“Εγώ, η Γωγώ” – στο θέατρο Αυλαία

Written by

Στο ασφυκτικά γεμάτο θέατρο Αυλαία βρεθήκαμε για την πρεμιέρα της παράστασης “Εγώ, η Γωγώ”, το κέιμενο και τη σκηνοθεσία της οποίας υπογράφει η Ελένη Γκασούκα. Πρόκειται για τον μονόλογο μια γυναίκας πουμετά από ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα που είχε, βρέθηκε ολομόναχη στον γκρεμό. Προσπαθώντας να σωθεί (αν και μεταξύ μας δεν καταβάλλει και καμία ιδιαίτερη προσπάθεια) ξεδιπλώνει κάποια από τα μέρη και τα στοιχεία που απαρτίζουν τη ζωή της.

Το κείμενο της Ελένης Γκασούκα είχε κάποιες αρετές, έπιασε σίγουρα τον σφυγμό του σύγχρονου ανθρώπου, ήταν στ’ αλήθεια up to date. Όμως, υπήρχαν πράγματα που δεν μπορούσα να τα εξηγήσω με τίποτα, πράγματα που είχαν πρόβλημα δραματουργικό. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα ήταν η σκηνή με τον νεαρό (Νίκος Πιζάνης) που αποτελεί ένα βωβό πρόσωπο στην παράσταση. Ενώ έχουμε μάθει ότι η Γωγώ βρίσκεται στο γκρεμό, ξαφνικά εμφανίζεται κάποιος από το πουθενά, ο οποίος είναι μάλιστα σαν να κάνει βόλτα. Κάθεται μαζί της ώρα πολλή, στην αρχή πάει να την βοηθήσει, μετά το μετανιώνει, στο τέλος την ληστεύει. Ποιος είναι; Γιατί δεν μιλάει; Δεν μπορεί να μην μας εξηγεί τις διαθέσεις του και να αλλάζουν οι προθέσεις του με τέτοιο ρυθμό. Αν η αλλαγή των προθέσεών του και η fast forward σχέση του με την Γωγώ συμβολίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις εν γένει, τότε ο συμβολισμός δεν ήταν και ο πλέον ξεκάθαρος.

Η σκηνοθεσία της ίδιας αφέθηκε κατά κύριο λόγο στις ευκολίες της ηθοποιού. Θα μπορούσε, πιστεύω, να διαχειριστεί ακόμη καλύτερα το υλικό της (και την ηθοποιό και το κείμενό της). Αν έδινε λίγη περισσότερη προσοχή στα δραματικά σημεία η παράσταση θα αιτούνταν μεγάλων αξιώσεων. Όπως και να έχει πάντως, κατάφερε να σκηνοθετήσει έναν μονόλογο που νικάει την πιο αδίστακτη αρρώστεια του θεάτρου, τη βαρεμάρα. Υπήρχαν όμως και δύο στοιχεία που με ξένισαν λίγο παραπάνω: το πρώτο είχε να κάνει με τη σχέση της πρωταγωνίστριας με το ραδιόφωνο. Πότε το άνοιγε; Το έκλεινε; Έρχονταν και χάνονταν μόνος του ο ήχος; Ποτέ δεν γίνεται αυτό σαφές. Το δεύτερο έχει να κάνει με τη σχέση της πρωταγωνίστριας και του χρόνου. Δεν μπορούσα να καταλάβω πόσες ώρες ή μέρες βρίσκονταν σ’ εκείνο το σημείο.

Το σκηνικό της Μαρίας Φιλίππου μου θύμισε έντονα το έργο του Σάμουελ Μπέκετ “Ω Ευτυχισμένες Μέρες” , αλλά πιστεύω πως αυτό έγινε ενσυνείδητα καθώς θα μπορούσε οι δύο ηρωίδες των έργων να είναι ακόμα και φίλες – μια έμμεση θεατρικοφιλολογική αναφορά.  Η ίδια ανέλαβε και την ενδυματολογική επιμέλεια της παράστασης, που ήταν μεν καθαρή όσον αφορά το ρόλο της Κωνσταντινίδου, αλλά δεν δημιούργησε κανενός είδος τύπου με την ενδυματολογική πρόταση του Πιζάνη. Ίσως και επίτηδες. Ενδιαφέρον είχαν οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη.

Όπως προείπα, η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου ήταν όπως την ξέρουμε από την τηλεόραση και από μερικές παλιότερες δουλειές της στο θέατρο. Προσωπικά, την προτιμώ πολύ περισσότερο σε δραματικά σημεία. Η φωνή της είναι πολύ πιο στιβαρή και με οντότητα σ’ εκείνα τα σημεία – στα υπόλοιπα μου δίνει λίγο και την εντύπωση πως σατιρίζει τον χαρακτήρα της. Πάντως, η εμπειρία της στο θεατρικό σανίδι φάνηκε.

Εν κατακλείδι, είναι μια παράσταση μικρής σχετικά διάρκειας,που δεν καταλαβαίνεις πότε περνάει η ώρα. Δεν θα βαρεθείς, υπάρχουν σημεία που σε κάνουν να γελάς και σημεία που σε κάνουν να “μαγκωθείς” λιγάκι.Σίγουρα δεν είναι το θεατρικό αριστούργημα, αλλά είναι ό,τι πρέπει για να περάσεις ένα χαλαρό κι ευχάριστο βράδυ.