Από την βυζαντινή Τζόστρα στο χριστουγεννιάτικο Καρουζέλ

Written by

Σύμφωνα με τον Αδαμάντιο Κοραή στο έργο του «Γλωσσογραφικής ύλης δοκίμιον, αλφάβητον τρίτον»: «Τζόστρα ελέγετω βαρβάρως από τους Γραικορωμαίους, η δια λόγχης πανηγυρική γυμνασία. Η λέξις προέρχεται από το ιταλικόν giostra (= κονταρομαχία), η οποία στα γαλλικά έγινε carrousel».

Ο βυζαντινός διαδορατισμός, γνωστότερος ως κονταρομαχία ή κονταροχτύπημα στα νέα ελληνικά, αν και ήταν γνωστός στις ηγεμονικές αυλές της Ευρώπης ήδη από τον 9ο αι., πήρε μεγάλη έκταση από τον 11ο αι. και μετά, από τους Φράγκους σταυροφόρους, όταν αυτοί επέστρεψαν στην Γαλλία. Η κονταρομαχία ήταν ένα στρατιωτικό έφιππο άθλημα μάχης, που περιελάμβανε αγώνες με κοντάρια ιππέων, οι οποίοι έφεραν πανοπλία. Οι αγώνες, οι οποίοι γίνονταν πάνω σε εκπαιδευμένα άλογα κατά άτομα ή κατά ομάδες, αποκαλούνταν «τουρνουά / tournoi» μετάφραση του βυζαντινού όρου «τορνεμές». Στόχος του αθλήματος ήταν η κατάρριψη του αντιπάλου από το άλογό του. Γενικά ήταν ένα ριψοκίνδυνο άθλημα, που συχνά έπαιρνε και άσχημες διαστάσεις με κατάληξη από βαρείς τραυματισμούς μέχρι και το θάνατο των συμμετεχόντων. Κατά το Μεσαίωνα μετατράπηκε σε ένα «εξειδικευμένο» άθλημα, αλλά και σε ένα τρόπο «επίλυσης διαφορών» μεταξύ των Ιπποτών και των Ευγενών. Όταν τον 16ο αιώνα, στη διάρκεια μίας κονταρομαχίας σκοτώθηκε ο βασιλιάς Ερρίκος Β΄ της Γαλλίας, οι κονταρομαχίες απαγορεύτηκαν και σιγά-σιγά ξεχάστηκαν.
Τελευταία φορά που οργανώθηκε επίσημος αγώνας κονταρομαχίας ήταν το 1839 στο Τορίνο της Ιταλίας, με αφορμή την επίσημη διέλευση από την πόλη του τότε διαδόχου της Ρωσίας Αλέξανδρου.

τζοστρα βυζαντινη
Στο παρακάτω απόσπασμα παρακολουθούμε έναν αγώνα τζόστρας που γίνεται στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, με την ευκαιρία του γάμου του Αλέξιου Κομνηνού με την Άννα της Σαβοΐας (2 Μαρτίου 1180). Στον αγώνα συμμετέχει ο Ανδρόνικος Κομνηνός, μετέπειτα αυτοκράτορας, ενώ από το θεωρείο παρακολουθούν ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός, η σύζυγός του Μαρία, και το νεόνυμφο ζευγάρι, ο Αλέξιος και η Άννα:
«Χαμήλωσαν τα κοντάρια τους οι καβαλάριοι, και χαιρέτησαν. Ανέμισαν τα μαντήλια που είχαν δεμένα πάνω τους. Μαντίλια δοσμένα από μεγαλοκυράδες, που είχαν δεχτεί να κονταροχτυπηθούν στ’ όνομά τους οι καβαλάριοι. Ένας μόνο δεν είχε μαντίλι στη λόγχη του, ο ψηλός, ο ανώνυμος (Ανδρόνικος Κομνηνός). (…)
Χτύπησαν πάλι οι σάλπιγγες, γύρισαν δεξιά οι καβαλάριοι που ήταν δεξιά, ζερβά οι άλλοι, και καλπάζοντας πήγαν στις δυο άκρες του πέλματος. Κάπως διαφορετική ήταν η ρωμαίικη τζόστρα από τη φράγκικη. Ξύλινο χώρισμα ανάμεσα στους δυο καβαλάριους δεν υπήρχε. Έτσι γινόταν ακόμα πιο δύσκολος ο αγώνας, γιατί τα άτια που κάλπαζαν ξέφρενα, λίγο να μην πρόσεχαν οι καβαλάριοι, μπορούσαν να συγκρουστούν.
(…) Τελευταίος έμεινε ο ανώνυμος. Κέντρισε το άλογό του, όταν χτύπησαν οι σάλπιγγες και χύθηκε με καλπασμό να βρει τον αντίπαλό του. Στεκόταν τόσο όμορφα πάνω στο άτι του και το κοντάρι του ήταν τόσο ακίνητο, σαν να ήταν καρφωμένο στου κορμί του, που άθελά του ο λαός ζητωκραύγασε. Το κασίδι του Φράγκου σημάδεψε την τελευταία στιγμή, όταν ζυγώσανε τα άτια, ο ανώνυμος, και το χτύπημά του ήταν τόσο τέλειο, που ο ιππότης έφυγε από τη σέλα του και γκρεμίστηκε με πάταγο σιδερικών πάνω στην άμμο του πέλματος. Κράτησε το άτι του ο ανώνυμος, έριξε μια ματιά στον αντίπαλό του, είδε ότι κουνιότανε, ότι προσπαθούσε να σηκωθεί, κι έπειτα με ελαφρύ τροχασμό έφθασε το κάθισμα, χαιρέτησε τον αυτοκράτορα, την Αυγούστα, τον Αλέξιο, και κράτησε αρκετή ώρα σε χαιρετισμό τη λόγχη του μπρος στην Αγνή (Άννα), που τον κοιτούσε συνεπαρμένη. Έπειτα γύρισε, κι ενώ ξεσπούσε ο λαός σε πανηγυρισμούς, ξαναπήρε τη θέση του για τους τελικούς…
(…) Με κρατημένη την ανάσα παρακολουθούσαν λαός, αυτοκράτορας, αρχόντοι και μεγαλοκυράδες τις ετοιμασίες που κάναν οι δυο αντίπαλοι. Ο Φράγκος άλλαξε άλογο, καβάλησε ένα πιο βαρύ τώρα και πήρε ένα καινούριο κοντάρι. Ο ανώνυμος δεν άλλαξε άτι, μόνο έπιασε δυο-τρία κοντάρια, τα ζύγιασε, και κράτησε το τελευταίο.
Στριγκές ακούστηκαν οι σάλπιγγες. Οι δυο καβαλάριοι κέντρισαν με τα σπιρούνια τους τα άλογά τους και το ποδοβολητό τους αντήχησε πάλι στον ιππόδρομο. Πιο βαρύ το άλογο του Φράγκου, δεν έμοιαζε να μπορεί να καλπάζει όσο του ανώνυμου. Τα στοιχήματα που δίνανε και παίρνανε ως εκείνη τη στιγμή, σταμάτησαν. Τα άτια πλησίαζαν, φθάσαν, πηγαίναν τόσο ίσια και τόσο απέναντι το ένα στο άλλο, που όλοι πίστευαν πως θα χτυπιόνταν μεταξύ τους. Την τελευταία στιγμή όμως, όταν πήχες χώριζαν τους δυο αντιπάλους, σα να λόξεψαν και τα δυο, σα να άφησαν χώρο αναμεταξύ τους. Το βρόντημα που κάναν τα κοντάρια που σπάζαν, έκανε το λαό να μπήξει μια φωνή. Σπάσαν τα κοντάρια, αλλά κανένας από τους καβαλάριους δεν έπεσε απ΄ το άλογό του. Ο Φράγκος μόνο, σα να κλονίστηκε λιγάκι. Γύρισαν πίσω, ο ανώνυμος διάλεξε ένα κοντάρι από κλαδί βελανιδιάς, το ίδιο και ο Φράγκος.
‘Ήχησαν πάλι οι σάλπιγγες. Ο ανώνυμος έσφιξε γερά το κοντάρι και κέντρισε το άλογο, που λες και τούτη τη φορά είχε φτερά και πέταξε, δεν κάλπασε. Πέρασε δυο μάκρητα την άσπρη γραμμή το άλογο του ανώνυμου και, όταν πια ζύγωσε τον Φράγκο, ο καβαλάρης του γύρισε το κοντάρι του έτσι που να βρει κατάστηθα τον αντίπαλό του. Το σημάδεμα του Ρωμαίου ήταν τόσο καλό, που βρήκε κατάστηθα τον Φράγκο, και ήταν τόσο γερό το κοντάρι, που τινάχτηκε με τόση δύναμη πίσω ο ιππότης, ώστε παράσυρε και το βαρύ του άλογο, που σωριάστηκε κι αυτό ανάσκελα, πλακώνοντάς τον.
Ο ανώνυμος τράβηξε τα ρέτενα, έμεινε ακίνητος εκεί που βρισκόταν και όλοι πίστεψαν ότι ήταν αυτός και το άτι του άψυχοι. Σήκωσε αργά το κοντάρι και κεντρίζοντας ανάλαφρα το άλογό του, το έκανε να τριποδίσει τόσο όμορφα, που ο λαός ξεφώνισε τον ενθουσιασμό του. Αργά-αργά έφτασε μπροστά στο κάθισμα ο ανώνυμος, χαιρέτησε με το κοντάρι του πρώτα τον αυτοκράτορα Μανουήλ, που τον κοίταζε με κάποιο φθόνο που δεν μπορούσε να κατεβεί κι αυτός, να κονταροχτυπηθεί, πρώτα γιατί ήταν αυτοκράτορας και δεν πήγαινε εδώ στη Θεοφύλαχτη να χτυπηθεί μπρος στο λαό του, και δεύτερο γιατί η υγεία του δεν το επέτρεπε, ύστερα χαιρέτησε τον Αλέξιο, την Αυγούστα, και κατόπι στράφηκε στην Αγνή, την Άννα πια.
Το άλογό του οδηγημένο από το χέρι του, ανεβοκατέβασε τρεις φορές το κεφάλι του μπροστά της.(…)
Φώναξε πάλι το ενθουσιασμό του ο λαός για τον καβαλάριο, που τον φώναζαν Βένετο, από το χρώμα της σαγής του αλόγου, για την Αυγούστα Άννα που είχε τιμήσει.
Καταλάγιασαν οι τιμές, ο Μανουήλ πρόσταξε να δοθούν τα έπαθλα στους νικητές και περίμενε με κάποια αγωνία- γιατί κάτι είχε αρχίσει να υπονοιάζεται- να βγάλει το κασίδι ό ανώνυμος, να δει ποιος ήταν. Και αγωνιούσε γιατί, αν ήταν πραγματικά ο Ανδρόνικος, θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση, γιατί αυτή τη στιγμή ήταν το είδωλο του λαού κι ο πάντα ευκολοάλλαγος λαός μπορεί να θύμωνε, όταν μάθαινε ότι θα εξοριζότανε ξανά…».
Τζοστραtzostra 2

Οι αθλητές της τζόστρας πριν από κάθε αγώνα προπονούνταν σκληρά και μεθοδικά. Για την αποφυγή τραυματισμών, χρησιμοποιούσαν ένα ανδρείκελο του επιτιθέμενου αντιπάλου.

τζόστρα ανδρείκελο
Κατά τον 15ο αι. κάποιος ανώνυμος Φράγκος είχε την ιδέα να δημιουργήσει μια συσκευή για να εκπαιδεύσει τους νέους ευγενείς στην τέχνη της κονταρομαχίας. Η συσκευή του αποτελούνταν από σκαλιστά άλογα και άρματα περιστρεφόμενα γύρω από έναν κεντρικό στύλο. Αυτή ήταν ίσως η αρχή του καρουζέλ όπως το ξέρουμε σήμερα. Με τον καιρό το παιχνίδι άρχισε να παίζεται από κοινούς πολίτες και τα καρουζέλ σύντομα έκαναν την εμφάνισή τους σε όλη την Ευρώπη. Μέχρι τα τέλη του 1700, υπήρχαν πολλά καρουζέλ κατασκευασμένα αποκλειστικά και μόνο για διασκέδαση σε όλη την Ευρώπη. Ήταν μικρά και ελαφριά, αφού το μέγεθος και το βάρος τους περιοριζόταν από το γεγονός πως θα έπρεπε να κινούνται από ζώα ή ανθρώπους, περιορισμός που εξαλείφθηκε με την εφεύρεση της ατμομηχανής.
Ο Gustav Dentzel ήταν ο άνθρωπος που πρωτοστάτησε στην κατασκευή των σύγχρονων καρουζέλ, κατά τη δεκαετία του 1860. Οι κατασκευές του είχαν ξεχωριστό για την εποχή τους ύφος, το οποίο απεικόνιζε τα άλογα και άλλα ζώα με ρεαλιστικό τρόπο (γνωστό και ως στυλ Φιλαδέλφεια). Πολλοί ταλαντούχοι άνθρωποι ακολούθησαν το παράδειγμά του και οι δημιουργίες τους έγιναν το επίκεντρο εκατοντάδων λούνα-παρκ, που αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα στις πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Το καρουζέλ που χτίστηκε το 1905 από τον Gustav Dentzel, εξακολουθεί να λειτουργεί ακόμα και σήμερα στο Ρότσεστερ, στη Νέα Υόρκη.

καρουζελ
Κανένα από τα παλιά καρουζέλ της Ευρώπης δε μπορούσε να συγκριθεί με τα καρουζέλ των Αμερικανών τεχνιτών. Έθεσαν τα δικά τους πρότυπα, με καρουζέλ μεγαλύτερα και πιο περίτεχνα. Τα ζώα και τα άρματά τους ήταν πιο όμορφα σκαλισμένα και σε μια πιο πλούσια ποικιλία. Υπήρχαν άλογα πολέμου, άλογα για παρέλαση, ινδικά πόνι, άλογα που ξεπηδούσαν από το όνειρο ενός παιδιού. Υπήρχαν ζώα της ζούγκλας, της φάρμας και του δάσους. Υπήρχαν ακόμη σκυλιά, γάτες, αρκουδάκια, και μυθικά τέρατα. Κάθε άπιαστο στα μάτια μας πλάσμα, μπορούσε να το ιππεύσει κάποιος στα καρουζέλ.
Η χρυσή εποχή του αμερικανικού καρουζέλ διήρκεσε μέχρι τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. Με την παρακμή του λούνα-παρκ και της οικονομίας γενικότερα, η παραγωγή μειώθηκε απότομα. Πολλά καρουζέλ εγκαταλείφθηκαν ή καταστράφηκαν. Καθώς η οικονομία βελτιωνόταν, το ίδιο έκανε και η τεχνολογία για την παραγωγή καρουζέλ. Μόνοι που το σκάλισμα δεν ήταν πλέον αποτέλεσμα αποκλειστικά ανθρώπινου δυναμικού, μιας και η τεχνολογία διευκόλυνε την κατασκευή των παιχνιδιών.

καρουζελ παλιαΣτη δεκαετία του 1970, ανανεώθηκε το ενδιαφέρον για τα ζώα των καρουζέλ, αυτή τη φορά όμως ως συλλεκτικά αντικείμενα. Θεωρούμενα ως έργα ξυλογλυπτικής τέχνης, καθώς και ως το απόλυτο αντικείμενο διακόσμησης μιας άλλης εποχής, η αξία των ζώων των καρουζέλ που σώθηκαν από τη φθορά κυμάνθηκε από μερικές εκατοντάδες έως αρκετές χιλιάδες δολάρια, μέσα σε μια δεκαετία. Αντικέρ αγόραζαν και αποσυναρμολογούσαν πολλά καρουζέλ για το κέρδος που θα τους επέφεραν. Περισσότερα από 4.000 καρουζέλ που στήθηκαν στην Αμερική κατά τη διάρκεια της «χρυσής εποχής», λιγότερα από 150 υπάρχουν άθικτα στις μέρες μας. Σήμερα, έχουν δημιουργηθεί αρκετά μουσεία για καρουζέλ, θεωρώντας τα αναπόσπαστο πολιτιστικό κομμάτι και σπουδαία μορφή τέχνης.

cityculture.gr/ γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης*

* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

καρουζελ κατασκευη