Από το πινέλο του Χουάν Μιρό στην πένα του Γιάννη Ρίτσου

Written by

Από το πινέλο του Χουάν Μιρό στην πένα του Γιάννη Ρίτσου

Ο Μιρό είχε δηλώσει κάποτε ότι, σε όλη την καλλιτεχνική πορεία του, «πάσχιζε να εφαρμόσει τα χρώματα, όπως οι ποιητές χρησιμοποιούσαν τις λέξεις για να φτιάχνουν τα ποιήματα και σαν τις νότες που οι μουσικοί του κόσμου συνέθεταν τη μουσική».

Ο Μιρό θαύμαζε την ποίηση και δήλωνε πάντοτε πως έχει μάθει πολλά από τους ποιητές. Έμαθε να ζωγραφίζει διαβάζοντας και πάσχιζε να μεταφέρει την ποίηση πάνω στον καμβά, ιδιαίτερα την ελλειπτική σύνταξη των πρωτοποριών, που επανεμφανιζόταν στους ζωγραφικούς κώδικες που αποτύπωνε στους πίνακές του.

Ένας ποιητής της εικόνας, σουρεαλιστής που το ιδίωμά του χαρακτηρίζεται από σημεία και σύμβολα, μεταφορικά φωτισμένα και φορτισμένα που αναδύονται απ’ τα βάθη του υποσυνείδητου. Τα οράματά του παιγνιώδη κι αλλόκοτα, περιλαμβάνοντας παραμορφωμένες φιγούρες ζώων κι οργανικές φόρμες, καθώς επίσης και παράξενες γεωμετρικές κατασκευές. Αυτές οι εικόνες φιλοτεχνηθήκαν με φαινομενική λεπτότητα, σ’ επίπεδο κι ουδέτερο φόντο, με περιορισμένη γκάμα έντονων χρωμάτων, με έμφαση στο μπλε, κόκκινο, κίτρινο, πράσινο και μαύρο. Αργότερα πειραματίστηκε μ’ άλλα υλικά και φιλοτέχνησε λιθογραφίες, οξυγραφίες, κολάζ, γλυπτά, τοιχογραφίες, κεραμικά κι υφάσματα.
Αφήνοντας το υποσυνείδητό του να δημιουργεί ελεύθερα ημιαφηρημένες φόρμες, ανέπτυξε αυτό που ο Μπρετόν αποκαλούσε «καθαρό ψυχικό αυτοματισμό». «Αρχίζω να ζωγραφίζω», έλεγε ο ίδιος ο Μιρό, «και τότε ο πίνακας προβάλει, ή επιβάλει την παρουσία του, κάτω από το πινέλο μου. Καθώς δουλεύω, οι φόρμες γίνονται σημεία μιας γυναίκας, ή ενός πουλιού».

«Οκτώ Οκτάστιχα για τον Μιρό»

Η ποίηση συναντά τη ζωγραφική ανατρέποντας τους κανόνες και συνομιλεί με τις εικόνες δημιουργώντας καινούριες φανταστικές.
Στα οκτώ αυτά ποιήματα ο Γιάννης Ρίτσος και ο Χουάν Μιρό, «συναντώνται» ως καλλιτεχνικές και πολιτικές ολότητες, κομίζοντας τα διαχρονικά και άφθαρτα «δώρα» τους σε όλη την οικουμένη.
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε τα «Οκτώ Οκτάστιχα για τον Μιρό», στα χρόνια της εξορίας του στη Σάμο το 1973. Ο ποιητής ζώντας την απόλυτη μοναξιά λόγω του περιορισμού του, προσπάθησε να κάνει έναν ιδιαίτερο και μαζί ενδιαφέροντα διάλογο με τη δουλειά του Καταλανού υπερρεαλιστή ζωγράφου, που τόσο πολύ θαύμαζε.


Πρόκειται για ποιήματα, τα οποία καταρρίπτουν τα καλλιτεχνικά «στεγανά», καθότι η «ζώσα» ποίηση συναντά τις εικαστικές τέχνες. Ο ποιητής «επικοινωνεί» διαλεκτικά με το έργο του καλλιτέχνη, αποδίδοντας του φως, χρώματα και μορφές, μορφές που μεταβάλλουν την ισορροπία της ψυχής και του κόσμου. Μέσα από τα χρώματα της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, η «ολική» τέχνη του Χουάν Μιρό ανάγεται σε ύψιστο καλλιτεχνικό υπόδειγμα που χαράσσει σχήματα στον «πεζό» περίγυρο.
Ο ποιητικός χώρος των οκτάστιχων για τον Μιρό είναι ο αντικριστός καθρέφτης του λόγου και των εικόνων, εκεί όπου ο ποιητής «σπάει» τους κώδικες της απομόνωσης προσεγγίζοντας το ολικό πλαίσιο της τέχνης. Κι ο Μιρό γίνεται η σιωπή που μιλάει με χρώματα.

ΜΕΤΑΠΛΑΣΗ

Ο ουρανός –είπε– δεν είναι καμπύλος· επίπεδος είναι·
περπατώ πάνω του· ο χαρταετός είναι γιός μου·
το ’να φτερό μου είναι κίτρινο, τ’ άλλο μενεξεδένιο·
με το μικρό μου δάχτυλο ακουμπώ στο συρματόπλεγμα·
μες στον καφέ μου ανάστροφες τρεις πορφυρές πυραμίδες·
ένα φεγγάρι-κιθάρα, μια κουκουβάγια-έρωτας·
έκθαμβο χελιδόνι βγαίνει απ’ τη ρωγμή του δαμάσκηνου –
η Μοίρα, ο Μιρό, η Ερημιά, ο Καθρέφτης-ευλογία.

ΜΟΡΦΗ ΣΙΩΠΗΣ

Ένα πράσινο αστέρι, ένα μπλε, το ρουμπινί, το μαύρο·
το ’να σου μάτι στα πουλιά, τ’ άλλο στα κόκκινα·
η σιδεροδεσιά σε φύλλα, φύλλα κι άλλα φύλλα·
το κίτρινο στη σωστή του θέση που την ξέρει μονάχα
ο Θεός κι ο Μιρό. Εγώ είμαι ο πρώτος φίλος –είπε–
κρατώ απ’ τη μασχάλη το μικρό, μαλακό σύννεφο,
περνάμε λυπημένα το λόφο. Το χρυσό μαχαίρι
το σφίγγω στα δόντια μου. Η σιωπή μιλημένη με χρώμα.

ΕΝΟΤΗΤΑ

Αυτές οι πέτρες, τα τζάμια, τα κομμένα μέλη –
πού ενώνονται; και πώς; Απ’ το μαύρο στο κόκκινο,
απ’ το κόκκινο στο δεύτερο μαύρο, – αέρας· έτσι.
Ένας σπάγκος ριγμένος στο απέραντο – σπείρα, θηλιά·
ο σπάγκος κάνει πως κοιτάει αλλού (καλλίγραμμος τάχα),
ο σπάγκος προχωράει ευθύβολος, δυνατά κρατημένος
απ’ τ’ αδελφό χέρι του Μιρό. Έρωτας είναι πάνω
κι ο χρόνος κάτω, η ιστορία, τα καρφιά, η τανάλια.

Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΚΙ Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

Όταν η γνώση επιστρέφει στην αθωότητα – τί βουβή νίκη.
Η τσαγέρα με τον Άγγελο κρυμμένο στον ατμό της,
ο θαυματοποιός βγάζοντας απ’ το στόμα του κυανές ταινίες,
εννιά περιστέρια, ένα μπουκάλι σόδα· τις φυσαλίδες,
αυτές τις υπόχρυσες, τις πιάνουν στον αέρα
τα εφτά τιμωρημένα παιδιά κι αμέσως ξεχνάνε
το μηδέν στο τετράδιο, στην πόρτα, στον τοίχο· ξεχνιούνται
μες στο αγαθό το χρώμα που από μόνο του μάχεται την αδικία.

ΖΩΑ, ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΤΡΟΦΕΣ

Τα ζώα να μου τα προσέχεις (κι ας είναι η γάτα θυμωμένη),
να μου προσέχεις το θλιμμένο γάβγισμα του σκύλου στη ντουλάπα
και του άλλου σκύλου, του ανήκουστου, μέσα στο πιο βαθύ φεγγάρι,
την ώρα που οι γυναίκες προχωρούν κάτω απ’ τον ίσκιο των μαλλιών τους
με το ένα κομμένο μαστό τους στ’ αριστερό τους χέρι.
Ω φιλντισένιο, εκστατικό μου κύπελλο, ν’ αρμέγω άστρα
για το βρέφος του έρωτα, για τ’ όνειρο, για τις τεφροδόχες,
γιατί χωρίς αυτό το γάλα θα ’χαμε από πριν πεθάνει.

ΕΠΕΚΤΑΣΗ

Το μυστικό της κύησης βαθιά-βαθιά στη μήτρα του θανάτου,
τί καλά που το ξέρουν τα πουλιά σου κι ο λαγός σου με το ένα αυτί του
τεντωμένο προς τη σιωπή, και το μονόφθαλμο ψάρι σου, κι ο πετεινός σου
επάνω στο τραπέζι με το μύλο του καφέ· το ξέρει και το άσπρο
φεγγάρι σου στη λεύκα. Ένα ολόκληρο απόγευμα αργό
πηγμένο στον καθρέφτη του αγροκτήματος. Κι εγώ να κοιτάω
το χέρι σου, Μιρό, (χρυσό πλατανόφυλλο, χειρόκτιο ή πεντάλφα,
γροθιά ή θωπεία) ν’ αγγίζει γαλήνια το χέρι του Θεού.

ΧΡΕΟΣ

Μιρό, σου χρωστάω αυτά τα δύο ανόμοια-όμοια χρώματα
στην πάνω αριστερή γωνία του αόρατου κίτρινου (όχι κίτρινο,
μάλλον αχνά πορτοκαλί – όπως είναι το αόρατο πάντα)
και το φτωχό βαζάκι της μουστάρδας, που σηκώθηκε η μητέρα,
άρρωστη, με 40 πυρετό, όταν έλειπαν όλοι, κι έβαλε μέσα
δύο ερημικά λουλούδια, κι άξαφνα τα λουλούδια πολλαπλασιάστηκαν,
ευωδίασε το σπίτι ολόκληρο ως έξω στον πολυάσχολο δρόμο,
γιατί ’ταν η λησμονημένη εορτή των Ηρώων και των μαρτύρων

ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

Θα ’χαν το λόγο τους, βέβαια, οι ελιές, η βροχή, οι αμπελώνες,
οι πέτρες, οι ρίζες, κάθε φύλλο, τα εργαλεία, η σκάφη, το πριόνι,
το πιο γαλάζιο μέσα στη στέρνα, κι η πιτζάμα με το ουράνιο τόξο.
Και πλάταινε μες στον κόσμο το Montroig αλλάζοντας
σε μια μόνη καμπάνα τον υπόγειο οργασμό ως μέσα στη νύχτα
τη διαλυμένη μέσα στις γυναίκες, κι ο γυναίκες μέσα στη νύχτα,
ως τη μεγάλη αστήρικτη σκάλα· ω, ναι, Μιρό, τη σκάλα
τη μετέωρη στο άπειρο που την ανεβαίνει ολόγυμνη η ελευθερία.

πηγή cityculture.gr /Από το πινέλο του Χουάν Μιρό στην πένα του Γιάννη Ρίτσου / Παναγιώτης Καμπάνης*

* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης