“Δον Ζουάν” από το Κ.Θ.Β.Ε.

Written by

Με τον εναλλακτικό τίτλο “Δον Ζουάν για κλάματα” δανεισμένο από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Ντίμη Δαδήρα θα μπορούσε να συνεχίσει η παράσταση “Δον Ζουάν” του Κ.Θ.Β.Ε. που έκανε πρεμιέρα στις 6 Φεβρουαρίου στο Βασιλικό θέατρο, σε σκηνοθεσία του Δαμιανού Κωνσταντινίδη.

Ο “Δον Ζουάν” γραμμένος το 1665 από τον Μολιέρο είναι ένα έργο κλασικό μεν, φλύαρο δε. Τόσο φλύαρο που πρέπει κανείς να έχει πολλή υπομονή για να ανακαλύψει τον δραματικό καρπό κάτω από τα αλλεπάλληλα περιβλήματα. Προσωπικά, το συγκεκριμένο έργο του Μολιέρου δεν είναι στα ενδιαφέροντά μου και μου είναι δύσκολο να κατανόησω και τους λόγους που κάποιος επιλέγει σήμερα να το ανεβάσει.

Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, σκηνοθέτης της παράστασης, επέλεξε να ανεβάσει το συγκεκριμένο έργο με σαφή και στέρεη ιδέα και πρόθεση: τα όρια της ελευθερίας, της κοινωνικής προσαρμογής και καταπίεσης. Όλα καλά ως εδώ. Ήταν εμφανές ότι υπήρχε ένα θεωρητικό υπόβαθρο για την παράσταση, και ευτυχώς δεν είδαμε μια αναβίωση του μολιερικού έργου. Ωστόσο, η γράφουσα έχει πολλές πολλές ενστάσεις. Πέρα του ότι το έργο στο σύνολό του ήταν αρκετά βαρετό και αργό σε ρυθμό (αρχή είναι, μπορεί να βρει τους ρυθμούς του), κυριαρχούσε μια αλμοδοβαρική αισθητική όπου οι ήρωες (μόνο οι άνδρες) δεν είχαν σαφές φύλο αλλά ισορροπούσαν άλλοτε φανερά κι άλλοτε όχι τόσο φανερά, ανάμεσα στον θηλυκό και αρσενικό εαυτό τους. Ομοφυλόφιλος ο Δον Ζουάν ; Θα μπορούσε. Κι ο Σγαναρέλος; Κι οι υπηρέτες; Και εν δυνάμει κάθε άνδρας που εμφανίζεται στη σκηνή; Ναι, το πάθος του Δον Ζουάν είναι αχαλίνωτο και ακράτητο , αλλά και των άλλων; Ναι, υπήρχαν και στιγμές που αυτή η κιτς αισθητική σε κέρδιζε (πχ.με την τουαλέτα – εικονοστάσι).

Απορώ πως ο σκηνοθέτης, τον οποίο εκτιμώ, επέτρεψε στον Δημήτρη Δρόσο να κάνει μια τόσο ενοχλητική εμφάνιση, γιατί ήταν στ’ αλήθεια κουραστικός με τόσες μούτες και τόσο μονότονη και επαναλαμβανόμενη εκφορά του λόγου. Σίγουρα δεν ήταν ο πρωταγωνιστής της παράστασης. Σε γενικές γραμμές η υποκριτική βρίσκονταν σε μέτριο επίπεδο, εξαιρώντας μόνο τον εξαιρετικό Μάνο Γαλανή, που δεν χόρταινες να τον βλέπεις, και τον πολύ έμπειρο Γιάννη Καλατζόπουλο, που παίζει πάντα με το κέφι και τη λαχτάρα μικρού παιδιού. Εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια από τον Απόστολο Αποστολίδη, οι φωτισμοί του Στράτου Κουτράκη ίσως απ’ τα καλύτερα στοιχεία της παράστασης. Η μουσική του Κώστα Βοζίκη σε αντιθετική πορεία με την υπόλοιπη παράσταση.

Εν κατακλείδι, είναι μια παράσταση που της λείπει κάτι. Από το ξεκίνημά της σου δίνει την αίσθηση μιας σκηνικής κενότητας, σαν να απουσιάζει το θέατρο, σαν να απουσιάζει η ψυχή και να υπάρχει μόνο το περίβλημα, ένα άδειο σαρκίο.