Άνοιξη και μετά καλοκαίρι

Written by

  Τα παιδιά των πόλεων έχουν ακόμα νιάτα να ξοδέψουν μέσα στα τσιμέντα. Έχουν ακόμα φθορά να καταθέσουν, μέσα στους βιαστικούς και πολύβουους δρόμους, εκεί που γεννιέται με επώδυνους τοκετούς το καινούργιο της ζωής, η άλλη ματιά στην επαναλαμβανόμενη ιστορία του κόσμου. Και έτσι ακριβώς ζούμε: με καινούργια βλέμματα απέναντι στα μυστήρια που διαρκούν, την εκ νέου ανακάλυψη μακρινών Αμερικών και την επινόηση Ατλαντίδων. Ο πλανήτης αρχίζει να γίνεται ασφυκτικός σ’ ένα κόσμο όπου ο χρόνος επιταχύνει ανεξέλεγκτος, περίπου ίδιος όπως στις οδύνες ενός πυρετού ή μιας επικείμενης απώλειας. Όλα μια ανώφελη σπαρακτική βιασύνη.

Γιατί τα λέω αυτά; Γιατί ο χρόνος κυλάει και δε βλέπουμε αυτά που έρχονται, περνούν και φεύγουν –ανεπαισθήτως- δίπλα μας. Οι εποχές που αλλάζουν και δεν προλαβαίνουμε να τις χαρούμε. Τα πρωινά με τη δροσιά και τις αραιές ομίχλες στη θάλασσα, τα μεσημέρια με τη γλύκανση του φωτός, τα απογεύματα με τα ζευγάρια που πιάνονται από το χέρι ψάχνοντας χώρο για να μη χωρίσουν ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τα δειλινά με την τρομοκρατία του φωτός και οι νύχτες που πέφτουν σα δέσμη από τριαντάφυλλα – μια παρομοίωση που σ’ ακολουθεί χρόνια τώρα, μήπως και καταλάβεις κάτι από τη ζωή σου.

Είμαστε παιδιά των εποχών. Η διάθεση μας αλλάζει ανάλογα με το αν νυχτώνει νωρίς ή αργά, ανάλογα με το δεκτικό ή το άξενο της νύχτας, ανάλογα με το φως και την ποιότητα του κύματός του, ανάλογα με τη θέρμη και την ψύχρα των διπλανών που μετέχουν στην αλλαγή και τα πιθανά δυστυχήματά της. Ακόμη και μέσα στις πόλεις θαυμάζουμε στα κλεφτά τα ζουμπούλια στις ξεκάρφωτες γλάστρες και τους περίκλειστους κήπους (στην Καλαμαριά, στην Άνω Πόλη, στην Επτάλοφο), τις ακακίες που θάλλουν μονήρεις σε ξεχασμένα οικόπεδα (ποιον να βλάψουν;), τους πανσέδες και τις τουλίπες στα παρτέρια του Δήμου (όποτε τα θυμούνται οι αθώοι κηπουροί), τις μαργαρίτες, τις λεβάντες και τις μολόχες στα χαμηλά σπίτια των δυτικών συνοικιών. Μια χαραμάδα στο απρόοπτο, σ’ αυτό που μεταμορφώνει το καθημερινό σε εξαιρετικό. Σ’ αυτό που σου φτιάχνει τη μέρα.

«Ευτύχημα είπα που δεν έχουμε κανένα όφελος /ευτύχημα να μας σπρώχνει ολοένα ο χρόνος». Μνημονεύω Καρούζο και εκείνη τη σοφία του να ζει κανείς άφραγκος, καίτοι θεόθεν αριστοκράτης. Είμαστε παιδιά των Ωρών, των αλλαγών του καιρού που κυλάει στο δικό του ποτάμι, ακόμα και αν αυτές οι αλλαγές γίνονται χρόνο με το χρόνο ολοένα και πιο ανεπαίσθητες, ολοένα και πιο δυσδιάκριτες στην τύρβη των ημερών.

Το Σαββατοκύριακο θα πάρεις το αυτοκίνητο και, ακόμη και αν ζορίζεσαι πια με την τιμή της βενζίνης, θα πας με παρέα στον Ταξιάρχη, στα Πυργαδίκια, την Ουρανούπολη, τη Σάνη, το Παλιούρι, το Πόρτο Κουφό, τη Βουρβουρού, να τα δεις ήσυχα πια, όμορφα μέσα στην ανοιξιάτικη αυτάρκειά τους. Ξέφωτα από φωτεινό κίτρινο και λαμπερό μωβ, με τα οποία θα αναζητήσεις ξανά το πολύχρωμο της ζωής σου. Μπορείς ακόμη να πάρεις δρόμους της ενδοχώρας στα βουνά, στον Όλυμπο, το Βέρμιο, το Πάικο, το Χολομώντα, και εκεί ανάμεσα στα δάση από πεύκα, φτέρες, μεσέδες, οξιές και καστανιές να ταξινομήσεις τις σκέψεις σου και να βάλεις στη θέση τους όλους όσους χρόνια τώρα γονάτισαν τη χώρα, τη λογική και το νευρικό σου σύστημα: τα μπασμένα, τους ανώμαλους και τους επιδειξίες μιας στρεβλής υβριστικής ευημερίας. Αυτούς τους αφήνεις να θρηνούν πια, για τα faux bijoux με τα οποία στόλισαν τη ζωή τους, για τα «φιλάκια» που σκόρπισαν αδιακρίτως στους καιρούς της βλεννώδους βασιλείας τους, για την ξιπασιά που έγινε πια ματαιωμένη πρώτη τους φύση.

Κι αν η μιζέρια και η κατήφεια καταλαμβάνουν σα θανατηφόρος λοιμός την ψυχή σου, να ξέρεις ότι οι ωραίοι σαν Έλληνες εξακολουθούν να υφαίνουν υπομονετικά τα δικά τους μεταξωτά, για να ντύσουν με αυτά τα νοήματα που βγήκαν γδυτά από ένα πορνείο που έπιασε φωτιά.

Τη χώρα μου.

 

 

γράφει ο Κωνσταντίνος Ν. Καρεμφύλλης

Πηγή: e-keimena.gr