Andres Barba, Χέρια μικρά, βιβλιοκριτική

Written by

Χέρια μικρά: Ένα μικρό κορίτσι, η Μαρίνα, ύστερα από τον θάνατο των γονέων της σε τροχαίο ατύχημα, έρχεται να ζήσει σε ένα ορφανοτροφείο. Η καινούργια τρόφιμος, αναστατώνει τις υπάρχουσες ισορροπίες, δημιουργώντας εσωτερικές εντάσεις εξαιτίας υποσυνείδητων  συγκρίσεων ανάμεσα στα άλλα κορίτσια του ιδρύματος και στην ίδια . Εκείνα γνώρισαν την εγκατάλειψη και βίωσαν την απόρριψη, η Μαρίνα όμως είχε ένα διαφορετικό παρελθόν στους κόλπους μιας οικογένειας μέχρι τη στιγμή του ατυχήματος. Ύστερα  όλα αλλάζουν στη ζωή της. Ύστερα από αυτό το τραγικό συμβάν και  μετά  την νοσηλεία της στο νοσοκομείο, η ψυχολόγος του νοσοκομείου θα της χαρίσει μια κούκλα, ανακοινώνοντάς της το νέο της εγκατάστασής της σε ένα ορφανοτροφείο.

Καθώς  η ηρωίδα προσπαθεί να προσαρμοστεί στην νέα κατάσταση και να βρει μια θέση στην κοινότητα αυτή, επινοεί, όταν στερείται την  κούκλα της που της κλέβουν τα άλλα κορίτσια, ένα εμμονικό, συνενοχικό  νυχτερινό παιχνίδι εναλλαγής ρόλων, στο οποίο επιδίδονται οι μικρές τρόφιμες με έκδηλη τάση νοσηρής βίας. Αυτό το παιχνίδι της νυχτερινής διαδικασίας υποβολής ενός κοριτσιού στον ρόλο μιας κούκλας βουβής και άβουλης  απέναντι στις επιθυμίες του πλήθους και στη βία  των  υπόλοιπων κοριτσιών, ολοκληρώνεται βασανιστικά μέχρι το διφορούμενο τέλος του. Τέλος ενός  παιχνιδιού που θα ολοκληρωθεί με τον θάνατο της Μαρίνας, όταν η ίδια γίνει  η άφωνη κούκλα- άθυρμα στα χέρια της ομάδας των κοριτσιών του ορφανοτροφείου, διεκδικώντας αγάπη, διερευνώντας τη σκοτεινή επιθυμία, σε μια παραμορφωτική διαδικασία αντικατοπτρισμού, σαν την ουλή που της έμεινε από το ατύχημα.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση στο πρώτο μέρος και ένας μετατοπισμός της οπτικής στο δεύτερο μέρος, με την αναφορά σε ένα «εμείς» που διαχωρίζει την ομάδα και το άτομο. Το τρίτο μέρος της αφήγησης,  με την εικόνα ενός ζωολογικού κήπου, ενισχύει την ιδέα του εγκλεισμού, στην μεταφορική εικόνα των άγριων θηρίων με τους κυνόδοντές τους να εξέχουν, όπως  γίνονται υπαινικτικό θέμα παρατήρησης από τους επισκέπτες του ζωολογικού κήπου.

Η ροή  της αφήγησης έχει μια σκοτεινή αγωνία ενός επικείμενου κινδύνου και μιαν ένταση σταδιακής κορύφωσης, ως μεταφορά ωμοφαγίας, στην ατμόσφαιρα φόβου στην οποία εξελίσσεται και στην υπνωτιστική έλξη της έμμονης βίας. Παράλληλα διαφαίνεται και μια ασάφεια προσέγγισης κάποιων ευρύτερων παραμέτρων της ιστορίας, περιορίζοντας την οπτική της. Στον  κύκλο ενός ψυχογραφήματος και μιας παραμόρφωσης προβάλλει η ανάγκη να ανήκεις, το αίτημα της φιλίας και η αναζήτηση της αγάπης.

Χέρια μικρά – αποσπάσματα

«Η κούκλα ήταν βαριά και μικρή. Η ψυχολόγος της τη  χάρισε για να τη μεταμορφώσει επιτέλους σε μικρό κορίτσι μια για πάντα». Σελ. 21

«Και πάντα έβλεπε καλύτερα. Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον.Τι θα γινόταν αν η Μαρίνα άφηνε την κούκλα στο περβάζι του παραθύρου για πολλές μέρες, να κοιτάει τον κόσμο που περνούσε απ’ τον δρόμο; Απλώς, θα κατέληγε να μάθει τα πάντα και θα γινόταν ολοένα και πιο μεγάλη, θα άνοιγαν οι ραφές στην πλάτη της , σαν την ουλή στον ώμο της Μαρίνας, και κάποιος θα έπρεπε να έρθει και να βγάλει όλα τα μικρά ράμματα μ’ ένα μικρό μαύρο ψαλίδι». Σελ. 23

«Πριν η πολιτεία ήταν χαρούμενη, εμείς ήμασταν χαρούμενες. Πριν μας έλεγαν κάντε αυτό ή το άλλο, κι εμείς το κάναμε, γυρίζαμε τα χέρια, ζωγραφίζαμε, γελούσαμε, μας έλεγαν πολιτεία πιστή και όμορφη. Είχαμε μάτια που κοιτούσαν με έπαρση και χέρια σταθερά. Για όλους ήμασταν κορίτσια». Σελ. 33

«Εμείς που είχαμε δαμαστεί, που η καθεμιά δεν ξεχώριζε το κορμί της από τα κορμιά των άλλων, που θέλαμε τα ίδια, δεν ήμασταν πια ίδιες. Υπήρχαν εκεί έξαφνα κάτι χέρια που δεν αναγνωρίζαμε, γίναμε ξένες. Από τη μια στιγμή στην άλλη κάτι είχε χαθεί: η εμπιστοσύνη». Σελ. 35

«Την κούκλα την κλέψαμε  ένα βράδυ Τετάρτης χωρίς εκείνη να μας πάρει είδηση, και η Μαρίνα ξύπνησε με μια έκφραση πανικού.Τώρα ήταν απροστάτευτη σαν εμάς. Τώρα προσπαθούσε να αγαπήσει και η πείνα της δεν είχε αντικείμενο». Σελ. 64-65

«Ο φόβος συμπυκνώθηκε στις νύχτες». Σελ. 96

«Πώς άρχισε η επιθυμία; Δεν ξέρουμε. Όλα γίνονταν σιωπή μες στην επιθυμία, σαν τις κινήσεις των ακροβατών, των σχοινοβατών. Η επιθυμία ήταν σαν ένα μεγάλο μαχαίρι κι εμείς η λαβή του. Και τίποτα, τίποτα δεν συνέβη πραγματικά. Συνέβαινε η νύχτα όπως είχε συμβεί κι ο ζωολογικός κήπος. Στα σκοτεινά, μαζεμένες γύρω απ’ το κρεβάτι της Μαρίνας, βλέπαμε τον ζωολογικό κήπο καλύτερα απ’ ό,τι τη μέρα, καταλαβαίναμε ότι αυτό που είχαμε νιώσει κοιτάζοντας τον λύκο ήταν ένα συναίσθημα χωρίς βάθος,  κι ότι ούτε εκείνη τη στιγμή, ούτε την επόμενη μέρα, ούτε την επόμενη χρονιά δεν θα ήμασταν σε θέση να το καταλάβουμε». Σελ. 86

«Τι κοιτάζεις, Μαρίνα;»

«Τα παγόνια, είναι όμορφα τα παγόνια».

«Ναι, όμορφα είναι».

«Είναι όμορφα και συγχρόνως δεν είναι, και κοιτάζουν με τα χιλιάδες μάτια της ουράς τους».

«Μυστηριωδώς όλες αρχίσαμε να μαζευόμαστε κοντά της, χωρίς να το έχουμε σκοπό. Μια τεράστια σαγήνη μας έσπρωχνε να λαχταράμε την επαφή της, να γυρεύουμε τη φωνή της, να επιθυμούμε τις εκφράσεις της.  Δεν θέλαμε πια τα ζώα, ούτε τον φόβο του λύκου, ούτε την ησυχία του ελέφαντα, ούτε λαμπερή χάρη των δελφινιών, θέλαμε την επαφή της Μαρίνας και δεν ξέραμε τι να κάνουμε για να πέσουμε σ’ εκείνη την έρημο». Σελ. 83

«Μόνο αυτή έμενε ήσυχη, ακίνητη θαρρείς στη μέση μιας μεγάλης ζωής». Σελ. 22

«Παίξαμε μαζί της όλη τη νύχτα, έτσι ακίνητη που ήταν. Μετά, γεμάτες ευγνωμοσύνη και χαρά, καθίσαμε τριγύρω της και μία μία τη φιλήσαμε πολύ αργά στα χείλη, σαν να τρώγαμε». Σελ. 113

«Κούκλα με θλιμμένα χέρια, με μπλε φουστάνι, φτωχό πραγματάκι φθαρμένο που ξέρεις τα μυστικά». Σελ. 95

Ταυτότητα του βιβλίου Χέρια μικρά

 

Χέρια μικρά
Συγγραφέας: Andres Barba
Μεταφραστής: Βασιλική Κνήτου
ISBN: 978-618-03-1254-6
Σελίδες: 120
Ημερομηνία Έκδοσης: 15/02/2018
Διαστάσεις: 14 Χ 20,5
Εξώφυλλο: Μαλακό
Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

 

cityculture.gr/ γράφει η Άγγελα Μάντζιου