Arma Christi: Τα λείψανα του Θείου Πάθους

Written by

Στα θησαυροφυλάκια τόσο των ορθόδοξων, όσο και των καθολικών ναών, σε Ανατολή και Δύση,  αποθησαυρίζονται διάφορα λείψανα, τα οποία, σύμφωνα πάντα με τους θρύλους που τα συνοδεύουν, αποτελούν τεκμήρια της επίγειας παρουσίας του Χριστού, ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά ερωτήματα των τελευταίων δυο χιλιετιών.

Αν όντως πρόκειται για τα αυθεντικά λείψανα του Χριστού, αντιλαμβανόμαστε όλοι την υψίστη σημασία, μιας και αποτελούν μοναδική και σημαντική μαρτυρία για τον ιστορικό χαρακτήρα του Ευαγγελίου.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (αλλά και η Ορθόδοξη σε ορισμένες περιπτώσεις) αρνείται να επιβεβαιώσει την αυθεντικότητα των ιερών λειψάνων που κατέχει. Επιβεβαιώνει μόνον ότι υπήρχαν εκεί από αιώνες και τιμώνταν ως αυθεντικά. Επιβεβαιώνει δηλαδή μονάχα την «ιστορική» τους αυθεντικότητα, αν και δεν φαίνεται να υπάρχουν ικανές μαρτυρίες για αυτά.

Η ιστορία των κειμηλίων που σχετίζονται με τα Πάθη του Ιησού Χριστού συνδέονται με τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους.

Το Άγιο Αίμα του Χριστού

Βέλγιο, Μπριζ, Βασιλική του Αγίου Αίματος

Μία φιάλη κατασκευασμένη από ορεία κρύσταλλο και χρυσό, στην Κωνσταντινούπολη του 11ου – 12ου αι. περιέχει ένα κομμάτι ύφασμα, το οποίο σύμφωνα με την παράδοση, χρησιμοποιήθηκε από τον Ιωσήφ τον Αριμαθαίας κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του σώματος του Χριστού για την ταφή του, μετά την αποκαθήλωση από τον Σταυρό. Το πανί εικάζεται ότι φέρει ίχνη του αίματος του Ιησού Χριστού. Το ανεκτίμητο αυτό κειμήλιο, έφερε στην πόλη Μπριζ του Βελγίου ο Κόμης της Φλάνδρας Diederikvan de Elzas, ως δώρο του γαμπρού του, Baldwin III, βασιλιά του λατινικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ, μετά το πέρας της Β΄ σταυροφορίας.

Η άκρη της φιάλης είναι περιτυλιγμένη με νήμα χρυσού και το πώμα της είναι σφραγισμένο με κόκκινο κερί. Η φιάλη αυτή εμπεριέχεται σε μία άλλη κρυστάλλινη κυλινδρική θήκη που στα άκρα της έχει χρυσές κορώνες με αγγέλους και φέρει στο πλαίσιο την επιγραφή “MCCCLXXXVIII die maii ΙΙΙ” (3η Μαΐου 1388 – προφανώς η ημερομηνία κατασκευής της εξωτερικής κυλινδρικής θήκης).

Η εσωτερική βυζαντινή φιάλη, από την στιγμή που έφθασε στην Μπριζ, δεν έχει ανοιχτεί ποτέ.

Το Ιερό Μανδήλιο

Βατικανό, San Silvestro in Capite
Αντίγραφο του Ιερού Μανδηλίου της Βερενίκης

Σύμφωνα με τους Καθολικούς Χριστιανούς, κατά την μαρτυρική πορεία του Χριστού προς τον Γολγοθά, μια γυναίκα ονόματι Βερενίκη βγήκε από το σπίτι της, του σκούπισε το πρόσωπο με το πέπλο της και τα χαρακτηριστικά του θεανθρώπου αποτυπώθηκαν θαυματουργικά πάνω στο ύφασμα. Στην έκτη στάση του δρόμου προς τον Γολγοθά, που ονομάζεται και στάση του Αγίου Προσώπου, υπάρχει και σχετικό παρεκκλήσιο που υποτίθεται πως ήταν το σπίτι της Βερονίκης. Το πρόβλημα είναι ότι τέτοιο γεγονός δεν αναφέρεται στα Ευαγγέλια και το πέπλο της Βερονίκης εμφανίστηκε στο Βατικανό τον 14ο αι. Χίλια τετρακόσια χρόνια μετά τη Σταύρωση είναι πάρα πολλά. Το «πέπλο της Βερονίκης» ή «sudarium», βρίσκεται ψηλά σε μια κολώνα στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό και δείχνεται για λίγα δευτερόλεπτα μια φορά τον χρόνο στους πιστούς, από έναν πανύψηλο εσωτερικό εξώστη. Απαγορεύεται να το πλησιάσει κανείς, να το φωτογραφίσει ή να το μελετήσει.

Οι Ορθόδοξοι, όταν λένε «Ιερόν Μανδήλιον» εννοούν μια άλλη αχειροποίητη απεικόνιση του Χριστού, που έγινε όταν ο τοπάρχης Εδέσσης (σημερινής Αντιόχειας) Αύγαρος Ε΄, επειδή ήταν λεπρός, έστειλε τον γραμματέα του Ανανία να βρει τον Χριστό και να τον καλέσει για να τον θεραπεύσει. Ο Χριστός είπε ότι δε μπορούσε να πάει, έπλυνε όμως το πρόσωπο του, ζήτησε το μαντήλι του Ανανία, σκουπίστηκε μ’ αυτό και με τον ίδιο τρόπο αποτυπώθηκε το πρόσωπο του στο ύφασμα.

Του έδωσε λοιπόν την αχειροποίητη αυτή εικόνα του και του είπε ότι ο αφέντης του θα θεραπευτεί μ’ αυτήν, όπως κι έγινε. Υποτίθεται ότι το μανδήλιον συνοδεύτηκε και από μια ιδιόχειρη επιστολή του ίδιου του Χριστού προς τον Αύγαρο, αλλά ήταν τόσο παρατραβηγμένη η ύπαρξη γράμματος του ίδιου του Ιησού, που αργότερα το απέσυραν από τον μύθο.

Η ουσία είναι ότι αυτό το Ορθόδοξο «Άγιο Μανδήλιο», αναφέρεται στις Βυζαντινές πηγές και η εκκλησία μας υποστηρίζει ότι απ’ αυτό άρχισαν οι αναπαραγωγές της απεικόνισης του Χριστού κι όχι από το καθολικό μαντήλι που εμφανίστηκε 1400 χρόνια αργότερα. Το «άγιον μανδήλιον» μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄ και φυλάσσονταν στο Βυζαντινό παλάτι. Εκεί το βρήκαν οι σταυροφόροι το 1204, το έκλεψαν και το μετέφεραν στο Παρίσι, απ’ όπου εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης.

Ο Άρραφος Χιτώνας

Γερμανία, Καθολικός Ναός της Τρηρ,
Ο Άρραφος Χιτώνας του Χριστού

Σύμφωνα με το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (19, 23-24), οι Ρωμαίοι στρατιώτες που σταύρωσαν τον Χριστό μοίρασαν μεταξύ τους τα ρούχα Του, εκτός από τον χιτώνα, για τον οποίον έβαλαν κλήρο, επειδή ήταν άρραφος και δεν μπορούσαν να τον τεμαχίσουν και να τον μοιράσουν. Σύμφωνα με μια μεσαιωνική δυτικοευρωπαϊκή παράδοση, ο Άρραφος Χιτώνας υφάνθηκε από την Παναγία, όταν ο Ιησούς ήταν μικρός και από εκεί και πέρα ο χιτώνας μεγάλωνε θαυματουργικά μόνος του μαζί με τον Χριστό. Ο χιτώνας αποτελείται από λείο βαμβακερό ή λινό ύφασμα καστανού χρώματος, με σφικτή και πυκνή πλέξη. Στο εσωτερικό αυτού του χιτώνα βρέθηκε ένα κομμάτι ενιαίου μεταξένιου υφάσματος πολύ καλά διατηρημένου. Η πίσω πλευρά του είναι φτιαγμένη από κάποιο είδος γάζας. Οι βυζαντινοί ταφτάδες και το άλλο μετάξι προστέθηκαν στο «ένδυμα» μετέπειτα για να το προφυλάξουν.

Η Αγία Ελένη ανακάλυψε τον Άρραφο Χιτώνα στους Αγίους Τόπους το έτος 327 μ.Χ. μαζί με διάφορα άλλα κειμήλια, συμπεριλαμβανομένου και του Τιμίου Σταυρού. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, η Αγία Ελένη κληροδότησε τον χιτώνα του Χριστού στην πόλη της Τρηρ στη Γερμανία, όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε ζήσει για μερικά χρόνια πριν γίνει αυτοκράτορας και έχτισε πολλά δημόσια οικοδομήματα που σώζονται μέχρι σήμερα. Η ιστορία του Άρραφου Χιτώνα του Χριστού της Τρηρ βεβαιώνεται από τον 12ο αι. και μετά.

Τα ιερά σανδάλια

Γερμανία, Prüm, Βασιλική του αγίου Σωτήρος, Τα  Σανδάλια του Χριστού

Ο Πάπας Ζαχαρίας, τελευταίος βυζαντινός πατριάρχης της Ρώμης φέρεται από τα υπάρχοντα έγγραφα, ότι δώρισε αυτό το πολύτιμο κειμήλιο στην Μονή των Βενεδικτίνων στην πόλη Prüm της Γερμανίας. Τα «Σανδάλια του Χριστού» αποτέλεσαν μεγάλης σπουδαιότητας θρησκευτικό προσκύνημα που συγκέντρωνε χιλιάδες προσκυνητές κάθε χρόνο. Τα «Σανδάλια» είναι τοποθετημένα στο εσωτερικό ενός ζεύγους περίτεχνων υποδημάτων της Καρολίγγειας εποχής, διακοσμημένα με χρυσό.

Τα «αποτυπώματα» των Ποδιών του Χριστού

Ιερουσαλήμ, Ι. Ναός της Αναστάσεως,
τα «Αποτυπώματα των Ποδιών» του Χριστού

Τα αποτυπώματα που σώζονται στην Ιερουσαλήμ αποτέλεσαν πόλο έλξης για όλους τους χριστιανούς. Βρίσκονται στο Πραιτόριο, αποτυπωμένα σε μια πέτρα, στην οποία σύμφωνα με την παράδοση ο Χριστός στάθηκε κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας. Η λατρεία του ποδιού του Χριστού δεν περιορίστηκε μόνο στην Ιερουσαλήμ. Στη Ρώμη, για παράδειγμα, η εκκλησία Domine Quo Vantis, στην Αππία οδό, επιδείκνυε αποτυπώματα σε μάρμαρο, αντίγραφα από τα πρωτότυπα που βρίσκονταν στην εκκλησία του αγίου Σεβαστιανού, τα οποία, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, σχετίζονταν με την εμφάνιση του Χριστού στον άγιο Πέτρο, λίγο πριν το μαρτυρικό του θάνατο

Η Σκάλα που οδηγούσε στο Πραιτόριο

Η Αγία Σκάλα της Ρώμης.

Η Αγία Σκάλα, σύμφωνα με την καθολική χριστιανική παράδοση, είναι η σκάλα που οδηγούσε μέχρι το Πραιτόριο του Πόντιου Πιλάτου στην Ιερουσαλήμ, την οποία ο Ιησούς Χριστός ανέβηκε κατά τη διάρκεια του Πάθους Του. Η Σκάλα λέγεται ότι μεταφέρθηκε στη Ρώμη από την αγία Ελένη τον 4ο αι. Αποτελείται από είκοσι οκτώ λευκά μαρμάρινα σκαλοπάτια, που σήμερα περιβάλλονται από ξύλινη επένδυση για να αποφεύγεται η φθορά τους.  Η Σκάλα οδηγεί στο Sancta Sanctorum, στην προσωπική εκκλησία των πρώτων Παπών στο Παλάτι του Λατερανού, που είναι γεμάτη ιερά λείψανα και σπάνιες λειψανοθήκες. Η Αγία Σκάλα πλαισιώνεται από τέσσερις άλλες σκάλες, δύο σε κάθε πλευρά, για κοινή χρήση, δεδομένου ότι την Αγία Σκάλα μπορεί να την ανέβει κανείς μόνο στα γόνατα.  Η Καθολική Εκκλησία χορηγούσε συγχωροχάρτια σε όσους την ανέβαιναν γονατιστοί. Ο Πάπας Πίος VII, στις 2 Σεπτεμβρίου 1817, χορήγησε σε εκείνους που ανέβηκαν την Αγία Σκάλα, ένα συγχωροχάρτι χρονικής διάρκειας εννέα ετών, για κάθε ένα από τα σκαλοπάτια της.

Ο Κίονας της φραγγέλωσης ή Κολώνα του δαρμού

Κωνσταντινούπολη, Ιεροσόλυμα, Ρώμη

Από ιστορικές πηγές γνωρίζουμε ότι η μαστίγωση ή φραγγέλωση (verberatio, flagellatio), εφαρμοζόταν από τους Ρωμαίους είτε ως αυτοτελής ποινή, είτε ως ανακριτικό μέσο για απόσπαση κατάθεσης ή και ομολογίας, αλλά και ως μία επώδυνη εισαγωγή στη καταδίκη του δια σταυρού θανάτου. 

Ο καταδικασμένος ξεγυμνώνονταν και μαστιγώνονταν δεμένος σε χαμηλή στήλη ή πάσσαλο ή δοκό (patibulum). Ο δήμιος που εκτελούσε τη φραγγέλωση χρησιμοποιούσε αλυσίδες, βούνευρα (=το αυχενικό νεύρο του βοδιού), βέργες αγκαθωτές, σχοινιά περιπλεγμένα με άγκιστρα στις άκρες και φραγγέλια. Η φραγγέλωση γινόταν με τέτοιο τρόπο που να καλύπτει όλη την έκταση του σώματος, από τους ώμους μέχρι και τις γάμπες, και συνήθως ο κατάδικος μαστιγώνονταν και από μπροστά και από πίσω. Από τα πρώτα κιόλας κτυπήματα με το φραγγέλιο, σχίζονταν οι σάρκες και απογυμνώνονταν τα κόκαλα. Μετά το φραγγέλιο δεν προσφέρονταν καμία απολύτως ιατρική φροντίδα. Έτσι οι συνέπειες της φραγγέλωσης όχι μόνο παρέμεναν, αλλά και πολλαπλασιάζονταν. Στις ιστορικές πηγές αναφέρονται πολλές περιπτώσεις καταδίκων που απεβίωσαν κατά τη διάρκεια της φραγγέλωσης από τη βαρύτητα των τραυμάτων. 

Το Φραγγέλιο

Γερμανία, Καθεδρικός Ναός του Άαχεν,
Το Φραγγέλιο του Χριστού

Το φραγγέλιο, από την ρωμαϊκή εποχή ακόμη, θεωρούταν το πιο  φρικτό όργανο μαστίγωσης (horribili flagello = τρομερό φραγγέλιο, έτσι το ονόμαζαν με δέος οι Ρωμαίοι). Αποτελούνταν από μια λαβή στην οποία ήταν στερεωμένα πολλά σχοινιά ή δερμάτινα λουριά. Από τα λουριά αυτά κρέμονταν πριονωτά κομμάτια από κόκαλο ή μέταλλο έτσι ώστε το χτύπημα να είναι πιο επώδυνο και δραστικό.

Το σωζόμενο τμήμα του φραγγελίου του Άαχεν, βρίσκεται μέσα σε μία πλούσια διακοσμημένη λειψανοθήκη, η οποία κατασκευάστηκε πιθανότατα στην Πράγα το 1380. Αν και είναι ουσιαστικά άγνωστη η προέλευσή του, εντούτοις πιστεύεται ότι ήρθε στο Άαχεν την εποχή του Καρλομάγνου, τον 8ο αι., από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Χαρακτηριστικό της λειψανοθήκης είναι η μορφή της υπό τύπον γοτθικού ναού και η παράσταση του Χριστού δεμένου στον κίονα της φραγγέλωσης (κολώνα του δαρμού).

Ο Ιερός Κάνναβος

Κύπρος, Όμοδος, Ι. Μονή του Τιμίου Σταυρού, Ο Ιερός Κάνναβος

Στο χωριό Όμοδος που βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του όρους Τρόοδος της Κύπρου και στο καθολικό της Μονής Τιμίου Σταυρού, φυλάσσεται τμήμα από τον Άγιο Κάνναβο, δηλαδή το σχοινί με το οποίο ήταν δεμένος ο Χριστός κατά τη διάρκεια του Πάθους Του. Το τμήμα του Αγίου Καννάβου που σώζεται στην Κύπρο είναι βαμμένο στο αίμα του Χριστού, κατά μαρτυρία του Νεόφυτου Ροδινού και άλλων.

Ο Άγιος Κάνναβος βρίσκεται στο εσωτερικό μεγάλου χρυσεπάργυρου σταυρού με κάλυμμα, σε κοιλότητα που προφυλάσσεται με θυρίδα που ανοιγοκλείνει. Η θυρίδα πλαισιώνεται με την ακόλουθη επιγραφή : ΕΝΘΑΔΕ   ΚΕΙΤΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΝΑΒΟΣ…

Το Περίζωμα

Γερμανία, Καθεδρικός Ναός του Άαχεν, τμήμα από το περίζωμα «περί την οσφύν»  που φορούσε ο Χριστός πάνω στον Σταυρό.

Το περίζωμα αποτελείται από ένα τραχύ, λευκό-γκριζωπό κομμάτι λινού υφάσματος, το οποίο έχει κοπεί κατά τη βυζαντινή περίοδο από ύφασμα μεγάλων διαστάσεων, πιθανότατα από χιτώνα. Το περίζωμα είναι σχεδόν τριγωνικής μορφής και λόγω της ευαισθησίας του υφάσματος βρίσκεται πάντοτε διπλωμένο. Το ερώτημα αν ο Χριστός φορούσε περίζωμα στο σταυρό έχει αρκετά συζητηθεί, αφού η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει τίποτα γι’ αυτό και στην εικονογραφία εμφανίστηκε στα τέλη του 9ου αι., ενώ αρχικά ο Εσταυρωμένος Χριστός εικονιζόταν συνήθως με αχειρίδωτο ποδήρες ρούχο, το κολόβιο. Εκείνο που γνωρίζουμε με βεβαιότητα, είναι πως το περίζωμα στους καταδικασμένους αποτελούσε ρωμαϊκή και ιουδαϊκή συνήθεια.

Το περίζωμα, μαζί με άλλα τρία υφασμάτινα λείψανα, το φόρεμα που φορούσε η Παναγία κατά τη γέννηση του Ιησού, τα σπάργανα του Ιησού, και το ύφασμα στο οποίο τυλίχτηκε η κεφαλή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου αμέσως μετά τον αποκεφαλισμό του, βρίσκονται τοποθετημένα στην λειψανοθήκη της «Παναγίας του Άαχεν», η οποία είναι μονίμως κλειδωμένη με εκατοντάδες λουκέτα.

Από το έτος 1349 και μέχρι σήμερα, το «προσκύνημα του Άαχεν» πραγματοποιείται μόνο κάθε επτά χρόνια, με αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες πιστοί να συρρέουν στην πόλη και στο Καθεδρικό ναό της. Από αυτά τα υφασμάτινα λείψανα δε, μόνο το φόρεμα της Παναγίας βγαίνει από τη θήκη του και δείχνεται στο κοινό, ενώ τα άλλα τρία παραμένουν συνεχώς διπλωμένα και δεμένα με μεταξωτές κορδέλες.

Το τελευταίο προσκύνημα του Άαχεν πραγματοποιήθηκε την περίοδο 20-29 Ιουνίου 2014.

Ο Ακάνθινος Στέφανος

Γαλλία, Παρίσι, Καθεδρικός ναός Παναγίας των Παρισίων,
Ο Ακάνθινος Στέφανος

Αν είναι κάτι που συγκινεί περισσότερο τους Χριστιανούς όλου του κόσμου, αυτό είναι το Ακάνθινο Στεφάνι που τοποθετήθηκε στο κεφάλι του Ιησού κατά το μαρτύριό Του. Το λείψανο βρίσκεται στην Παναγία των Παρισίων και στην τελευταία πυρκαγιά σώθηκε την τελευταία στιγμή, χάρη σε μια ανθρώπινη αλυσίδα που δημιουργήθηκε για να σώσει τους θησαυρούς του ναού.

Οι εκατομμύρια επισκέπτες που επισκέπτονται τη Notre Dame δυστυχώς δεν μπορούν να δουν και να προσκυνήσουν από κοντά το μοναδικό αυτό κειμήλιο. Ο ακάνθινος στέφανος του Χριστού είναι κατασκευασμένο από πλεγμένα, συνεστραμμένα στελέχη βούρλων του γένους Juncus, και δεν υπάρχουν καθόλου αγκάθια από το θαμνόδεντρο. Το στεφάνι περιβάλλεται από ένα χρυσό νήμα και βρίσκεται στο εσωτερικό κρυστάλλινης λειψανοθήκης. Το ακάνθινο στεφάνι εκτίθεται μόνο τις Παρασκευές κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής. Το ακάνθινο στεφάνι αγόρασε και μετέφερε στην Γαλλία ο αυτοκράτορας Λουδοβίκος Θ΄.  

Ο ακάνθινος στέφανος δεν φέρει αγκάθια. Σύμφωνα με τον θρύλο και τα 70 αγκάθια που είχε αρχικά έχουν διασκορπιστεί σε όλο τον κόσμο, μιας και ο αυτοκράτορας τα έστελνε ως δώρα σε άλλους ηγεμόνες.

Ο Τίμιος Σταυρός

Άγιον Όρος, Ι. Μονή Βατοπαιδίου,
Βυζαντινή σταυροθήκη με τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού

Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έστειλε την μητέρα του Ελένη στα Ιεροσόλυμα και εκεί, με θαυματουργή βοήθεια που σπάνια την αξιώνονται σήμερα οι αρχαιολόγοι, βρήκε την ακριβή θέση του Γολγοθά και έβγαλε από τη γη τον Τίμιο Σταυρό και τους σταυρούς των ληστών, τη λόγχη, το σπόγγο και το ακάνθινο στεφάνι, καθώς και όλα τα λείψανα τα σχετικά με τα Θεία Πάθη. Το αποτέλεσμα της ανασκαφής έκαμε τη χριστιανοσύνη να σκιρτήσει και συνετέλεσε, εκτός από την αιώνια δόξα του Κωνσταντίνου και της Ελένης, η Εκκλησία του Χριστού να αποκτήσει το κατεξοχήν σύμβολό της.

Ο Σταυρός εικάζεται πως είχε 4,50 μ. ύψος και 2,40 μ. πλάτος. Αν και από την ημέρα της εύρεσής του, τεμαχιζόταν σε απειροελάχιστα κομματάκια και μοιράζονταν στους πιστούς για ευλογία, αυτός παρέμενε ακέραιος και δεν μειωνόταν καθόλου. Ενώ από τον 5ο έως και τον 7ο αι. εντοπίζονται μόλις 54 αναφορές, μετά τον 12ο αι, πιθανότατα εξαιτίας των σταυροφοριών, έχουν υπολογιστεί έως σήμερα πάνω από 1200 αναφορές σε σταυροθήκες με τεμάχια του Τιμίου Σταυρού.

Οι Τίμιοι Ήλοι

Γερμανία, Καθολικός Ναός της Τρηρ,
Ο Τίμιος Ήλος

Είναι άγνωστο αν τα καρφιά που βρήκε ο Ιούδας, ο οποίος βοήθησε την αγία Ελένη στην ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού, ήταν 3 ή 4. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται πως τα καρφιά του Χριστού ήταν τρία. Τα δύο καρφώθηκαν στα χέρια και το τρίτο στα πόδια, ενώ η Καθολική υποστηρίζει πως ήταν τέσσερα.

Εκτός από τα γνήσια καρφιά (;) της Σταύρωσης, υπάρχουν και αυτά που καθαγιάστηκαν μόνο με την επαφή τους με αυτά. Έτσι δικαιολογείται η πληθώρα των καρφιών που υπάρχουν στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και αποδίδονται, κατά την παράδοση, ως γνήσια καρφιά του Χριστού.

Για την κατασκευή των καρφιών, ο θρύλος αναφέρει ότι Ρωμαίοι στρατιώτες επισκέφθηκαν έναν Εβραίο σιδερά και του ζήτησαν να κατασκευάσει τέσσερα καρφιά. Ο σιδεράς, γνωρίζοντας τη δράση του Χριστού, ήταν πεπεισμένος πως άδικα Τον κατηγόρησαν και άδικα Τον καταδίκασαν να σταυρωθεί, γι’ αυτό και αρνήθηκε να τα κατασκευάσει. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες τότε οργισμένοι τον πέταξαν πάνω στην πυρά της καμίνου και τον σκότωσαν. Πήγαν σε άλλον σιδερά και παρήγγειλαν τέσσερα καρφιά χωρίς να πούνε αυτή τη φορά για ποιόν προορίζονταν. Την ώρα όμως που τα κατασκεύαζε, άκουσε την φωνή του αδικοσκοτωμένου σιδερά να του λέει να μη τα φτιάξει, διότι προορίζονταν για έναν αθώο. Αυτή τη φωνή την άκουσαν και οι Ρωμαίοι στρατιώτες και στην άρνηση του δευτέρου σιδερά να τα φτιάξει τον σκότωσαν. Φεύγοντας βλέπουν έναν πλανόδιο σιδερά, τον οποίον και διέταξαν να τα φτιάξει. Όταν τα έφτιαχνε ακούστηκε η φωνή των δύο πρώτων σιδεράδων, να του λένε να μη φτιάξει αυτά τα καρφιά, διότι προορίζονταν για έναν αθώο. Φόβος κατέλαβε τον σιδερά, αλλά και οι στρατιώτες που άκουσαν πάλι την φωνή αυτή φοβούμενοι μη το μετανιώσει κι ο τρίτος σιδεράς παίρνουν τα τρία καρφιά, που πρόλαβε να φτιάξει, και έφυγαν για να σταυρώσουν τον Χριστό. Ωστόσο ο σιδεράς εξακολούθησε και έφτιαξε και το τέταρτο καρφί. Όταν το τελείωσε το έριξε μέσα στο νερό, για να σβήσει. Το καρφί όμως δεν έσβηνε. Ενώ τσίριζε μέσα στο νερό παρέμενε πυρακτωμένο. Άρχισε να νυχτώνει κι ακόμη προσπαθούσε να το σβήσει. Στη συνέχεια το έριξε κάτω στην άμμο, αλλά και πάλι δεν έσβησε. Αυτό το καρφί λέει η λαογραφία ότι άρχισε να κυνηγάει τον σιδερά και τους απογόνους του.

Ο Τίμιος Κάλαμος

Άγιον Όρος, Ι. Μονή Βατοπαιδίου, Ο Τίμιος Κάλαμος

Πρόκειται για το καλάμι που έδωσαν οι Ιουδαίοι στη δεξιά χείρα του Χριστού, αντί βασιλικού σκήπτρου, αφού τον ενέδυσαν με κόκκινη χλαμύδα, αντί της βασιλικής πορφύρας, θέλοντας να τον εμπαίξουν ότι τάχα ήταν βασιλιάς. Με το καλάμι αυτό στη συνέχεια τον κτύπησαν στο κεφάλι, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (κεφ. 27, 27-31).

Ο Τίμιος Κάλαμος αναφέρεται σε κείμενο του 12ου αι. του σκευοφύλακα της «Θεοτόκου του Φάρου», Νικόλαο Μεσαρίτη (ρήτορα, θεολόγο, συγγραφέα και αργότερα Μητροπολίτη Εφέσου), ο οποίος επιλέγοντας τα δέκα σπουδαιότερα κειμήλια που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, κάνει ιδιαίτερη μνεία.

Ο Ιερός Σπόγγος

Γερμανία, Καθεδρικός Ναός του Άαχεν, Η Σταυροθήκη του Limburg, στο εσωτερικό της οποίας σώζεται τεμάχιο του Ιερού Σπόγγου.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ιερός Σπόγγος, με τον οποίο έβρεξαν τα χείλη του σταυρωμένου Χριστού, βρέθηκε από την αγία Ελένη μαζί με τα υπόλοιπα όργανα του Πάθους του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Ο άγιος Σωφρόνιος (560-638), Πατριάρχης Ιεροσολύμων, αναφέρει ότιο Ιερός Σπόγγος βρισκόταν μαζί με την Ιερά Λόγχη και τον Ιερό Κάλαμο στο υπερώο της Κωνσταντίνειας Βασιλικής που χτίστηκε από την αγία Ελένη στα Ιεροσόλυμα. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 629 το κειμήλιο μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στα μέσα του 10ου αι., τεμάχιο του Ιερού Σπόγγου ενσωματώθηκε στην αριστουργηματική βυζαντινή λειψανοθήκη του Τιμίου Σταυρού, την επονομαζόμενη Σταυροθήκη του Limburg. Με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας, ο Ιερός Σπόγγος μαζί με πολλά άλλα κειμήλια θα βρεθεί στη Δύση. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες ιστορικές πηγές, ο Ιερός Σπόγγος αγοράστηκε το 1238 μαζί με άλλα λείψανα του Πάθους του Χριστού από τον Λουδοβίκο Θ΄ ή Άγιο Λουδοβίκο (25 Απριλίου 1214 – 25 Αυγούστου 1270) που ήταν βασιλιάς της Γαλλίας (1226-1270). Φαίνεται όμως ότι ο Ιερός Σπόγγος είχε ήδη τεμαχιστεί από τους Βυζαντινούς, επειδή, εκτός από την Σταυροθήκη του Limburg, τεμάχια του Ιερού Σπόγγου δωρήθηκαν μεταγενέστερα από τους Παλαιολόγους σε βασιλείς της Δύσης με σκοπό την παροχή ως αντάλλαγμα οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας. Ως αποτέλεσμα, σήμερα υπάρχουν διάσπαρτα μικροτεμάχια του Ιερού Σπόγγου στη Δύση.

Η Ιερή Λόγχη

Πολωνία, Βαρσοβία, Καθεδρικός Ναός, Αντίγραφο της Ιεράς Λόγχης

Σύμφωνα με το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικόδημου, ο Ρωμαίος στρατιώτης που λόγχισε τη δεξιά πλευρά του Χριστού στο Σταυρό για να επιβεβαιώσει το θάνατό Του, ήταν ο μετέπειτα Μάρτυρας Εκατόνταρχος Λογγίνος. Η παράδοση αυτή ενισχύεται και από μια μικρογραφία που σώζεται στο ονομαζόμενο «Ευαγγέλιο Ραβουλά», που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη  της Φλωρεντίας. Σε αυτήν εικονίζεται η σκηνή και πάνω από τον  στρατιώτη υπάρχει το όνομα Λογγίνος. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να παραβλεφθεί ο γραμματολογικός συσχετισμός των ονομάτων Λογγίνος και Λόγχη: Longinus – logche – lance. Δηλαδή Λογγίνος- λογικός – λόγχες.

Κατά τον 4ο αι. η Λόγχη βρέθηκε από την αγία Ελένη στα Ιεροσόλυμα. Ο Δυτικός Επίσκοπος Πιασέντζας αγ. Αντώνιος που επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα το 570 αναφέρει ότι προσκύνησε μεταξύ άλλων και την Λόγχη. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από τον Ιστορικό Κασσιόδωρο (490 –538) και τον αγ. Γρηγόριο Επίσκοπο Τουρώνης (538 – 594).

Οι Πέρσες εισβάλλοντας στα Ιεροσόλυμα το 615 μ.Χ. αφαίρεσαν την Ιερά Λόγχη μαζί με τον Τίμιο Σταυρό. Δεν είναι γνωστό πότε η Ιερά Λόγχη διαιρέθηκε σε δύο τμήματα. Το επόμενο όμως έτος (615), οι Πέρσες έδωσαν στους Βυζαντινούς το μικρότερο από τα δύο μεταλλικά τμήματα της Λόγχης. Το τμήμα αυτό  μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στην Αγία Σοφία. Αργότερα το 1244 το έδωσε ο Λατίνος Αυτοκράτορας της Κω/πόλεως Βαλδουίνος ο Β΄ (1217 –1273), στον Γάλλο Βασιλιά Λουδοβίκο Θ’ (1215 – 1270). Ο τελευταίος το κατέθεσε στο Ιερό Γοτθικό Παρεκκλήσιο τού Παρισιού Sainte Shapelle.

Με την Λόγχη συνδέονται πολλές παραδόσεις αποκρυφιστικού ενδιαφέροντος. Σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση, ο κάτοχος τής Λόγχης θα αποκτούσε μεγάλη πολιτική και στρατιωτική δύναμη. Όταν την έχανε ή έκανε κατάχρηση αυτής της δύναμης θα πέθαινε από αιφνίδιο θάνατο.

Τα Οθόνια

Γερμανία, Καθεδρικός ναός του Άαχεν, Τα Οθόνια του Χριστού

Τα οθόνια ήταν λωρίδες λινού υφάσματος με τις οποίες φάσκιωναν τον νεκρό, σύμφωνα με τα Ιουδαϊκά έθιμα ταφής.

Τα οθόνια που θεωρούνται ότι ανήκαν στον Χριστό αποτελούνται από λινό ύφασμα, περίπου 1,80 μ. πλάτους και 1,05 μ. μήκους. Αρχικά ήταν δύο φορές μεγαλύτερο. Το μισό δόθηκε στον Κάρολο τον Φαλακρό το 875 για το αββαείο του Αγίου Κορνήλιου στη Compiègne της Γαλλίας, τα οποία όμως καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης.

Τα «υφασμάτινα λείψανα του Σωτήρος», τα οθόνια και το σουδάριο, βρίσκονταν αρχικά στο Παλατινό παρεκκλήσι του Καθεδρικού Ναού του Άαχεν και σύμφωνα με την προφορική παράδοση που τα συνοδεύει προήλθαν από τα Ιεροσόλυμα, ως δώρο στον Καρλομάγνο.

Το Σουδάριο

Γαλλία, Cahors, Καθεδρικός Ναός, Το Άγιο Σουδάριο

Το σουδάριο ήταν ένα πλατύ λευκό κομμάτι υφάσματος, με το οποίο τυλίγονταν το κεφάλι του νεκρού κατά τα Ιουδαϊκά έθιμα ταφής.

(ἔρχεται οὖν καὶ Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὁ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ…). 
Το Άγιο σουδάριο αποτελείται από ένα κομμάτι υφάσματος βύσσος, κατασκευασμένο από πολύ λεπτές μεταξωτές κλωστές. Στην αρχαιότητα ο βύσσος θεωρούταν ως  ένα από τα πιο πολύτιμα και ακριβά υφάσματα. Είναι διαστάσεων 4 μ. πλάτους και 6 μ. μήκους και βρίσκεται διπλωμένο 16 φορές σε μια θήκη με περίμετρο από κόκκινο μετάξι που οι πλευρές της είναι από λεπτή διαφανή γάζα. Δεδομένου ότι το σουδάριο είναι τόσο λεπτό, λέγουν ότι είναι ακόμα δυνατό να δει κανείς τα χαρακτηριστικά του προσώπου που κάλυπτε διαμέσου του υφάσματος.

Η Ιερά Σινδόνη

Ιταλία, Καθεδρικός Ναός του Τορίνο,
Η Ιερά Σινδόνη

Η Σινδόνη του Τορίνο είναι ένα κομμάτι ύφασμα, πάνω στο οποίο είναι αποτυπωμένη η εικόνα ενός γενειοφόρου άνδρα, ηλικίας περίπου 33 ετών, με ύψος περίπου 1,80 μ. και βάρος 77 κιλά και η οποία πιστεύεται ότι ταιριάζει σε σώμα που έχει σταυρωθεί και τραυματιστεί. Έχει αποτελέσει πηγή διαμάχης μεταξύ της θρησκευτικής και της επιστημονικής κοινότητας για αιώνες, καθώς υποστηρίζεται ότι πρόκειται για το σάβανο στο οποίο εναποτέθηκε το σώμα του Ιησού Χριστού, μετά την αποκαθήλωσή Του από τον Σταυρό, ενώ σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες αποτελεί ανθρώπινο δημιούργημα. Η Σινδόνη είναι ένα λινό ύφασμα κιτρινωπού χρώματος, διαστάσεων 4,30 μέτρων μάκρος και 1,10 μέτρων φάρδος, που φυλάσσεται από το 1578 στον καθεδρικό ναό του Τορίνο. Η ύφανση του είναι σε ψαροκόκκαλο από ίνες λιναριού, υλικά που χρησιμοποιούνταν την εποχή του Ιησού Χριστού.

Ο άνθρωπος της Σινδόνης φέρει στους καρπούς των χεριών και στα πόδια σημάδια από αίμα που σημαίνει ότι σταυρώθηκε και επίσης στην πλάτη σημάδια από μαστίγωση. Στο πρόσωπο, υπάρχουν διογκώσεις που είναι αιματώματα, τα οποία είναι ιδιαίτερα ορατά στο δεξί μάγουλο. Σε όλο το σώμα υπάρχουν σημάδια από μώλωπες και πληγές. Στο μέτωπο, στον αυχένα και στα μαλλιά που είναι μακριά, υπάρχει αίμα, ενώ πληγές καλύπτουν την περιφέρεια του κεφαλιού, που μάλλον έχουν προκληθεί από στεφάνι φτιαγμένο από μυτερά αγκάθια. Στο στήθος και στην πλάτη φαίνονται γδαρσίματα, που πιθανώς έγιναν από μαστίγιο. Στη δεξιά ωμοπλάτη, υπάρχουν τετραγωνικές εκχυμώσεις που αποδίδονται σε βαρύ αντικείμενο, που μπορεί να ήταν ο οριζόντιος δοκός του Σταυρού.

Ο Λίθος της Αποκαθήλωσης

Ιεροσόλυμα, Ι. Ναός της Αναστάσεως, Ο Λίθος της Αποκαθήλωσης, Πρόκειται για νεότερη κατασκευή του 1810

Σύμφωνα με «απόκρυφη» καινοδιαθηκική παράδοση, ο Ιωσήφ ο Αριμαθαίας μαζί με τον Νικόδημο, τοποθέτησαν το σώμα του Χριστού μετά την αποκαθήλωσή Του από τον Σταυρό, πάνω σε μία επιτάφια πλάκα, με σκοπό να το προετοιμάσουν για την ταφή. Η επιτάφια αυτή πλάκα, γνωστή σήμερα ως Λίθος της Αποκαθήλωσης, δεν αναφέρεται ρητά από τους ευαγγελιστές.

Μια ανώνυμη περιγραφή των Αγίων Τόπων του 15ου αιώνα κάνει σαφή διάκριση μεταξύ του λίθου που σφράγισε τον τάφο του Χριστού και ο οποίος σωζόταν μέσα στο κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα και του Λίθου της Αποκαθήλωσης που βρισκόταν στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Λίθος της Αποκαθήλωσης περιγράφεται από τον βυζαντινό ιστορικό Νικόλαο Χωνιάτη (περ. 1155 – περ. 1216), ο οποίος μαρτυρεί ότι είχε το μήκος ενός άνδρα (ανδρομήκης) και ήταν ερυθρού χρώματος.

Η τιμή προς τον Λίθο της Αποκαθήλωσης ήταν αρκετά διαδεδομένη πριν από τη μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη, όπως μαρτυρούν εγκόλπια με τεμάχια από αυτόν τον λίθο και επιγράμματα του 11ου αι. Σύμφωνα με τις μεσαιωνικές διηγήσεις τα δάκρυα της Παναγίας παρέμειναν θαυματουργικά για πάντα πάνω στον Λίθο της Αποκαθήλωσης μετατρέποντάς τον σε χριστολογικό (επειδή ήρθε σε επαφή με το σώμα του Θεανθρώπου) και ταυτόχρονα θεομητορικό κειμήλιο (λόγω των δακρύων). Ένα εγκόλπιο με τεμάχιο Λίθου της Αποκαθήλωσης που φέρει την επιγραφή: ΕΚ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΝ Ω ΕΤΕΘΗ ΤΟ ΚΥΡΙΑΚΟΝ ΣΩΜΑ, σώζεται σήμερα στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους.

Το Δάκτυλο του Αποστόλου Θωμά, με το οποίο ψηλάφησε τον τύπο των ήλων του Αναστάντος Χριστού

Ιταλία, Ρώμη, Βασιλική Τιμίου Σταυρού της Ιερουσαλήμ,
Το δάκτυλο του Αποστόλου Θωμά

Στη Βασιλική Santa Croce in Gerusalemme στη Ρώμη, μία από τις επτά αρχαίες και μεγάλες εκκλησίες της Ρώμης, στην αίθουσα Cappella delle Reliquie, αποθησαυρίζεται (με αμφισβητούμενη όμως την αυθεντικότητα του) το δάκτυλο του Αποστόλου Θωμά, με το οποίο, ψηλαφώντας τις πληγές του αναστημένου Ιησού, πίστεψε : ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός [εκ του κατά Ιωάννην ευαγγελίου (20, 25-27)].

Το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών προέρχεται από την έγκριτη ιστοσελίδα http://leipsanothiki.blogspot.gr

Υ.Γ. η φωτογραφία του εξώφυλλου του άρθρου είναι του Βαγγέλη Κύρη με τίτλο “The Holy Idol, 8”.