Δήμητρα Λαρεντζάκη : Ο εξουσιαστής κοιμάται ήσυχος όταν ο εξουσιαζόμενος κοιμάται ακόμα πιο βαθιά.

Written by

-Τι ήταν αυτό που πυροδότησε την επιθυμία σας να σκηνοθετήσετε το συγκεκριμένο θεατρικό έργο;
Θα δανειστώ μια φράση του Τζόρτζ Όργουελ: «Σε μια εποχή που κυριαρχεί το ψέμα, η αλήθεια θεωρείται ενέργεια επαναστατική». Η εποχή μας, το ψέμα της, το μοναδικό όπλο της αλήθειας και το θάρρος της ανοιχτής καταγγελίας που έχει το «Ξύπνημα της Άνοιξης» ήταν το σπίρτο που άναψε τη φωτιά. Η τόλμη του συγγραφέα να επιτεθεί στη σιγουριά της όποιας κατεστημένης εξουσίας που διατείνεται ότι γνωρίζει με σιγουριά πώς να μεγαλώνει παιδιά, πώς να φτιάχνει συνειδήσεις, πώς να ορίζει τον κόσμο των μικρών που «δεν γνωρίζουν», μέσα από έναν κόσμο που ανεπιτυχώς διαπαιδαγωγεί, που ξέχασε μέσα σ’ αυτά που διδάσκει την πραγματική σημασία της οικογένειας, των γονιών, του σχολείου – το οποίο άλλωστε στέκει άπρακτο και αποσβολωμένο μπροστά στη βία που γεννάει η ίδια η κοινωνία που το γέννησε και που το συντηρεί. Για την ανικανότητα της θρησκείας να δώσει απαντήσεις, για την αδυναμία να βρεθεί «η γη της επαγγελίας», όπου χωράμε όλοι. Για ό,τι δεν σημαίνει ηθική και για ό,τι έδωσε τόσο μεγάλη δύναμη στην τιμωρία. Για το πώς οι κοινωνίες μεγαλώνουν τα παιδιά τους. Για την απέραντη ποιητικότητα του λόγου και των ανθρώπινων στιγμών που δίνει τόσο γενναιόδωρα ένας μεγάλος συγγραφέας που λογοκρίθηκε, που καταδιώχθηκε για όλα όσα τόλμησε να πει τότε, αυτά που ακόμα και τώρα ταλαιπωρούν τις ναρκωμένες κοινωνίες του 21ου αιώνα. Για την άπειρη δύναμη και τη συγκίνηση που μου δίνουν κάθε φορά οι ήρωες, που με τη δύναμη της νιότης παλεύουν μέσα στην άνοιξη με τους παγωμένους χειμώνες των ανάπηρων «σοφών».

-Ο συγγραφέας του έργου θεωρείται πρωτοπόρος και ως προς την χρήση της γλώσσας του, και ως προς τη θεματογραφία του, αλλά κυρίως ως προς τη δραματουργική του τεχνική. Η καλειδοσκοπική μορφή που ακολουθεί η δόμηση των σκηνών του έργου στάθηκε για σας ένα κλειδί προς την ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα και εάν ναι με ποιο τρόπο το χρησιμοποιήσατε;
Ο Βέντεκιντ επιλέγει έναν πιο κινηματογραφικό τρόπο για να αφηγηθεί την ιστορία στο «Ξύπνημα της Άνοιξης». Τα στιγμιότυπα από τη ζωή των εφήβων έχουν μια δυναμική και έναν τρόπο σύνθεσης ο οποίος μοιάζει με μια μαθηματική εξίσωση, που αν δεν την ακολουθήσεις δεν θα φτάσεις στη «λύση», το αινιγματικό τέλος του έργου. Το καλειδοσκόπιο αυτό για κάθε σκηνή-στιγμή έχει μέσα του μια αλήθεια με μια πύκνωση τόσο δυνατή και με μια τέτοια αντικειμενικότητα στην καταγραφή της, ώστε να ξεπερνά το υποκειμενικό των ηρώων και των γεγονότων και να φτάνει σε μια αντικειμενική θεώρηση της ζωής συνολικά. Στην παράσταση το καλειδοσκόπιο αυτό το βλέπουμε να ξετυλίγεται από την αρχή έως το τέλος σε πολλά επίπεδα μέσα στην ιστορία και στις στιγμές των ηρώων και όχι μόνο στη σκηνή που διαδραματίζεται εκείνη τη στιγμή. Ο θεατής έχει την ελευθερία να ξετυλίξει με το δικό του τρόπο το μίτο της Αριάδνης και να ακολουθήσει τους ήρωες μέχρι το τέλος της μιας ιστορίας και την αρχή μιας άλλης. Με ένα κύκλο που ξεκινάει από την αρχή, με το μέλλον που πάντα είναι άγνωστο και ανοιχτό μπροστά μας.

-Ο τίτλος του συγκεκριμένου έργου φέρει ως υπότιτλο: Μια παιδική τραγωδία. Και συνεχίζει με την περίεργη αφιέρωση: Στον Κύριο με την μάσκα. Εάν η τραγωδία είναι η κατεστημένη εκπαίδευση, που δέχονται τα παιδιά ‘ τα παιδιά αργότερα γίνονται μέσα από την διαπαιδαγώγηση της φίμωσης οι Κύριοι με τις μάσκες ή φέρει ένα πιο επαναστατικό μήνυμα το έργο;
Το κατεστημένο της εκπαίδευσης, το σύστημα αξιών του δυτικού πολιτισμού στη μορφή που έφτασε να έχει σήμερα – στο πλαίσιο του οποίου ασκείται η εξουσία – φανερώνει το ίδιο την αδυναμία του να αφουγκραστεί, να δει, να αισθανθεί, να καταλάβει, να βοηθήσει, να αφήσει χώρο για το καινούργιο που έρχεται, για τη γενιά που θέλει να υπάρξει κάθε φορά μέσα από το νέο που κουβαλάει και που τόσο τρομάζει ένα σύστημα που έχει φτιαχτεί να διασφαλίζει την εξουσία του κάνοντας τους ανθρώπους ίδιους, προβλεπόμενους, φοβισμένους. Πρόκειται για ένα σύστημα που κύριο μέλημά του είναι να δημιουργεί συνειδήσεις και πρότυπα όπως το συμφέρει, που μόνος σκοπός του είναι να ελέγχει ανθρώπους και να μην τους αφήνει περιθώρια για πραγματική πνευματική και ψυχική ελευθερία, η οποία θα τους έδινε τη δύναμη να πολεμήσουν το ίδιο το σύστημα. Το σύστημα αυτό θέλει ανθρώπους χωρίς επιθυμίες μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο από καθήκον, ψεύτικη ηθική και τιμωρία. Αυτά είναι τα όπλα προς τήρηση των κανόνων που έχει στην κατοχή του το τρίπτυχο στο οποίο επιτίθεται ο Βέντεκιντ: οικογένεια-εκπαίδευση-θρησκεία. Ο Κύριος με τη Μάσκα λέει κάποια στιγμή: «Πιστεύω πως η ηθική είναι το πραγματικό γινόμενο δύο φανταστικών μεγεθών. Τα φανταστικά μεγέθη είναι το καθήκον και η επιθυμία. Το γινόμενο λέγεται ηθική και η πραγματικότητά του δεν μπορεί να αμφισβητηθεί». Ο Κύριος με τη Μάσκα – ρόλος που έπαιξε ο ίδιος ο Βέντεκιντ στην πρώτη παράσταση του έργου – ενσαρκώνει το μέλλον, που αξίζει να το εμπιστευτούμε και να το ζήσουμε όπως εμείς θέλουμε. Το να αντιστέκεσαι στη ζωή που δεν θέλεις να κάνεις, σ’ αυτό που δεν είσαι αλλά βολεύει το σύστημα να είσαι για να σε ελέγχει και να σε αποδυναμώνει, για να μην το ενοχλείς, αυτό ναι, είναι μια πράξη επαναστατική. «Μια παιδική τραγωδία» είναι ο δεύτερος τίτλος του έργου και είναι απόλυτα βάσιμος όσον αφορά την ιστορία και την εξέλιξη αυτών των εφήβων, αν σκεφτούμε τα λόγια του Φρόυντ ότι «Ο άνθρωπος είναι προϊόν των  τραυμάτων της παιδικής του ηλικίας». Ο Βέντεκιντ εισάγει τις αρχές της ψυχαναλυτικής θεωρίας του Φρόυντ στο θέατρο, γνωρίζοντας προφανώς πόσο καθοριστική είναι η παιδική ηλικία για την εξέλιξη ενός ανθρώπου. Εκεί ξεκινούν όλα, εκεί αρχίζει να διαμορφώνεται η προσωπικότητα για να φτάσει στη μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Η διαπαιδαγώγηση – όχι μόνο η σεξουαλική, που είναι βασική από θεματικής άποψης μέσα στο έργο – κατά την παιδική ηλικία θα ορίσει την ηλικία αυτή ως τραγωδία ή όχι ανάλογα με τις βάσεις και πάνω απ’ όλα με την αγάπη και την τρυφερότητα που θα πάρει ένα παιδί. Και δυστυχώς, όταν οι γονείς δεν ξέρουν ούτε γιατί έκαναν παιδιά ούτε πώς να τα μεγαλώσουν, τότε η παιδική ηλικία είναι μια τραγωδία για το μικρό άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας.

-Πόσο κοντινή σχέση πιστεύετε ότι έχει σήμερα η παιδεία με την άσκηση εξουσίας; Βιώνουν τα παιδιά μια σχέση εξουσιαστή- εξουσιαζόμενου και πως αυτό επηρεάζει τη σημερινή κοινωνία;
Δεν ξέρω πια αν μιλάμε για παιδεία. Δεν έχουμε παιδεία, αλλά εκπαίδευση. Όταν μιλάμε για παιδεία, μιλάμε για τη διαδικασία εκείνη της αγωγής που κατά κύριο λόγο στοχεύει στην άνοδο του πνευματικού επιπέδου κάποιου, που παρέχει συστηματική γνώση και όχι τη γνώση που γνωρίζουμε στην τρέχουσα μορφή της, η οποία κατά τη γνώμη μου είναι στείρα και χωρίς πρόσωπο, χωρίς πραγματικό στόχο, που θα ήταν το να φτάσει κανείς στην πνευματική ανάταση. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για εκπαίδευση, για απλή μετάδοση και ανάπτυξη δεξιοτήτων σε σχέση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Η εξουσία ενός συστήματος που επιβάλλει ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης και αντίληψης της γνώσης, που δεν δείχνει ένα δρόμο για να φτάσεις σ’ αυτήν, οδηγεί σε έναν πρόωρο θάνατο την ελευθερία μέσα στην οποία διαπαιδαγωγείται κάποιος για να νιώσει πως είναι ικανός να παίρνει αποφάσεις και να τις στηρίζει, να αναπτύσσει έναν προσωπικό τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, να έχει γνώμη και άποψη. Ποια εξουσία το θέλει αυτό; Ο εξουσιαστής κοιμάται ήσυχος όταν ο εξουσιαζόμενος κοιμάται ακόμα πιο βαθιά.

-Διαβάζοντας το βιογραφικό σας βλέπει κανείς μια πολυποίκιλη εμπειρία ηθοποιού, αλλά δεν διάβασα κάτι για προηγούμενη σκηνοθετική εμπειρία. Πρόκειται για την πρώτη σας σκηνοθετική απόπειρα; Εάν ναι , πόσο σας βοήθησε η πορεία σας μέσα από ρόλους ως ηθοποιός στην προσέγγιση αυτού του νέου εγχειρήματος;
Αυτή είναι η τρίτη. Προηγήθηκαν ο «Αίαντας» του Γ. Ρίτσου στο Δη. Πε.Θε. Κοζάνης τον Οκτώβριο του 2015 και το «Παγκάκι» του Α. Γκέλμαν στο Vis Motrix το Δεκέμβριο του 2015. Ο ηθοποιός είναι κομμάτι μιας ιστορίας μέσα από το ρόλο του και τη ζωή του ήρωα που ενσαρκώνει. Όταν θέλησα να αφηγηθώ μια ιστορία πιο συνολικά, όπως συμβαίνει με τη σκηνοθεσία, οι διαδρομές που διανύει ο ηθοποιός για να φτάσει στους ρόλους με βοήθησαν στο να μπορώ να δω, να ερμηνεύσω, να ενώσω πολλές διαφορετικές ζωές και στιγμές. Με βοήθησαν στο να μπορώ να δω από διαφορετικές οπτικές γωνίες και να γνωρίζω εκ των έσω ότι ο κάθε ηθοποιός έχει το δικό του τρόπο για να φτάνει κάθε φορά στο χαρακτήρα, ότι ο τρόπος με τον οποίο ξεκινάει ο καθένας και η διαδρομή που θα ακολουθήσει μέχρι να φτάσει στο ρόλο του μπορεί να είναι – και τις περισσότερες φορές είναι – τελείως διαφορετικά.

-Διάβασα, επίσης, για τις σπουδές σας πάνω στην φωτογραφία. Συνδέσατε καθόλου την τέχνη της φωτογραφίας στο ανέβασμα του έργου, με την ευκαιρία αυτών των σπονδυλωτών σκηνών;
Στη φωτογραφία τις στιγμές που «φυλακίζεις» τις διαλέγεις γιατί δίνουν μια αίσθηση πως κάτι σε επίπεδο συναισθημάτων, χώρου και χρόνου έχει κάτι που μπορεί να υπάρχει για πάντα. Μέσα στη φωτογραφία υπάρχει το κομμάτι ενός κόσμου ορατού και αόρατου, ενός κόσμου που υπάρχει και εκείνου που βλέπεις μόνο εσύ. Αλλά αυτά ακριβώς τα στοιχεία είναι και εκείνα που μπορούν να κάνουν το θέμα να είναι αυτόνομο, με μια δική του ζωή, κάτι που συμβαίνει και στο έργο όσον αφορά τη στιγμή, την αυτονομία, αλλά και το κάδρο που τα συνδέει όλα αυτά, που είναι η ιστορία.

-Η τριβή του κοινού με έργα τόσο σημαντικά πιστεύετε ότι καταφέρνει στις μέρες μας να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους;
Δεν ξέρω αν πραγματικά καταφέρνει να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους. Ο καθένας πρέπει να θέλει να δει, να ξεβολευτεί, να έρθει αντιμέτωπος με ό,τι πιστεύει πως είναι, να θέλει να αντικρίσει και να έρθει αντιμέτωπος με αλήθειες προσωπικές και μη, με ό,τι νομίζει πως σκέφτεται και με το πώς τελικά πράττει. Το θέατρο θέτει τα ερωτήματα, δεν δίνει μασημένες απαντήσεις. Οι θεατές θα πρέπει να θέλουν καταρχήν να θέτουν οι ίδιοι ερωτήσεις στον εαυτό τους. Το θέατρο ορίζει τις συναντήσεις των ανθρώπων, ανοίγει το χώρο για να ξεκινήσει μια μεγάλη κουβέντα για όλα όσα αφορούν αυτό που λέγεται άνθρωπος στο σύνολό του.

-Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για αυτή την ομάδα νέων ανθρώπων, που συμπληρώνουν την ταυτότητα των συντελεστών της παράστασης;
Οι ηθοποιοί της παράστασης έχουν μια κοινή πορεία όσον αφορά τον κώδικα που έχουν αναπτύξει, μιας και από τη φοίτησή τους στη σχολή δουλέψαμε πάνω στη μέθοδο του Μιχαήλ Τσέχωφ. Όταν υπάρχει ένας κώδικας, μια γλώσσα κοινή μέσα σε ένα θίασο – χωρίς φυσικά ο καθένας να χάνει το προσωπικό του στίγμα – αυτό δίνει μια άλλη ελευθερία και ένα μεγαλύτερο χώρο όχι μόνο για να ανακαλύψεις αλλά και για να επικοινωνείς πιο βαθιά, για να μοιραστείς πάνω στη σκηνή όχι μόνο μέσα από τους χαρακτήρες αλλά και εσύ ως ηθοποιός, να είσαι η γέφυρα για το έργο, τους συμπαίκτες σου, το κοινό. Δεν ξέρω αν θα καταπιανόμασταν με αυτό το έργο, αν δεν είχαμε αυτή την κοινή πορεία. Πρέπει να είναι έτοιμοι και πολύ διαθέσιμοι οι ηθοποιοί για να βουτήξουν μέσα σε ένα τέτοιο έργο, που έχει τόσο υψηλές απαιτήσεις όχι μόνο υποκριτικές αλλά και όσον αφορά το πνευματικό οικοδόμημα που συγκροτεί. Θα ήθελα να αναφέρω τα ονόματά τους: Βίκυ Γρηγοριάδου, Κίκα Ζαχαριάδου, Εύη Κάτσιου, Νόνικα Μαλκουτζή, Ρίτα Μοσχίδου, Έλιο Φοίβος Μπέικο, Δέσποινα Μπισχινιώτη (έχει κάνει και την επιμέλεια του προγράμματος της παράστασης), Ανδρέας Παπαϊωάνου, Δήμητρα Σταματίου, Νίκος Τσολερίδης (έχει κάνει και τους φωτισμούς). Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Γιώργο Δεπάστα για την παραχώρηση της εξαιρετικής μετάφρασης και στο βοηθό μου, τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Πασχάλη Αραμπατζή, για την ουσιαστική και πολυεπίπεδη δουλειά του πάνω στο έργο και την παράσταση.