Έλενα Μαρούτσου : Η γραφή είναι «Μια έξοδος από τον εαυτό προς τον κόσμο. Ένα ταξίδι μετ’ επιστροφής.»

Written by

Έλενα Μαρούτσου:  Συγγραφέας.  Είχαμε τη χαρά να συνομιλήσουμε μαζί της με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου της, «Οι Χυδαίες Ορχιδέες», στην Θεσσαλονίκη.

1. Μιλήστε μας για το βιβλίο σας «Οι χυδαίες ορχιδέες»(εκδόσεις Κίχλη). Ποιες συνθήκες –εικόνες το δημιούργησαν μέσα σας; Πώς εξελίχθηκε η διαδικασία της γραφής αυτού του βιβλίου που μπορεί να διαβαστεί τόσο ως μια συλλογή διηγημάτων όσο και ως μυθιστόρημα;
Το πρώτο και ομώνυμο διήγημα της συλλογής γεννήθηκε από μια παραγγελία. Ένας
δημοσιογράφος μου είχε προτείνει να συμμετέχω σε μια ανθολογία διηγημάτων με θέμα έναν
«δανεικό ήρωα». Κάθε συγγραφέας δηλαδή θα έπρεπε να «δανειστεί» έναν ήρωα από ένα
έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας και να τον βάλει να «παίξει» σε ένα δικό του διήγημα. Η δική
μου έμπνευση προήλθε από τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ. Το μυθιστόρημα αυτό του Ντ. Χ.
Λώρενς τελείωνε με την Λαίδη να κυοφορεί το μωρό του κηπουρού. Στο δικό μου διήγημα, το
μωρό αυτό είναι πλέον μια ηλικιωμένη γυναίκα ενώ αφηγήτρια και πρωταγωνίστρια είναι η
υποτιθέμενη κόρη της. Έχοντας κατά νου αυτή τη βασική συνθήκη, συνέχισα να γράφω τα
διηγήματα της συλλογής το καθένα σε «συνομιλία» με ένα λογοτεχνικό έργο.

2. Στο βιβλίο σας υπάρχουν πολλές και ευφάνταστες αναλογίες, κυρίαρχες στη ροή της
αφήγησης. Το στοιχείο αυτό το επιλέξατε ως παραδοξότητα έκφρασης ή προέκυψε από το αφηγηματικό υλικό των ιστοριών σας;
Το στοιχείο αυτό μπορώ να πω πως είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά της γραφής μου και
ήταν παρόν από την πρώτη κιόλας συλλογή διηγημάτων μου (Του ύψους και του βάθους,
μικρές ιστορίες, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1998). Η μεταφορά είναι το βασικό πράγματι εκφραστικό
μου όχημα και έχει τις ρίζες του πιστεύω σε έναν τρόπο αντίληψης που βασίζεται στις εικόνες.

3. Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο στο βιβλίο σας είναι η συνομιλία του με άλλα βιβλία. Πώς χρησιμοποιείτε αυτή την διακειμενική σχέση, πού στοχεύετε;
Η αρχική διακειμενική «συνθήκη» μπορεί να γεννήθηκε τυχαία – από μια «παραγγελία» όπως
έλεγα παραπάνω – όμως σε καμιά περίπτωση δεν εξαντλεί το λόγο ύπαρξής της εκεί. Πάντα με
ενδιέφερε ο τρόπος που η τέχνη αντανακλά, σχολιάζει, μεταμορφώνει, επηρεάζει τη ζωή των
ανθρώπων. Ειδικά η λογοτεχνία, καθώς είναι η πλέον προσιτή τέχνη (μιας και βασίζεται σε έναν
κοινό κώδικα: τη γλώσσα) λειτουργεί πολύ συχνά τόσο σαν καθρέφτης της πραγματικότητας
όσο και σαν μεταφραστής της, στο μέτρο που η αντίληψή μας για τα πράγματα επηρεάζεται
από τα διαβάσματά μας. Ο παράλληλος κόσμος της λογοτεχνίας συνεχώς διαπλέκεται με τον
πραγματικό, οι ήρωες των μυθιστορημάτων αποκτούν σάρκα και οστά μέσα στην συνείδησή
μας με αποτέλεσμα φαντασία και πραγματικότητα να ανακατεύονται διαρκώς σε ένα μίγμα
που αποτελεί για μένα διαρκή πηγή έμπνευσης.

4. Τι είναι για σας η γραφή κυρία Μαρούτσου;
Μια έξοδος από τον εαυτό προς τον κόσμο. Ένα ταξίδι μετ’ επιστροφής.

5. Ποια βιβλία προτιμάτε-επιλέγετε ως αναγνώστρια;
Διαβάζω πολλά βιβλία τόσο για προσωπική ευχαρίστηση όσο και από επαγγελματική
υποχρέωση (γράφω κριτικές για ελληνικά ως επί το πλείστον βιβλία στη Bookpress). Σε κάθε
περίπτωση προσπαθώ να επιλέγω (από έναν συνδυασμό διαίσθησης και πείρας) βιβλία που
πιστεύω πως θα μου αρέσουν. Η γκάμα άλλωστε της αρεσκείας μου είναι μεγάλη: από
κλασικούς μέχρι πρωτοεμφανιζόμενους. Από παντού μπορεί να προκύψει η αναγνωστική
έκπληξη και ηδονή.

6. Πώς είναι μια μέρα στη ζωή ενός συγγραφέα; Εσάς ποια θέματα σας απασχολούν και πώς τα προσεγγίζετε;
Η καθημερινότητά μου σφραγίζεται από τη συγγραφική μου ιδιότητα μόνο κατά τις περιόδους
όπου γράφω. Όμως ανάμεσα σε αυτές μεσολαβούν μεγάλα κενά διαστήματα όπου αν
παρακολουθήσει κανείς το ωρολόγιό μου πρόγραμμα αποκλείεται να μαντέψει πως είμαι
συγγραφέας. Ακόμα κι όταν γράφω ένα βιβλίο δεν του αφιερώνω πολλές ώρες τη μέρα. Το
πολύ ένα δίωρο- εξαιρετικής όμως συγκέντρωσης. Τα θέματα που με απασχολούν συγγραφικά
είναι τα θέματα των ανθρώπινων σχέσεων, η λειτουργία της οικογένειας, η σχέση τέχνης-
πραγματικότητας, η τύχη και η αναγκαιότητα, τα προσωπικά και συλλογικά τραύματα, η
δυνατότητα ίασης ή μεταμόρφωσης, η σεξουαλικότητα, η ενηλικίωση.

7. Ποια στοιχεία παρατηρείτε πάνω στους ανθρώπους; Πόσο ταυτίζονται ζωή και λογοτεχνία; Λέτε κάπου στο βιβλίο σας «Επειδή όμως η ζωή δεν αντιγράφει την τέχνη ούτε η τέχνη τη ζωή, αλλά, σε διαφορετικά θρανία καθεμιά τους, προσπαθούν να αντιγράψουν από κάποιον τρίτον που κι αυτός είναι αδιάβαστος,…»Σελ.376
Στους ανθρώπους παρατηρώ τα πάντα, κυρίως σε αυτούς που με ενδιαφέρουν. Το χωρίο που
παραθέτετε σχολιάζει με έναν ειρωνικό τρόπο (έναν συνδυασμό δηλαδή χιούμορ κι
απελπισίας) την χιλιοειπωμένη φράση πως η ζωή αντιγράφει την τέχνη (κι όχι δηλαδή το
αντίστροφο που θα ήταν αναμενόμενο). Η σχέση ζωής και τέχνης είναι πολύ πιο σύνθετη
καθώς οι δυο τους μπλέκονται συνεχώς η μια στα πόδια της άλλης με αποτέλεσμα άλλοτε μια
θαυμαστή χορογραφία κι άλλοτε τρικλοποδιές και πτώσεις. Ας μην ξεχνάμε πως στη Γερμανία
της εποχής του Γκαίτε, όταν κυκλοφόρησε ο Βέρθερος, αυτό το εμβληματικό έργο του
ευρωπαϊκού ρομαντισμού, υπήρξε κύμα αυτοκτονιών. Εδώ η τέχνη δεν καθρεφτίζει απλώς το
αίσθημα. Του βάζει φωτιά κι αυτό εκρήγνυται. Η δύναμη της λογοτεχνίας είναι ακριβώς αυτή.
Δεν είναι ένας απλώς καθρέφτης. Είναι ο καθρέφτης που κρατάμε μπροστά στις ακτίνες του
ήλιου. Με τη σωστή κλίση μπορεί να προκληθεί ο σπινθήρας που θα ζεστάνει ή θα βάλει
πυρκαγιά. Και οι συνέπειες ανήκουν εξ ολοκλήρου στη σφαίρα του πραγματικού.

8. Οι ήρωές σας γεννιούνται μέσας σας από εικόνες, μουσική, από τυχαία συμβάντα, βιωματικές καταστάσεις; Το συγγραφικό σας ταμπεραμέντο πώς έλκετε από τα πρόσωπα αυτά; Τι έχετε στο μυαλό σας όταν γράφετε;
Οι ήρωές μου έχουν τις ρίζες τους στο χώμα του βιωμένου χρόνου. Καθώς όμως μεγαλώνουν,
κι ώσπου να εμφανιστούν στο φως, μπολιάζονται από όλα αυτά που προαναφέρατε:
τραγούδια, πίνακες, βιβλία. Στο τέλος όλοι τους καταλήγουν πραγματικοί λογοτεχνικοί ήρωες:
αποκυήματα, δηλαδή, φαντασίας.

9. Τι είναι για σας ο χρόνος; Πώς κυλάει ο αφηγηματικός χρόνος της λογοτεχνίας;
Ο χρόνος είναι η θάλασσα που μέσα της όλοι πλέουμε – άλλοτε μακάρια, άλλοτε παλεύοντας
με τα κύματα – μέχρι να ξεβραστούμε ξέπνοοι σε άγνωστη στεριά. Ο αφηγηματικός χρόνος
είναι ένα κομμάτι θάλασσας μέσα στις χούφτες ενός βιβλίου.

-Σας ευχαριστώ πολύ για αυτή τη συνέντευξη!

Οι Χυδαίες Ορχιδέες
Έλενα Μαρούτσου
Εκδόσεις Κίχλη

Αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Ήθελα σε κάποιον να μιλήσω γι’ αυτήν τη βία της σιωπής, αλλά φαίνεται ότι είχα αρχίσει κι εγώ να χάνω τα λόγια μου, να μετατρέπομαι σε μια βουβή ορχιδέα με το όνομα «Σφραγισμένα Χείλη». Όσο μάλιστα προχωρούσε ο χρόνος, τόσο εγώ συνέχιζα να κυλάω προς τα πίσω, στα χρόνια εκείνα που ένιωθα στο ίδιο μου το σπίτι ξένη. Δεν ξέρω πώς ακριβώς έγινε, αλλά ήμουν πάλι παιδί». (Σελ. 36 Οι χυδαίες ορχιδέες)
«Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό. Συχνά οι λέξεις, ενώ τις έχεις στρώσει να σε υπηρετούν, στρέφονται εναντίον σου. Και άντε μετά να τις μαζέψεις». (Σελ. 70 Σελιδοδείκτης από μαλλιά)
«Ένας από τους λόγους που θα θυμάμαι για πάντα αυτή τη μέρα-αυτή την ονειρεμένη και ύπουλη μέρα, που έμελλε να αλλάξει τη ζωή όλων μας-ήταν η θάλασσα. Αν εγώ, έτσι που παπαγάλιζα τις λέξεις που θα με έφερναν πιο κοντά στους ανθρώπους αυτού του τόπου, είχα καταλήξει να γίνω ο αντίλαλός τους, η θάλασσα μου φάνηκε ο αντίλαλος των πάντων».( Σελ. 94 Το κράξιμο)
«Με συγκινεί κάθε πάθος», είπε εκείνος, «αλλά όχι με φόντο την εκκλησία».
«Γιατί όχι , Ιάσονα;» είπα εγώ. «Κι εκεί τελούνται παραστάσεις». (Σελ. 133 Κορδέλα στο στόμα)

«-όταν ονειρεύομα τη γέννησή μου, όταν φέρνω στη φαντασία μου τον γιατρό να κόβει τον σπάγγο που με ενώνει με τη μητέρα μου, εγώ ευθύς ανεβαίνω ψηλά σαν μικρός φουσκωτός άγγελος, βγαίνω απ’ το ανοιχτό παράθυρο κι από κάτω μικρά παιδιά σε μέγεθος κουκκίδας σταματούν για λίγο το φαΐ τους και χειροκροτούν». (Σελ. 154 Mange mon ange)
«Πόσες αποχρώσεις ανθρώπων υπάρχουν ανάμεσα στο μαύρο και το λευκό;» με είχε ρωτήσει μια φορά, όταν ήταν οχτώ χρονών.
«Αυτές οι Πενήντα αποχρώσεις του γκρι σε τι αναφέρονται; «τη ρώτησα». (Σελ. 159 Η μοναδική απόχρωση του μαύρου)
«Ναι. Τα αποσπάσματα, σκόρπιες λέξεις ή φράσεις, θα κείτονταν στο κρεββάτι σαν κοιμισμένο σώμα. Ναι. Θα τις έγραφα λοιπόν πάνω στο σώμα μου. Θα ήταν σαν να ξέβραζε το δέρμα τις λέξεις που είχε απορροφήσει ο νους πριν κοιμηθεί. Αν τις ταίριαζε έπειτα κανείς, θα μπορούσε να βγει ένα νόημα». (Σελ. 234 Ένα δικό σου δωμάτιο πάνω στο κρεββάτι μου)
«Λεξικό ήταν το πρώτο δώρο που μου είχε κάνει όταν γνωριστήκαμε φοιτητές κι οι δυο στο Λονδίνο, πριν από δεκαπέντε χρόνια- ένα ελληνοτσεχικό λεξικό γιατί κάποιες λέξεις ήθελε να τις λέω στη γλώσσα της κι όχι να μιλάμε πάντα με διαμεσολαβητή την αγγλική, αυτή την πολυάσχολη προξενήτρα, όπως την έλεγε γελώντας, καθώς έφερνε κοντά πράγματι τόσο κόσμο». (Σελ. 266 Όνειρα: δοσολογία, αντενδείξεις, παρενέργειες)
«Η ανθεκτικότητά μου έγκειται στις αδιόρατες ταλαντώσεις που εκτελώ μέσα μου ώστε να μη με συντρίψει το βάρος τόσων ανθρώπων». (Σελ. 314 Τα μάτια μου είναι βάραθρα)
«Μικρή σημασία έχει για μένα τι είναι βγαλμένο απ’ τη ζωή μου και τι από τα βιβλία. Τα φαντάσματά μου, ανακατεμένα με τους ανθρώπους μου, είναι πραγματικά, γιατί όλοι τους με κάνουν να στριφογυρνώ γύρω από τον εαυτό μου όπως στο «στρίψιμο της βίδας» όταν ήμουν μικρή». (Σελ. 322 Γιατί ήταν πριν γεφύρια)
«…Όμως λέκιασαν τα γράμματα και σβήστηκαν και θάφτηκαν κάτω από ένα μέτρο χιόνι, που είχε πέσει εκείνη τη μέρα στο μέτωπο. Πώς το ξέρω; Αφού εγώ το έθαψα. Αφού είμαι εγώ το χιόνι». (Σελ. 377 Η μοναδική απόχρωση του λευκού)