Chopin Frederic(1810-1849)

Written by

Η ζωή

Ο Σοπέν ήταν ένας από τους έξι μεγάλους συνθέτες που γεννήθηκαν την περίοδο 1809-1813. Οι υπόλοιποι πέντε ήταν οι Μέντελσον, Σούμαν, Λιστ, Βάγκνερ και Βέρντι. Γεννήθηκε στη Ζελαζόβα Βόλα το 1810, κοντά στη Βαρσοβία, αλλά μεγάλωσε στην πρωτεύουσα. Η μητέρα του ήταν Πολωνέζα και ο πατέρας του Γάλλος μετανάστης στην Πολωνία.

Το εκπληκτικό του ταλέντο στο πιάνο εκδηλώθηκε πρόωρα και άρχισε τις εμφανίσεις του ενώπιον του κοινού σε ηλικία οκτώ ετών, παρόλο που η κατάρτισή του ήταν στοιχειώδης. Σε ηλικία 25 ετών δημοσίευσε τα πρώτα του έργα. Την πρώτη του εμφάνιση στη Βιέννη την πραγματοποίηση στα δεκαεννιά του ενώ ένα χρόνο μετά, το 1831, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι, όπου έφτασε στο απόγειο της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας. Φίλοι του ήταν μεταξύ άλλων οι Λιστ, Μπερλιόζ, Μέντελσον, Ροσίνι, Μπελίνι, Μπαλζάκ, Χάινε και Ντελακρουά. Οι πιο διάσημες από τις ερωμένες του η κόμισσα Δελφίνα Ποτόσκα, τραγουδίστρια, και η βαρόνη Ορόρ Ντυντεβάν, γνωστή με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Γεωργία Σάνδη. Η γνωριμία της Σάνδη με τον Σοπέν σκιαγραφείται απολαυστικά στην κινηματογραφική ταινία Impromptu με πρωταγωνιστές τους Χιού Γκράντ και Τζούντι Ντέϊβις στους αντίστοιχους ρόλους.

Γεωργία Σάνδη

Ο Σοπέν στα 26 έδωσε υπόσχεση γάμου σε μία δεκαεπτάχρονη Πολωνέζα, αλλά η επιδείνωση της υγείας του, έπασχε από φυματίωση, δεν του επέτρεψε να την τηρήσει. Στο Παρίσι αφιέρωσε μεγάλο μέρος του χρόνου του στη διδασκαλία, εργασία που του απέφερε γενναιόδωρες αμοιβές, ενώ σύχναζε στα σαλόνια της αριστοκρατίας και την ακμάζουσας αστικής τάξης. Έκανε ωστόσο σχετικά λίγες εμφανίσεις ως πιανίστας και η τελευταία του συναυλία δόθηκε στο Λονδίνο το 1848. Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι η υγεία του επιδεινώθηκε και ο συνθέτης πέθανε στις 17 Οκτωβρίου του 1849, σε ηλικία μόλις 39 ετών.

Τα έργα

Η πλειονότητα των συνθέσεων του Σοπέν είναι για σόλο πιάνο και η υπόλοιπη μουσική -ορχηστρική, δωματίου και φωνητική – επιφυλάσσει πάντοτε ένα σημαντικό ρόλο για αυτό το όργανο. Από τα έργα του για ορχήστρα εκείνο που αναμφίβολα ξεχωρίζει είναι το Κοντσέρτο σε Μι ελάσσονα, Οp.11, που γράφτηκε το 1830, το οποίο είχε μία αποστολή, να αφήσει ο νεαρός Σοπέν τη σφραγίδα του ως βιρτουόζος πιανίστας-συνθέτης. Πριν την πρεμιέρα του κοντσέρτου, που δόθηκε στη Βαρσοβία στις 11 Οκτωβρίου 1830, ο Σοπέν έγραφε σε ένα φίλο του:

«Αισθάνομαι σαν πρωτάρης, ακριβώς όπως αισθανόμουν όταν ήμουν εντελώς άσχετος από πιάνο. Η πρωτοτυπία του έργου αυτού φθάνει τόσο μακριά ώστε δεν θα καταφέρω ποτέ να το μάθω ούτε εγώ ο ίδιος».

Την επόμενη της πρεμιέρας ο Σοπέν γράφει πάλι στον φίλο του:

«Δεν βλέπω την ώρα να σου γράψω για να σου πω ότι η χθεσινή συναυλία είχε ανέλπιστη επιτυχία. Σε πληροφορώ ότι δεν αισθάνθηκα καθόλου τρακ και έπαιξα με την ίδια άνεση που παίζω και στο σπίτι μου. Όλα πήγαν καλά….και τα χειροκροτήματα με γύρισαν στη σκηνή για να χαιρετίσω το κοινό τέσσερις φορές».

Παρ’ όλο που η ενορχήστρωση έχει ορισμένες ατέλειες, όταν ο Σούμαν άκουσε το έργο για πρώτη φορά, ύστερα από μερικά χρόνια, έγραψε:

«Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι, αν σήμερα γεννιόταν μία μεγαλοφυΐα σαν τον Μότσαρτ, θα έγραφε όπως ο Σοπέν και όχι όπως ο Μότσαρτ!».

πορτραίτο του Σοπέν ζωγραφισμένο από τον Ντελακρουά το 1838

Κοντσέρτο σε Μι ελάσσονα, Op.11

Το πρώτο μέρος αρχίζει με ένα εκφραστικό tutti της ορχήστρας, που άλλοτε εμφανίζεται παθιασμένο και άλλοτε διαποτίζεται από θερμό λυρισμό, ώσπου στο τέλος η ορχήστρα ξεψυχά, ανοίγοντας δρόμο για την πρώτη είσοδο του πιάνου. Το έντονα προσωπικού ύφους δεύτερο μέρος είναι εμπνευσμένο από τον έρωτα του συνθέτη για την Κοντσάντσα Γκλαντόφσκα, νεαρή φοιτήτρια τραγουδιού στο Ωδείο της Βαρσοβίας. Ο Σοπέν περιέγραψε τον χαρακτήρα του έργου ως

«ρομαντικό, ήρεμο και εν μέρει μελαγχολικό. Η σύλληψή του θέλει να μεταφέρει την εντύπωση που έχει κανείς όταν αφήνει το βλέμμα του να πλανηθεί σε ένα αγαπημένο τοπίο που φέρνει στον νου όμορφες αναμνήσεις, όπως για παράδειγμα μια φεγγαρόφωτη ανοιξιάτικη νύχτα. Χρησιμοποίησα τα βιολιά σε σουρντίνα ως συνοδεία. Αναρωτιέμαι αν αυτό το εφέ θα είναι ικανοποιητικό. Ο χρόνος θα δείξει».

Το ζωηρό φινάλε βασίζεται στον άστατο ρυθμό του κρακόβιακ, ενός παραδοσιακού πολωνικού χορού και αν εξαιρέσουμε ένα φωτεινό αλλά κάπως πιο ήρεμο θέμα σε Λα μείζονα, είναι στο σύνολό του χαρούμενο.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου, με το οποίο ο συνθέτης αφήνει αναμφίβολα την προσωπική του σφραγίδα είναι τα ακόλουθα:

  1. Η πλούσια αραμπέσκ μελωδία που ανήκει αδιαμφισβήτητα στο ύφος του Σοπέν
  2. Ο χαρακτήρας nocturne του κεντρικού αργού μέρους, και
  3. Οι ρυθμοί του τελευταίου μέρους, σαφώς συγγενικοί με τους ρυθμούς της πατρίδας του.

Πρώτο μέρος

Το πρώτο μέρος του κοντσέρτου, Allegro Maestoso, είναι αρκετά μεγάλο και δομημένο σύμφωνα με την τυπική συνταγή της σονάτας, παρά την μορφολογική ελευθερία που μαρτυρεί το άκουσμά του. Ο δυναμισμός υπογραμμίζεται από τις κοφτές και ισχυρές συγχορδίες που συνοδεύονται από απαλές πινελιές των ξύλινων πνευστών. Η αρχή του έργου μας προετοιμάζει για το αστραποβόλο και φωτεινό παίξιμο στο πιάνο. Παρ’ όλο που η ορχήστρα επιστρατεύει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών της, σε καμία στιγμή ο ήχος της δεν προσλαμβάνει μνημειώδες διαστάσεις και η υφή του παραμένει πάντοτε σχετικά ελαφριά, παράγοντας ένα λυρισμό ανάλαφρο και διάφανο.

Chopin- Piano Concerto #1 In E Minor, Op. 11 – 1. Allegro Maestoso

Δεύτερο μέρος

Η Romanza αποτελεί αναμφίβολα το πιο ενδιαφέρον μέρος από τα τρία που συγκροτούν το κοντσέρτο και είναι ένα είδος προάγγελου των εξαίσιων Nocturnes που έμελλε να συνθέσει ο Σοπέν.

Chopin- Piano Concerto #1 In E Minor, Op. 11 – 2. Romance- Larghetto

Τρίτο μέρος

Το τρίτο μέρος είναι το Rondo, φωτεινό και σκερτσόζικο, αποτελεί ένα είδος προδρόμου για τις περίφημες μαζούρκες που έγραψε αργότερα ο συνθέτης.

Chopin- Piano Concerto #1 In E Minor, Op. 11 – 3. Rondo- Vivace

*τα στοιχεία του άρθρου αποτελούν επιλογή από το βιβλίο “Chopin Frederic” της σειράς «Η Μεγάλη Μουσική, Βήμα προς Βήμα», που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Βήμα της Κυριακής» το 1995.