O δρόμος περνά από μέσα στο θέατρο Μικρό Χορν, κριτική παράστασης

Written by

Διπλός ρόλος

Όμως από που ξεκινά και που καταλήγει αυτός ο δρόμος; Ένας δρόμος, ο οποίος προκειμένου να υπάρξει «περνά από μέσα», δηλαδή από το εσωτερικό, από μια ενδότερη στοιβάδα. Όχι εξωτερικά, δηλαδή όχι στην επιφάνεια, όχι στο σημείο το ορατό με γυμνό μάτι, αλλά στο άλλο, σε αυτό που κρύβεται. Όχι σε αυτό που αποκαλύπτεται, αλλά σε αυτό που καλύπτεται.

Κάλυψη / απόκρυψη / αόρατο / ενδότερο / εσωτερικό. Η τροπικότητα του «μέσα» / ο δρόμος του «μέσα» / ο δρόμος που περνά από μέσα. Το πέρασμα / η διάβαση από το «μέσα», προϋποθέτει ένα ταξίδι – βύθισμα, μία κατάβαση στο  α θ έ α τ ο.

Ναι, στο αθέατο και στο πιο ιδιωτικό. Που βρίσκεται το ιδιωτικό, το αθέατο και προσωπικό; Το σπίτι / η οικία είναι η ύλη – η υλική αποτύπωσή του. Ποιος είναι ο ρόλος του σπιτιού; Ένας ρόλος διπλός και φαινομενικά αντιφατικός: αφενός το εξωτερικό περίβλημα – η προστασία – η στερεή μεμβράνη – η κρούστα και το κέλυφος του οργανισμού και αφετέρου το χωνευτήρι, η φιλοξενία αυτού που δεν πρέπει να ιδωθεί, η φιλοξενία και το πλαίσιο του «μέσα». Και έτσι ο ρόλος του σπιτιού συμπίπτει με τον ρόλο του σώματος.

Το σπίτι—σώμα

To σπίτι—σώμα, ως το πλαίσιο φιλοξενίας των ζωτικών οργάνων. Τα αντικείμενα είναι τα όργανα του σπιτιού—σώματος και για τον λόγο αυτό τόσο τα αντικείμενα, όσο και το ίδιο το σπίτι αποκτούν παλμό, γίνονται ζωντανοί οργανισμοί, γίνονται ήρωες, γίνονται πρωταγωνιστές. Σύμφωνα με τον Πεφάνη «δεν πρόκειται λοιπόν για απλά αντικείμενα, αλλά για ιδιαίτερα προικισμένα όντα που μπορούν να θυμούνται, να κρίνουν και να αποφασίζουν, που γίνονται συνένοχα με την ανθρώπινη ζωή. Ο Καμπανέλλης προσφέρει μία από τις υποβλητικότερες προσωποποιήσεις αντικειμένων μέσα σε όλο το μεταπολεμικό θέατρο» [1]. Και εδώ γινόμαστε μάρτυρες μιας διαδρομής, μιας πορείας αμφισβήτησης και υπονόμευσης των παγιωμένων και κυρίως προκαθορισμένων ταυτοτήτων και ιδιοτήτων: ο άνθρωπος ως το Υποκείμενο, ως το έμβιο ον, το ον το προικισμένο με ζωή. Και από την άλλη πλευρά το σπίτι με τα αντικείμενά του. Ποια είναι τα πραγματικά Αντικείμενα; Ούτε ό,τι βρίσκεται στη μία πλευρά, ούτε στην άλλη. Πρόκειται για μια σχέση δυναμική και όχι στατική, όπου οι όροι εναλλάσσονται, όπου κανένας δεν βρίσκεται εντελώς και απόλυτα ούτε στη μία όχθη, ούτε στην άλλη, αλλά υφίστανται διαρκείς μετακινήσεις. Ο κάθε όρος εξουσιάζει και εξουσιάζεται από τον άλλον, ο κάθε όρος εξαρτάται από τον άλλον, ο κάθε όρος υφίσταται μόνο μέσω της δημιουργημένης σχέσης.

Διόρθωση

Ένα σπίτι δημιουργείται με σκοπό να κατοικηθεί. Να γίνει βιωμένο και εμποτισμένο με τη μνήμη. Γίνεται τόπος μνήμης και άρα τόπος προσωπικός. Άρα τι σηματοδοτεί η κατεδάφιση του κτηρίου; Γιατί είναι τόσο επίπονη; Φαντάζει σαν μια υλική αποτύπωση ακρωτηριασμού της μνήμης, μια βίαιη επιβολή λήθης. Η κατεδάφιση του σπιτιού = η βία μια απόσχισης, η βία μιας απόπειρας διαγραφής. Η βία της  δ ι ό ρ θ ω σ η ς. Διότι πρέπει να κατεδαφιστεί, ώστε να διορθωθεί η αξία του. Και πιο συγκεκριμένα η εμπορική του αξία. Η διόρθωση ως καταστροφή [2].

Φωλιά

Το σπίτι ως η αποτύπωση του στοιχειώματος της μνήμης και το στοίχειωμα ως ο τρόπος δημιουργίας φαντασμάτων. Το φάντασμα ως το σύμβολο του μεταιχμίου / ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία, το σπίτι είναι γεμάτο με φαντάσματα: αυτό που «έχει υπάρξει», βαλσαμώνεται και λειτουργεί ως μία επίμονη και επίπονη υπενθύμιση του παρελθόντος, η παρουσία του οποίου έχει συντελέσει στη δημιουργία μίας  φ ω λ ι ά ς. Το σπίτι—φωλιά όλων των ταυτοτήτων που έχουν αποκτήσει οι κάτοικοί του -ταυτότητες εφήμερες και ταυτότητες που έχουν παγιωθεί- λειτουργεί ως φάρος αναφοράς της ζωής που  έ χ ε ι  υ π ά ρ ξ ε ι. Των κατοίκων που δεν ήταν «ούτε άγγελοι, ούτε τέρατα, αλλά φυσιολογικοί άνθρωποι».

Πεθαίνει άραγε ένα σπίτι; Ο θάνατος είναι αποκλειστικό προνόμιο των έμβιων όντων; Ο θάνατος είναι μία από τις βασικές γραμμές διαχωρισμού των έμβιων όντων από τα άψυχα; Το σπίτι και τα αντικείμενά του έχουν δικαίωμα στον θάνατο; Για να επέλθει ο θάνατος προϋποτίθεται ο κύκλος της ζωής. Το σπίτι και τα αντικείμενα θα ήταν άψυχα και κατ’ επέκταση δίχως ζωή, εάν δεν ήταν εμποτισμένα και φορτισμένα με τη ζωή των κατοίκων του. Γερνούν, φθείρονται και πεθαίνουν μαζί με τους ιδιοκτήτες τους;

Σμίκρυνση

Στην παράσταση το σπίτι (σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου) μοιάζει με ένα γιγάντιο κουκλόσπιτο. Όταν ο πρωταγωνιστής κλείνεται μέσα σε αυτό είναι ορατό από τους θεατές μόνο το κεφάλι του και μοιάζει με ένα μεγάλο κεφάλι σε ένα μικρό σπίτι. Αυτή η δυσαναλογία που δημιουργείται προκαλεί την αίσθηση του εγκλωβισμού, της αιχμαλωσίας και της ασφυξίας: ένα σπίτι που έχει «μικρύνει», που έχει πλέον συρρικνωθεί η αξία του, που έχει καταλήξει ένα κουκλόσπιτο – ένα έκθεμα, ένα όμορφο θέαμα, με αντικείμενα—κομμάτια κατάλληλα προς πώληση. Οι κάτοικοί του φαντάζουν πλέον ανοίκειοι μέσα του. Την ίδια αυτή αίσθηση του ανοίκειου προκαλεί και η εξαιρετική σκηνή του μονολόγου της Γλυκερίας (Ρούλα Πατεράκη), όπου είναι ορατό μονάχα το κεφάλι της, να προεξέχει από την οροφή του σπιτιού. Σαν ένα κεφάλι αποκομμένο από το σώμα, σαν το σώμα να έχει  θ α φ τ ε ί  μέσα στο σπίτι.

Υποκριτικά ξεχωρίζω την ερμηνεία της Ρούλας Πατεράκη στον ρόλο της Γλυκερίας, τον οποίο και διαδραμάτισε με τρόπο ανάγλυφο, άμεσο και εσωτερικό, καθώς οι ερμηνείες των υπόλοιπων ηθοποιών κινούνται σε ένα περισσότερο επιδερμικό και περιγραφικό επίπεδο, πετυχαίνοντας κατά κύριο λόγο μία φορμαλιστική ίσως ερμηνεία.

[1] Γιώργος Π. Πεφάνης: Το θέατρο και τα σύμβολα. Διαδικασίες συμβόλισης του δραματικού λόγου, Παπαζήσης, Αθήνα 2012, σ. 417.

[2] Γιώργος Βέλτσος: «Από διόρθωση σε διόρθωση. Η συνάντηση του Λευτέρη Βογιατζή με τον Thomas Bernhard», στο Η φιλοσοφία επί σκηνής. Θεατροφιλοσοφικές εστιάσεις, επιμ. Γιώργος Π. Πεφάνης, Παπαζήσης, Αθήνα 2019, σ. 305.

Ταυτότητα της παράστασης στο Θέατρο: Μικρό Χορν

Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης
Επεξεργασία κειμένου: Στέργιος Πάσχος και Χρήστος Σουγάρης
Σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου
Κοστούμια : Χριστίνα Κωστέα 
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Μουσική: Στέφανος Κορκολής 
Επιμέλεια κίνησης : Νατάσσα Σαραντοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Σίλια Κόη 
Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Νικόλας Ιωακειμίδης
Βοηθός σκηνογράφου: Κατερίνα Κανελλοπούλου
Βοηθός ενδυματολόγου: Ρενάτα Γκίκα
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Σχεδιασμός γραφιστικών: Θωμάς Παπάζογλου 

ΠΑΙΖΟΥΝ:
Ρούλα Πατεράκη
Πέρης Μιχαηλίδης
Πάρης Θωμόπουλος
Κωνσταντίνα Κλαψινού
Αλέξανδρος Βάρθης

cityculture.gr/ γράφει η Ιφιγένεια Καφετσοπούλου