Ενρίκε Βίλα- Μάτας Δόκτωρ Πασαβέντο *κριτική

Written by

«Έγινα συγγραφέας για ν’ απομακρυνθώ απ’  την οικογένεια, για να έχω μια μοναχική δουλειά και να μ’ αφήνουν ήσυχο όλες οι οικογένειες αυτού του κόσμου. Αλλά  δεν είχα λάβει υπ’ όψιν μου τις διαλέξεις για παράδειγμα. Δεν ήξερα ότι η έκδοση ενός βιβλίου είχε ως συνέπεια να δίνεις διαλέξεις, συνεντεύξεις, να σε φωτογραφίζουν, να λες τι πιστεύεις για την επιτυχία, να παρουσιάζεις βιβλία άλλων, να υπογράφεις αυτόγραφα, να εκτίθεσαι δημοσίως, να διακηρύσσεις τον ενθουσιασμό σου για τη λογοτεχνική παράδοση της χώρας σου(καμμιά φορά μόνο και μόνο για ν’ αποδείξεις ότι είσαι πατριώτης και καλός συγγραφέας), να είσαι υποψήφιος για τα λογοτεχνικά βραβεία που δεν επιθυμεί κάποιος…

Μα εσείς, δόκτωρ Πίντσον, μου είπε εκείνη πολύ τρυφερά και λες και δεν ήθελε να με πληγώσει πολύ, εσείς δεν πρέπει ν’ ανησυχείτε για τέτοια πράγματα. Δεν ξέρετε ότι σας έχουν ξεχάσει εδώ και πολύ καιρό;»

«Τώρα είμαι  κάτι παραπάνω από ένας προσεκτικά κρυμμένος λογοτέχνης, ένας αφηγητής ιδιωτικής λογοτεχνίας που κοιτάει από ένα παράθυρο στο κενό και στη θάλασσα και γνωρίζει πως αν κοιτάς για πολύ την άβυσσο, τελικά η άβυσσος σε παρατηρεί κι αυτή».

Βιβλίο μεταμορφώσεων, απορρίψεων, σκέψεων, στοχασμών και προτύπων. Ένας συγγραφέας  προσπαθεί να εξαφανιστεί, παίζοντας το παιχνίδι της εσωτερικής καταβύθισης μέχρι  την εκμηδένιση, έως ότου τον αναζητήσουν και τον ανακαλύψουν οι άλλοι. Υιοθετώντας το παράδειγμα της Αγκάθα Κρίστι και της εξαφάνισής της, μια νύχτα παρασκευής στα 1926, στις 3 Δεκεμβρίου,  από το σπίτι της στην κομητεία Μπέρκσάϊρ και έως ότου την ανακαλύψουν έντεκα μέρες μετά, ύστερα από επίμονη αναζήτηση, ο δόκτωρ Πασαβέντο εμπλέκεται σε μια παρόμοια  διαδικασία αλλά χωρίς το ίδιο αποτέλεσμα. Τον καλούν να δώσει μία διάλεξη στη Σεβίλλη, εκείνος ταξιδεύει ως εκεί και μόλις φτάνει στο σταθμό, αλλάζει κατεύθυνση και εξαφανίζεται έχοντας ως πρότυπο,  αυτής της επινοημένης εξαφάνισης του εγώ του συγγραφέα, τον Ελβετό Ρόμπερτ Βάλζερ, ο οποίος έζησε  στο Χέριζαου το Ελβετικό φρενοκομείο,  γράφοντας με  όλο και πιο μικροσκοπικά γράμματα τα έργα του.

Αυτή την εσωτερική κυρίως  απόπειρα καταγράφει το βιβλίο αυτό,  στο οποίο η ταυτότητα του προσώπου αλλάζει ονόματα,  αντλώντας  από το πρότυπο του συγγραφέα Βάλζερ  σκέψεις, ονόματα ηρώων, τεχνικές γραφής,συμπεριφορές,   που ακουμπούν και σε άλλους συγγραφείς και διάσημα έργα της λογοτεχνίας. Βιβλίο που η πραγματικότητα, τα ταξίδια και κυρίως η τέχνη της γραφής,  συμπλέκονται αξεδιάλυτα σε έναν παραλογισμό αναζήτησης νοήματος και αλήθειας. Ο δόκτωρ Πασαβέντο, Ινγκραβάλο, δόκτωρ Πύντσον και Πίντσον, ταξιδεύει αποτίοντας φόρο τιμής στα μεγάλα πνεύματα της λογοτεχνίας και ταξιδεύει εσωτερικά,  απομακρυνόμενος συνεχώς από το καθημερινό πρόγραμμά του ως συγγραφέα και από το περιβάλλον στο οποίο ζει, σε μια προσπάθεια  αναζήτησης των ορίων ως τις εσχατιές της σκέψης. Βιβλίο ζωηρό, με έκδηλο σαρκασμό, στο οποίο τα όρια πραγματικότητας και επινόησης συγχέονται και γίνονται τόσο δυσδιάκριτα από τη στιγμή που ο συγγραφέας αποφασίζει να γράψει με μολύβι και με όλο πιο μικρά γράμματα τις σκέψεις του, όπως και ο συγγραφέας  του «Γιάκομπ φον Γκούντεν» Βάλζερ, που πεθαίνει στο χιόνι ύστερα από τον μακροχρόνιο εγκλεισμό,  την περίοδο της δυστυχισμένης ευτυχίας, στο  Χέριζαου και αυτή η τελευταία εικόνα του στο χιόνι,  στοιχειώνει τη σκέψη του Πασαβέντο-συγγραφέα.

«Ο ιδανικός συνομιλητής του Γιάκομπ θα μπορούσε να είναι ο Γ. Χ. Χάντσον , ο οποίος θα μπορούσε να του διηγηθεί από την έρημη Παταγονία πόσο αγαπούσε αυτή τη γη στην εσχατιά του κόσμου, “ τα χρώματά της, τα αρώματά της, τους ήχους, την αφή και τη γεύση, το γαλάζιο του ουρανού, το πράσινο της γης, το σπινθήρισμα του ήλιου στο νερό, την οσμή της ξηρής ή υγρής γης, του ανέμου και της βροχής, κάποια χρώματα των λουλουδιών και των φτερών και των αβγώντων πουλιών, όπως το λαμπυρίζον πορφυρό στο τσόφλι του αβγού του τιναμού”. “Το τιναμού! Μπα! Τώρα δεν θέλω να σκεφτώ τίποτ’ άλλο”, είπα από μέσα μου εκεί στην καφετέρια του αεροδρομίου της Ζυρίχης . Στην πραγματικότητα, φιλοδοξούσα να  “μεταμορφωθώεξ ολοκλήρου στο έξω της φύσης”  και για την υπόλοιπη ζωή μου, να αρνηθώ το στοιχειώδες, το πιο βαθύ : την αγωνία μου.

Αλλά ξανάπεσα στις σκέψεις. Άρχισα να λέω στον εαυτό μου ότι για να αποκτήσουν πρόσβαση στην απλή λογοτεχνική ύπαρξη , για ν’ αγωνιστούν εναντίον αυτής της αφάνειας που από την αρχή πάντα τους απειλεί, οι συγγραφείς πρέπει να δημιουργήσουν τις συνθήκες της εμφάνισής τους, της λογοτεχνικής τους, δηλαδή, ορατότητας. Αλλά –μου είπα επίσης- υπάρχει και ο αντίθετος ελιγμός κι αυτός είναι ακόμα δυσκολότερος. Μεσκοπό την αντίστροφη πορεία( για να ανακτήσουν την αφάνειά τους), ορισμένοι συγγραφείς, όπως νομίζω στην περίπτωσή μου αυτή τη στιγμή, αναλαμβάνουν το δύσκολο καθήκον να δημιουργήσουν μια κρυφή γραφή, ενώ παράλληλα οργανώνουν σιωπηλά τις συνθήκες της  εξαφάνισής τους, αυτές που μια μέρα θα τους επιτρέψουν να αποσυναρμολογήσουν  αυτή την ορατότητα που νιώθουν ότι τους διαβρώνει ολοένα και περισσότερο, διότι υποδαυλίζει σοβαρά τη σχέση τους με την αξιοπρέπεια και τη διαύγεια  της σιωπής».

Αυτές τις λεπτές και διεισδυτικές σκέψεις παράλληλα με τις συνεχείς μετακινήσεις ( εσωτερικές  και εξωτερικές)  στον χώρο και το χρόνο, σε πρωτοπρόσωπη κυρίως αφήγηση και με πλάγιους διαλόγους, περιλαμβάνει  το βιβλίο αυτό, με αναφορές  σε πολλούς  συγγραφείς, ποιητές  και βιβλία, πίνακες και ταινίες, ιστορίες και καθημερινές συναντήσεις, εφημερίδες και  χώρες, μουσική και περιπλανήσεις, συνομιλίες και συναντήσεις,  στην εικόνα ενός  συγγραφέα που ταξιδεύει –και θέλει να είναι αόρατος-με το κόκκινο βαλιτσάκι του γεμάτο βιβλία.

Η μοναξιά, η τρέλλα, το θέατρο, το μάταιο, οι επινοήσεις, ο αντίκτυπος  των γεγονότων και οι συσχετίσεις , η αλήθεια και η ομορφιά της λογοτεχνίας, η μεταβίβαση ιδεών και οι διαχρονικές συνομιλίες των συγγραφέων, οι αναλογίες και οι αναφορές,  ως την αποδόμηση του εγώ,  αποτελούν κυρίαρχα μοτίβα του βιβλίου αυτού και αποκαλύπτουν έναν πολυμαθή συγγραφέα με ζωηρή φαντασία, με οξυδερκή σκέψη,  σαρκαστικό χιούμορ  και κριτικό πνεύμα.

Πόλεις, ξενοδοχεία,σινεμά,τρένα,  ποδόσφαιρο,ήρωες,ίχνη ζωής, επικοινωνία, επινοήσεις της στιγμής  και αναμνήσεις,μιας λεπτομερούς αναγωγής της πραγματικότητας σε σκέψηπου δοκιμάζει την αντοχή της  στη σκιά των μεγάλων μυθιστορηματικών  έργων και των ηρώων τους. Σκέψη που συμπερασματικά υποδηλώνεται στην ανάγκη εξαφάνισης των συγγραφέων που μουντζουρώνουν στο περιθώριο της Λογοτεχνίας  θραύσματα σκέψεων- στα έργα  που έχουν γραφεί από τους μεγάλους μυθιστοριογράφους-  και που κανείς δεν πρόκειται να αναζητήσει.

« …δεν ξέρω γιατί μου ήρθε στο νου η πιο δραματικά ωραία φράση που γνωρίζω, αυτήν που ο Βάλζερ, κάνοντας βόλτα στα πέριξ του τρελοκομείου, είπε στον φίλο του τον Καρλ Ζέελιγκ, όταν εκείνος ενδιαφέρθηκε να μάθει αν συνέχιζε να γράφει: “ Δεν  είμαι εδώ για να γράφω, αλλά για να τρελαθώ”, του είπε.

…Έγραψα την υπερσύντομη ιστορία και μετά έβγαλα απ’ το κόκκινο βαλιτσάκι ένα βιβλίο σχετικά με το μύθο της εξαφάνισης  του πορτογάλου βασιλιά Δον Σεμπαστιάν  και ξαναβυθίστηκα , με τον ίδιο πάντα ενθουσιασμό, στο θρύλο αυτού του νεαρού βασιλιά που το 1578 χάθηκε στη μάχη του Αλκαζαρκιβίρ. Ξαναδιάβασα στο δωμάτιό μου αυτό το βιβλίο για το μύθο της εξαφάνισης του Δον Σεμπαστιάν, ένα μύθο που δεν λειτουργεί αν δεν συνοδεύεται απ’ την ιδέα μιας επανεμφάνισης, με τον ίδιο τρόπο που εμένα μου φαίνεται ότι, στην ιστορία της εξαφάνισης του σύγχρονου υποκειμένου, το πάθος για την εξαφάνιση είναι ταυτόχρονα και προσπάθεια επιβεβαίωσης του εγώ».

Ο Καταλανός συγγραφέας Ενρίκε Βίλα Μάτας, στο μυθιστόρημα –δοκίμιο, Δόκτωρ Πασαβέντο, διερευνά αυτά τα όρια της επιβεβαίωσης του εγώ. Επιβεβαίωσης δια της λογοτεχνικής επανεμφάνισης όλων των ηθελημένα ή αθέλητα εξαφανισθέντων.Προσώπων, εποχών, αισθημάτων, βιβλίων,  που  πρέπει να επανεμφανιστούν,  εκμηδενίζοντας το εγώ του συγγραφέα , για να ξαναδιαβαστούν και να ξεχαστούν πάλι και πάλι. Γιατί ένας συγγραφέας ανακατεύει συνεχώς τα δεδομένα χαρτιά του λογοτεχνικού σύμπαντος στις πραγματικές και φανταστικές ιστορίες. Στην τυχαιότητα ενός παιχνιδιού που συμπεριλαμβάνει τους συγγραφείς, τις ιδέες, τους ήρωες, τα βιβλία,τις τεχνικές αφήγησης,  τους εκδότες, τους αναγνώστες, τις εποχές, τις αντιλήψεις, την αναζήτηση του εαυτού στον κόσμο.

« Σε άλλες εποχές, τον έβλεπα ως έναν μυθιστορηματικό χαρακτήρα, όχι ως συγγραφέα, ούτε ως άνθρωπο που πράγματι  πέρασε απ’ αυτό τον κόσμο. Και κατά κάποιον  τρόπο, φυσικά, μπορούσα να καταλάβω  ότι όταν περπάτησε για τελευταία φορά στα ατελείωτα χιονισμένα μονοπάτια του Άπεντσελ, εγώ ήμουν ήδη οκτώ χρόνων και είχα μόλις λάβει την πρώτη μου Θεία Κοινωνία και ο ποδοσφαιριστής Πελέ (για να δώσω κι ένα πιο απτό παράδειγμα) ετοιμαζόταν να μας εκπλήξει , δυο χρόνια αργότερα στο Μουντιάλ της Σουηδίας».

«Ο λογοτεχνικός του θρύλος-αυτή η τόσο συναρπαστική βιογραφία του συγγραφέα  που παρέμεινε σιωπηλός επί είκοσι τρία χρόνια σ’ ένα τρελοκομείο περικυκλωμένο από χιόνι-με είχε κάνει να τον βλέπω πάντα από μια πλασματική και άπειρη απόσταση».

«…Και τελικά , δεν κατάφερα να αποφύγω λίγο αργότερα την επίθεση μιας κάποιας απαισιοδοξίας, όταν είδα πεντακάθαρα ότι δεν χρειάστηκαν πολλοί μήνες για να ξεχαστώ τελείως στη χώρα μου…Θα αποχαιρετούσα για πάντα τούτη τη χώρα με μια επίσκεψη στη μητρόπολη της Σεβίλλης. Κι όποια ιδέα, σκέψη ή ανάμνηση μου ερχόταν σ’ αυτή την εκκλησία, θα μετατρεπόταν στη μοναδική ανάμνηση που θα φύλασσα απ’ αυτή τη γελοία χώρα των στραβοκάνικων καθολικών φαντασμάτων».

«Και θα συνέχιζα να μιλάω γι’ αυτό το τόσο εκλεκτό προσόν του Άμλετ, την έλλειψη ταυτότητας, ακόμα και φυσιογνωμίας. “Η ταυτότητα είναι μεγάλο βάρος,  και πρέπει ν’ απελευθερωθούμε απ’ αυτήν” , θα έλεγα μεταξύ άλλων. Και θα θύμιζα τις συμβουλές του Πολωνίου στον Λαέρτη: “ Άκουσέ τους όλους,  αλλά τον ήχο της φωνής σου να τον γνωρίσουν μόνο λίγοι και κανείς να μη μάθει τι σκέφτεσαι, άσε εκείνους να λαλήσουν. Άσε τους άλλους να μιλάνε, εσύ να κάτσεις στα χειμαδιά σου”.“ Θα  μ’ άρεσε”, θα τους έλεγα ( κι έτσι θα αποκάλυπτα ποια ήταν η μεγαλύτερη επιθυμία μου στη διάρκεια του ταξιδιού προς τη Σεβίλλη), “ να μπορέσω μια μέρα να κάνω πράξη αυτή τη συμβουλή του Πολωνίου και ν’ απομονωθώ, να εξαφανιστώ πράγματι σ’ ένα χειμαδιό, που θα ήταν ένα σπίτι μπροστά στη θάλασσα, σε μια πόλη χωρίς όνομα, με την ταυτότητά μου να έχει γίνει μια άδεια τρύπα και με όλη μου την εμπειρία να εκφράζεται μέσα από αναμνήσεις ενός σιδηροδρομικού ταξιδιούστη Σεβίλλη, για παράδειγμα”».

«…Σε πολλές περιπτώσεις είχα σκεφτεί πως η ταυτότητά μας είναι ένα μυστήριο. Πεθαίνουμε κάθε μέρα και γεννιόμαστε κάθε μέρα. Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε διαρκώς. Γι’ αυτόν το λόγο, το πρόβλημα του χρόνου μας αγγίζει περισσότερο απ’ τ’ άλλα μεταφυσικά προβλήματα. Διότι τα άλλα προβλήματα είναι αφηρημένα. Το πρόβλημα του χρόνου είναι δικό μας πρόβλημα. Ποιος είμαι εγώ; Ποιος είναι ο καθένας από μας;».

 

Ενρίκε Βίλα- Μάτας

Δόκτωρ Πασαβέντο

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Καστανιώτη

Μετάφραση από τα Ισπανικά: Νανά Παπανικολάου