησε στην πλάτη και κούνησε το κεφάλι. Ο πατέρας μου μου πήρε το φλασκί και έχυσε λίγο ποτό στο έδαφος για αυτούς που είχαν φύγει. Η οικογένεια στην άλλη όχθη έκανε το ίδιο.
«Σας δίνω το χέρι της κόρης μου!» φώναξε ο πατέρας. Θα τους παντρέψουμε στο σμπορ». Σελ. 54
«Η φωνή του παπά έσβησε και τότε ένας άλλος παπάς στην άλλη μεριά άρχισε να ψέλνει. Οι λέξεις σωριάστηκαν πάνω στην καρδιά μου σαν πέτρες και σκεφτόμουν πόσο πολύ θα ήθελα να είμαι σαν το ποτάμι, που δεν είχε μνήμη, και πόσο λίγο σαν τη γη, που δεν μπορούσε ποτέ να ξεχάσει». Σελ. 57
«Όλοι κρατούσαμε ένα κερί και οι άνθρωποι απέναντι κρατούσαν επίσης κεριά, κι οι όχθες ζωντάνευαν από τις φωτιές- δυο φλεγόμενα χέρια που δεν μπορούσαν να συναντηθούν. Ανάμεσά τους ήταν το ποτάμι». Σελ. 56
Στο «Αγοράζοντας τον Λένιν», ο συγγραφέας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, από την πλευρά ενός εγγονού, την ιστορία ανάμεσα στον παππού του και τον ίδιο, όταν φεύγει για σπουδές στην Αμερική. Ιδεολογίες, ταυτότητα, δυσκολίες, στάσεις ζωής, αναδύονται μέσα από επιστολές και την τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσά τους. Αντίδραση στη σύγκλιση μιας εποχής, συμφιλίωση στη συνειδητότητα μιας στιγμής γέλιου. Ιστορία, νοσταλγία, χιούμορ και η μορφή του Λένιν, στο υπόβαθρο της πολιτικής δράσης του παππού και στη διάσταση της περασμένης εποχής, όριο στη διαφορετική εστίαση της οπτικής των γενεών.
«Γερνάω», μου είπε…είσαι καλό παιδί, γιε μου, σε έχω όμως απογοητεύσει. Έχεις κάθε δίκιο να με κοροϊδεύεις». Του είπα πως κάποτε το απολάμβανα να τον κοροϊδεύω, όμως όχι πια. «Πες μου το τρίτο βήμα. Θέλω να ξέρω».
«Βήμα τρία», είπε μετά από σκέψη. «Γύρνα πίσω». Σελ. 90
Στο διήγημα «Το γράμμα», η αφηγήτρια είναι η Μαρία. Έχει μια δίδυμη αδερφή, την Μάρθα, η οποία ζει σε ορφανοτροφείο. Η Μαρία ζει με τη γιαγιά της. Κλέβει διάφορα αντικείμενα, με την υπόδειξη της γιαγιάς της. Τα χρήματα εκείνη τα στέλνει στη μητέρα του κοριτσιού η οπoία το έχει σχεδόν εγκαταλείψει. Όταν η Μάγδα μένει έγκυος, η Μαρία γράφει ένα γράμμα στον πατέρα τους που ζει κάπου στο Λονδίνο. Το γράμμα γράφεται στα Αγγλικά και στα Βουλγάρικα, προκειμένου να ζητήσει χρήματα για την έκτρωση. Όταν η ίδια βρίσκει τα χρήματα εγκαταλείπει την Μάγδα, την φαντάζεται στο σπίτι της γιαγιάς να κοιμάται στο κρεββάτι της κι εκείνη βυθίζεται σε μια ψευδαίσθηση που καταλήγει σε ένα τηλεφώνημα στη γιαγιά της, ζητώντας χρήματα για την επιστροφή στο σπίτι, όμοια με εκείνα τα τηλεφωνήματα της μητέρας της και με τις ίδιες φράσεις προς εκείνην.
«Νιώθω την ασφυκτική ανάγκη να παραγεμίσω τις τσέπες μου με όλα εκείνα τα αστραφτερά φώτα της σκηνής. Αν δεν το κάνω, θα πνιγώ στ’ αλήθεια». Σελ.114
«Είμαι κόρη της μητέρας μου. Κι έτσι τρέχω όσο γρήγορα μπορεί να τρέξει κανείς μες στη βροχή-κι ακόμα κι όταν ξεμένω από ανάσες , συνεχίζω να τρέχω. Φοβάμαι πως αν σταματήσω, τα πόδια μου θα με οδηγήσουν πίσω». Σελ. 112
Στο διήγημα «Φωτογραφία με τη Γιούκι», ο αφηγητής μαζί με την γυναίκα του Γιούκι, η οποία είναι γιαπωνέζα, επιστρέφει στη Σόφια από το Σικάγο, προκειμένου η γυναίκα να μείνει έγκυος με τη διαδικασία της εξωσωματικής. Η επιστροφή στην πατρίδα, ξυπνάει πολλές μνήμες και το ζευγάρι δοκιμάζει πολλές εκπλήξεις και εμπειρίες, όπως η εμπλοκή του σε ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο, όταν θα χτυπήσουν στην εξοχή, ένα αγόρι με ποδήλατο. Όταν το αγόρι πεθαίνει, θα βρεθούν στην δυσάρεστη και λυτρωτική θέση συμμετοχής στο πένθος και στην δοκιμασία της αποκάλυψης της αλήθειας στην οικογένεια του μικρού παιδιού. Μία φωτογραφία θα αφήσει ένα ίχνος πίσω της. Η ιστορία τελειώνει με το ζευγάρι να φεύγει κρατώντας τα βότανα που μια τσιγγάνα χαρίζει στη Γιούκι και της υπόσχεται ευγονία.
« Τρεις ημέρες αργότερα οι σύντροφοι επέστρεψαν, συγκάλεσαν ένα αυτοσχέδιο λαϊκό δικαστήριο, κήρυξαν τον προπάππου μου εχθρό του λαού και τον κρέμασαν από το χαμηλότερο κλαδί μιας καρυδιάς. Ανάγκασαν τον παππού -είκοσι χρονών τότε- να κοιτάζει και να βγάζει συμπεράσματα για το δικό του μέλλον. Οι σύντροφοι έγραψαν КУЛАК στην αυλόπορτα με μεγάλα γράμματα από πίσσα, ώστε όποιος περνούσε από κει να ξέρει πως η οικογένειά μας είναι ταξικός εχθρός. Όταν ήμουν δώδεκα, ο πατέρας με έφερε στον αχυρώνα και μου έδειξε την αυλόπορτα που ο παππούς είχε βγάλει απ’ τους μεντεσέδες και την είχε κρατήσει θαμμένη κάτω απ’ το σανό. Θυμάμαι πως δεν ένιωσα κάτι ιδιαίτερο διαβάζοντας τα γράμματα,…Τώρα όμως με τη Γιούκι δίπλα μου, ένιωσα κάτι που δεν μπορούσα να εξηγήσω , κάτι που, ξαφνικά, δεν ήθελα να το μεταδώσω σ’ εκείνη. «Δεν ξέρω τι λέει», της είπα». Σελ. 129

Στο διήγημα «Οι ληστές του σταυρού», ο Ράντο κι ο Γκόγκο, δυο φίλοι με μια ιδιότυπη παραβατικότητα προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια μεταβατική εποχή. Στον απόηχο των ικανοτήτων του, ο Ράντο, πρώην παιδί-θαύμα με την ικανότητα της αποστήθισης κι ο φίλος του, κλέβουν ένα σταυρό από μία ορθόδοξη εκκλησία. Γενεές, οικογένεια, σχολικές επιδόσεις, ιδεολογίες, με μιαν αίσθηση σαρκασμού και αδιαφορίας, στον απόηχο διαδηλώσεων, στη μεταβατική περίοδο πολιτικών αλλαγών, περνούν πίσω από την ιστορία. Μαθητεία ζωής από την οπτική των αδικημένων, φτωχών νέων και των οικογενειών τους με ακυρωμένες προσδοκίες και όνειρα.
«Δεν ήμασταν έτσι εμείς. Κάποτε είμασταν άγριοι καβαλάρηδες». Σελ. 165
«Κουβέντα κάνω, Ράντο», λέει. «Είμαι απλώς φιλικός».
Βγάζει μια πέτρα από την τσέπη του και μ’ αφήνει να την κρατήσω. «Νιώθεις πόση ελευθερία είναι στριμωγμένη εδώ μέσα;» ρωτάει. Σελ. 151
«Αλλά ο Γκόγκο κι εγώ δεν είμαστε ληστές. Σφετεριστές μπορεί. Δημιουργοί μύθων». Σελ. 157
«Σπάνια μιλάει έτσι ο Γκόγκο. Όταν όμως είσαι πεινασμένος, όλη σου η ιστορία αποκαλύπτεται ξεκάθαρα μπροστά σου, έστω και για μια στιγμή. Αν και, φαντάζομαι, ο Γκόγκο έχει ένα δίκιο. Μερικά πράγματα είναι πιο σημαντικά από εμάς. «Το αναγκαίο», είναι ένα από αυτά. Νασάστνιγιατ, το αναγκαίο, έτσι το λέμε το ψωμί εδώ στη Βουλγαρία». Σελ. 159
«Χιονίζει, μεγάλες λευκές νιφάδες. Από κάτω μου είναι οι ιτιές και οι άνθρωποι… Συγνώμη, αγαπημένοι μου Βούλγαροι. Ορίστε, έχετε τη συγνώμη μου εκ των προτέρων. Σας έχω όμως απομνημονεύσει όλους πια. Τον καθέναν από εσάς. Γι’ αυτό, πρόσεχε λαέ μου. Αυτό το αγόρι έχει πέτρες στα νεφρά του». Σελ. 180
«Είναι Γενάρης του 1997 και , για ακόμα μια φορά, έπεσε η κυβέρνηση». Σελ. 148

Στο διήγημα «Νυχτερινός ορίζοντας», παρακολουθούμε σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, την ιστορία της Κεμάλ, μιας νεαρής Τουρκάλας με ανδρικό όνομα, την οποία ο πατέρας της έχει μαζί του στο εργαστήριο κατασκευής οργάνων μουσικής. Μαζί κατασκευάζουν γκάϊντες διαφόρων τύπων. Παράλληλα παρακολουθούμε και τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας . Όταν η Κεμάλ αναγκάζεται να λάβει ένα βουλγάρικο όνομα, διαλέγει τυχαία το όνομα Βιάρα. Στο διήγημα διαφαίνεται η διαφορετικότητα και οι ιδιαιτερότητες των μειονοτήτων καθώς και το μίσος της βίαιης ενσωμάτωσης.
«Πρόφερε το παλιό της όνομα-Κεμάλ- και όσο το επαναλάμβανε, τόσο κυλούσε από μόνο του, τόσο πιο μέσα δάγκωνε την ουρά του. Επανέλαβε το καινούργιο της όνομα, Βιάρα, και συνέχισε να επαναλαμβάνει-το παλιό όνομα, το καινούργιο όνομα, μέχρι που το ένα καταβρόχθισε το άλλο. Μέχρι που και τα δυο τα ένιωθε ξένα. Το σώμα της δεν ήταν δικό της σώμα. Το όνομά της δεν ήταν δικό της». Σελ. 205
«Τα βράδυα άκουγαν μια εκπομπή που λεγόταν Νυχτερινός ορίζοντας. Άνθρωποι τηλεφωνούσαν στην εκπομπή και μιλούσαν στον αέρα κι έλεγαν τον πόνο τους». σελ. 202
« Αγαπητό κόμμα, φέρε πίσω τους γονείς μου. Δυο τρακτέρ στέκονταν στο σκοτάδι και η Κεμάλ θυμήθηκε τι της είχε πει κάποια φορά ο πατέρας της : θα φτάσει η μέρα που θα έρθει τρέχοντας ένα λευκό κριάρι από τ’ ανατολικά, κι από τα δυτικά ένα μαύρο κριάρι. Και τα δύο τεράστια, με κέρατα σαν κουλουριασμένα φίδια, … Η Κεμάλ γονάτισε δίπλα στο μαύρο κριάρι …Ύστερα, μέσα σε πυρά και κεραυνούς, τα κέρατα ξετυλίχτηκαν και βαριές οπλές έκαν τη γη να τρέμει. Είδε το μαύρο κριάρι να συγκρούεται με το λευκό κριάρι και τους φρουρούς να βγαίνουν από τον κοιτώνα τους τρεκλίζοντας μεθυσμένοι κι ακόμα μέσα σε όνειρα. Ποιο κριάρι θα τους έπαιρνε, αναρωτήθηκε, και ποιο θα έπαιρνε εκείνη;». Σελ. 206-207
Στο διήγημα «Ντεβσιρμέ», ο αφηγητής είναι ένας Βούλγαρος μετανάστης στην Αμερική. Ζει μόνος, αφού η γυναίκα του τον έχει εγκαταλείψει και ζει με την κόρη τους Έλλη, στο σπίτι του νέου της συζύγου, ο οποίος είναι γιατρός με καταγωγή από τη Βουλγαρία επίσης. Όταν το ζευγάρι μετακομίζει στο Τέξας, ο πατέρας του κοριτσιού ταξιδεύει με το αυτοκίνητο ενός αμερικανού φίλου του, προκειμένου να πάρει την κόρη του για ένα σαββατοκύριακο, όπως έχει συμφωνήσει με τη Μάγια την πρώην γυναίκα του. Η σχέση του με την κόρη του Έλλη, εξελίσσεται παράλληλα με τις ιστορίες που της αφηγείται. Οι ιστορίες αυτές, συνυφαίνονται με αυτοβιογραφικά στοιχεία και θρύλους των Βαλκανίων. Αποτελούν μια γέφυρα σύνδεσης των γενεών στον μίτο ενός παραμυθιού, της ιστορίας ενός μεγάλου έρωτα, στον κύκλο μιας νοσταλγίας εγγεγραμμένης στην ταυτότητα ενός προσώπου, μιας οικογένειας, μιας χώρας.
«Ο Αλή Ιμπραήμ είναι ένας γενίτσαρος», λέω. «Βουλγάρικο αίμα ρέει στις φλέβες του. Σύμφωνα με τις εντολές του σουλτάνου, κάθε πέντε χρόνια οι σκλαβωμένοι πρέπει να πληρώσουν το φόρο του αίματος- το ντεβσιρμέ». Σελ. 230
« Το γιαντ, Τζον Μάρτιν», εξηγώ, «είναι αυτό που καλύπτει τα σωθικά κάθε βουλγάρικης ψυχής. Το γιαντ είναι που μας σπρώχνει, σαν μηχανή, μπροστά. Το γιαντ είναι σαν τη ζήλια, αλλά δεν είναι απλά και μόνο αυτό. Είναι σαν το φθόνο, το μίσος, το θυμό, αλλά πιο εκλεπτυσμένο, πιο πολύπλοκο. Είναι σαν οίκτος για κάποιον, σαν τύψεις για κάτι που έκανες ή δεν έκανες, για μια ευκαιρία που έχασες, για μια δυνατότητα που σπατάλησες. Όλα αυτά τα συναισθήματα σε μια όμορφη λέξη. Γιαντ. Μπορείς να το πεις:». Σελ. 234
«Προσπάθησε, για το καλό σου, είπε, να σκοτώσεις τα πράγματα που σε τραβάνε πίσω». Σελ. 243
«Δεν χρειάζεται τα μάτια της για να δει τον κόσμο μου. Ούτε κι εγώ τα χρειάζομαι για να δω τα πράγματα που βλέπει εκείνη. Το αίμα μου τρέχει στις φλέβες της και το δικό της στις δικές μου. Το αίμα θα μας κάνει να δούμε». Σελ. 256

« Κι έτσι τελειώνει αυτή η ιστορία. Πολλοί την έχουν διηγηθεί παλιότερα και πολλοί την έχουν τραγουδήσει. Είναι στον αέρα και στο νερό, στις κοιλάδες και στις απόκρημνες πλαγιές. Και ψηλά στο Βουνό μπορείς ακόμα να ακούσεις εκείνο το νανούρισμα-τη φωνή μιας γυναίκας που παρηγορεί τα παιδιά της σε καιρούς απόγνωσης, σε καιρούς σκοτεινούς». 

ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ
ΜΙΡΟΣΛΑΒ ΠΕΝΚΟΦ
Σελ.260
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΚΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΗΣ
ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ

cityculture.gr / γράφει η Άγγελα Μάντζιου