Emma Reyes – Αναμνήσεις δι΄αλληλογραφίας

Written by

«Η Έμμα Ρέγιες γεννήθηκε το 1919 και παρότι έγραψε αυτές τις επιστολές από το 1969 και μετά (ως το 1997), η ιστορία που αφηγείται άρχισε τη δεκαετία του ’20 και τελείωσε τα χρόνια του ’30. Γνώρισε τον Χερμάν Αρσινιέγας στο Παρίσι το 1947, σε μια εκδήλωση της Ουνέσκο, κι από τότε έγιναν σπουδαίοι φίλοι. Αυτός την παρότρυνε να του διηγηθεί, μέσα από επιστολές, εκείνη την παιδική ηλικία για την οποία τόσο της κόστιζε να μιλάει (και που ευτυχώς της κόστισε κάπως λιγότερο να γράψει). Η Έμμα Ρέγιες επικεντρώθηκε σε μια περίοδο που αρχίζει όταν ήταν πέντε ετών σ’ εκείνο το καμαράκι της κολομβιανής πρωτεύουσας,…» σελ. 13 πρόλογος.

Επιστολές μιας γυναίκας τις οποίες απευθύνει σε έναν φίλο της, τον Χερμάν Αρσινιέγας, με την επίκληση «Αγαπημένε μου Χερμάν»…
Γραμμένες σε κατοπινό χρόνο, οι επιστολές αυτές μιλούν για τα παιδικά χρόνια και την ιδιότυπη οικογενειακή κατάσταση του να μην γνωρίζει τους γονείς και τις ρίζες της. Μέσω αυτών των επιστολών, αφηγείται τα βιώματα ζωής, τις εμπειρίες και την απόπειρα κατάκτησης της ελευθερίας της, την περιέργεια και τον αγώνα για να κερδίσει μια θέση στον κόσμο.

Σύντομες ιστορίες συμπυκνωμένες, αγκιστρωμένες στη ρεαλιστική γραφή και στο ονειρικό μαγικό πεδίο, μιλούν με μιαν θερμή έξαψη για την παιδική ανάμνηση, τόσο ισχυρή και καθαρή, χρόνια μετά, όταν η ζωή πήρε την τροπή που επιθύμησε η ίδια σε μακρινό έδαφος, πέρα από τα σύνορα της χώρας της, του μικρού δωματίου και του μοναστηριακού κοιτώνα στον οποίο έζησε ως περιφρονημένη ύπαρξη.

Οι είκοσι τρεις αυτές επιστολές, τις οποίες απευθύνει στον ιστορικό φίλο της, εκδίδονται μετά τον θάνατό της, σύμφωνα με την επιθυμία της ζωγράφου Έμμα Ρέγιες. Η έκδοση περιλαμβάνει πρόλογο της Λέιλα Γκεριέρο και παράρτημα με άρθρα του Χερμάν Αρσινιέγας και του Ντιέγο Γκαρσόν. Σ’ αυτό το πλαίσιο ολοκληρώνεται η ενέργεια κατανόησης της ζωής της συγγραφέως-ζωγράφου που έμαθε να γράφει και να διαβάζει ως ενήλικη.

Η μοναξιά, η έλλειψη αγάπης, η φτώχεια, η στέρηση, τα ταξίδια και οι μετακινήσεις, το κρύο, αναδύονται μέσα από το κείμενο και παράλληλα με τα όνειρα και τις επιθυμίες, η ανάγκη να ανήκει σε μια οικογένεια, η θέληση για ζωή, το πείσμα της επιβίωσης. Οι περιγραφές έχουν την παρατηρητικότητα της παιδικής ανησυχίας, αφού τόσο η ίδια η Έμμα όσο και η αδερφή της Ελένα μεγαλώνουν σε ετερόκλητους χώρους και τόπους, (στο δρόμο, σε φτωχικά δωμάτια, στο ύπαιθρο, σε μοναστήρια) στο τοπίο της πόλης και της επαρχίας. Η ζωή στο ίδρυμα, η μοναστηριακή κοινότητα, η ιεραρχία, οι τελετουργίες, οι προσευχές, η εκπαίδευση, η πειθαρχία, οι κανόνες, οι εργασίες, η εκμετάλλευση, οι αγωνίες, οι τιμωρίες, η φυγή και η αναζήτηση της ελευθερίας, περιγράφονται αδρά και με ακρίβεια με μια αίσθηση αποδοχής ως κοινωνικό κριτικό σχόλιο.

Παράλληλα, μέσα από την παιδική ανάμνηση, αναδεικνύονται και τα χαρακτηριστικά του κοινωνικοπολιτικού τοπίου καθώς και ιδιαιτερότητες της ζωής, αντιλήψεις και αναφορές πάνω σε μια θεματολογία σκιασμένη από την ταξικότητα, γύρω από τα κοινωνικά- οικογενειακά-θρησκευτικά ζητήματα και την κοινωνιολογία περιθωριοποίησης της ιδρυματικής ζωής.
Η γραφή έχει μια ρευστή θέρμη, και αν και δεν μπορεί να συναγωνιστεί τα μεγάλα κλασσικά λογοτεχνικά έργα και λόγω της περιορισμένης θεματολογίας, αφήνει μια ζωηρή εντύπωση για το καταγωγικό σκέλος της λογοτεχνικής εκδοχής, ενταγμένης στην παράδοση της χώρας της και των σπουδαίων συγγραφέων της.
Emma Reyes

«ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Αγαπημένε μου Χερμάν,
αν είναι αλήθεια πως υπάρχουν γεγονότα της παιδικής μας ηλικίας που μας σημαδεύουν για όλη μας τη ζωή, τότε θα πρέπει να πω ότι εκείνη η περίφημη άμαξα, που μας απόκοψε για πάντα από τη ζωή στο δωμάτιο της γειτονιάς του Σαν Κριστόμπαλ (προστάτη των ταξιδευτών), ήταν το ξεκίνημα μιας ζωής που θα σημαδευόταν και θα έπαιρνε μαθήματα από τη δριμύτητα των σκληρών δρόμων της Αμερικής κι αργότερα από τους μυθικούς δρόμους της Ευρώπης». Σελ. 37
«….κι εκείνες τις μέρες μάθαμε τι ήταν η βαθειά μοναξιά και η απουσία κάθε τρυφερότητας. Κάναμε τρομερές προσπάθειες για να καταλάβουμε αυτό που στη σύγχρονη γλώσσα ονομάζουμε απόλυτη έλλειψη επικοινωνίας». Σελ. 105

«Τρεις μέρες κράτησε η πυρκαγιά, ολόκληρο το κάτω μέρος του χωριού έγινε στάχτη. Οι νεκροί και οι τραυματίες, τόσο από τη φωτιά όσο κι από το ποδοπάτημα των ταύρων, ξεπέρασαν τους εκατό• για πολλές μέρες ο ουρανός ήταν γκρίζος, σχεδόν μαύρος, κι η μυρωδιά της πυρκαγιάς είχε ποτίσει όλα τα σπίτια κι όλα τα δωμάτια, την ένιωθες στα ρούχα σου, στο φαγητό, στο νερό. Εγώ θα θυμάμαι εκείνη τη φωτιά ως το πιο όμορφο κι εκπληκτικό θέαμα της παιδικής μου ηλικίας. Για πολύ καιρό πίστευα πως η πυρκαγιά ήταν κομμάτι της γιορτής προς τιμήν του κυβερνήτη». Παρίσι, Οκτώβριος/69 Σελ. 64

«…νομίζω πως εκείνη τη στιγμή έμαθα μεμιάς τι είναι η αδικία και πως ένα παιδί τεσσάρων ετών μπορεί να νιώθει την επιθυμία να μη θέλει πια τη ζωή και να ζητάει ν’ ανοίξει η γη να το καταπιεί. Εκείνη η μέρα θα μείνει το δίχως άλλο στη μνήμη μου ως η πιο σκληρή της ζωής μου». Σελ. 68
«Έλεγε πως οι πόλεις , όπως και οι άνθρωποι, είχαν η καθεμιά ένα όνομα και μας έμαθε τα ονόματα των πιο σημαντικών πόλεων της Κολομβίας. Τις Πέμπτες μας μάθαινε πατριδογνωσία. Μας μίλησε για έναν κύριο που λεγόταν Σιμόν Μπολίβαρ και πως ήταν ο πατέρας του έθνους μας. Μας έμαθε να τραγουδάμε ένα στίχο για τον Μπολίβαρ που έλεγε: «Εκατό χρόνια εκείνος ο απέραντα θλιμμένος ήρωας πέθαινε δίπλα στη θάλασσα. Ο Μπολίβαρ είναι ο πατέρας μας, είναι η πατρίδα μας, είναι το έθνος μας»…Η εθνική σημαία ήταν τρία κομμάτια ύφασμα ραμμένα μαζί, ένα κίτρινο, ένα μπλε κι ένα κόκκινο, το κίτρινο συμβόλιζε τον χρυσό και τα πλούτη της γης μας• το μπλε, το νερό των ωκεανών που κυκλώνουν τη χώρα μας• και το κόκκινο, το αίμα που έχυσαν οι ήρωές μας στα πεδία των μαχών». Σελ. 157-158

«Αυτή, λοιπόν, είναι η ιστορία μιας κακοδαιμονίας». Σελ. 14
«Το κεφάλι μου είναι σαν δωμάτιο γεμάτο με παλιά πράγματα όπου δεν ξέρει κανείς πια τι υπάρχει και σε τι κατάσταση βρίσκεται». Σελ. 119
«…κι όταν έκλεισα πίσω μου την χοντρή, βαριά πόρτα, ανάσανα έναν αέρα που δεν μύριζε μοναστήρι κι ο κρύος άνεμος μου έδωσε την εντύπωση πως είχε βγει πίσω από την πόρτα για να με τρομάξει, αλλά τώρα πια ήταν αργά για όλα….Πριν ξεκινήσω για τον κόσμο, κατάλαβα πως είχε περάσει πια πολύς καιρός από τότε που ήμουνα κοριτσάκι». Σελ. 206-207

EMMA REYES
Αναμνήσεις δι΄αλληλογραφίας
Μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου
Εκδόσεις Ίκαρος

cityculture.gr/ γράφει η Άγγελα Μάντζιου