«Επτά επί Θήβας» ΚΘΒΕ * Κριτική ΣΖ

Written by

Ένα πραγματικά τολμηρό εγχείρημα αποφάσισε να φέρει εις πέρας φέτος το ΚΘΒΕ, διαλέγοντας ν ανεβάσει τους “Επτά Επί Θήβας” του Αισχύλου. Ένα έργο που δύσκολα κανείς διαλέγει ν’ αναμετρηθεί μαζί του καθώς δεν διαθέτει τα στοιχεία εκείνα της πλοκής που μπορούν να εγγυηθούν ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Με μεγάλη χαρά διαπιστώσαμε ότι το εγχείρημα αυτό αποδείχθηκε όχι μόνο άρτιο αλλά και καλλιτεχνικά ενδιαφέρον.

Θα ξεκινήσουμε με τη μετάφραση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα η οποία αποτέλεσε τον στιβαρό κορμό όπου πάνω χτίστηκε η άποψη του σκηνοθέτη και πραγματικά εξυπηρέτησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την οπτική που η παράσταση ήθελε να περάσει. Η προσαρμογή του κειμένου κατά τη γνώμη μας είναι απολύτως αναγκαία όταν ο σκηνοθέτης έχει μια συγκεκριμένη ματιά πάνω στο κείμενο. Είναι αυτή που σμιλέυει τον καινούριο κόσμο που ο δημιουργός έχει στο μυαλό του. Πολλές φορές έχουμε δει “σύγχρονες οπτικές” πάνω σε αρχαία κείμενα να καταρρέουν όταν το αρχαίο κείμενο που δεν έχει περάσει από αυτή τη διαδικάσία της προσαρμογής αδυνατεί να στηρίξει αυτήν τη “μοντέρνα” οπτική. Εδώ λοιπόν η μετάφραση ήταν πραγματικά το κλειδί για να ξεκλειδωθεί μπροστά στα μάτια μας ο κόσμος που ο σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις ήθελε να κοινωνήσει μαζί μας.

Σκηνοθετικά η παράσταση υπήρξε μια πολύ ενδιαφέρουσα έκπληξη. Κατά τη γνώμη μας είναι δομημένη πάνω στην ιδέα ότι οι ήρωες είναι παιχνίδια της μοίρας. Η αρχή και το τέλος της παράστασης υπογραμμίζουν αυτή την ιδέα. Η παράσταση ξεκινάει με τον ηθοποιό που αργότερα θα υποδυθεί τον Κήρυκα να πιέζει στην κυριολεξία τον Ετεοκλή να μπει στο “παιχνίδι” . Του φέρνει μια σκάλα και τον πιέζει ν’ ανέβει σαν ισορροπιστής πάνω σ’ αυτήν για να ξεκινήσει το θανατηφόρο παιχνίδι. Εκείνος αρνείται, αντιστέκεται ,αλλά στο τέλος υποκύπτει. Ο ηθοποιός αυτός είναι κομβικός στην εξέλιξη της δράσης καθώς παρεμβαίνει σαν άλλος κονφερασιέ για να συνεχιστεί η διασκέδαση! Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι είναι κάποιος Θεός μεταμφιεσμένος που κινεί τα νήματα και διασκεδάζει με τα παθήματα των θνητών. Η αίσθηση ότι όλοι είναι παιχνίδια στα χέρια των Θεών και της μοίρας διαγράφεται αρκετά ευανάγνωστα και σε άλλα μέρη της παράστασης. Επίσης στο τέλος υπογραμμίζεται αυτή η οπτική, καθώς ο χορός μοιάζει σαν ένα σύνολο από παιχνίδια που δρουν σαν να κοντεύουν να ξεκουρντιστούν μέχρι που σταματούν, σα να τους τελείωσε η μηχανική ενέργεια με την οποία λειτουργούσαν. Η οπτική λοιπόν του σκηνοθέτη πέρα απ’ αυτό το πρώτο επίπεδο θα λέγαμε ότι είναι εντελώς πολιτική και θέτει και άλλα επίπεδα ανάγνωσης καθώς αν στη θέση του Ετεοκλή και του Πολυνείκη βάλουμε τους πολιτικούς ή τα κράτη που αλληλοσφάζονται αν και είναι αδέρφια που έχουν παρασυρθεί από τη δίψα της εξουσίας, αν στη θέση του χορού βάλουμε τους λαούς που λειτουργούν ως παιχνίδια στα χέρια αυτών που τους κυβερνούν, κι αν στη θέση του Θεού-κονφερασιέ-κύρηκα βάλουμε τους “Θεούς”- εξουσιαστές του πλανήτη, έχουμε μια πολύ ανάγλυφη εικόνα της σημερινής πραγματικότητας.

Θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη παράσταση κέρδισε με το σπαθί της το δικαίωμα να λέει πως προσφέρει μια σύγχρονη οπτική του κειμένου αυτού που δεν περιορίζεται μόνο στη χρήση σύγχρονων κουστουμιών και σκηνικού όπως γίνεται συνήθως, αλλά πραγματικά φωτίζει το κείμενο του Αισχύλου μ’ έναν διαφορετικό τρόπο.

Ένα άλλο κομμάτι που προκαλεί ενδιαφέρον, λόγω της απουσίας του, είναι το σκηνικό. Μπαίνοντας στο θέατρο η σχεδόν άδεια σκηνή πραγματικά μας κίνησε την περιέργεια. Το σκηνικό του Κέννυ ΜακΛέλλαν ήταν λιτό, σχεδόν φτωχό με την πρώτη ματιά, αλλά απόλυτα λειτουργικό όπως αποδείχθηκε αργότερα. Δεν υπήρχε τίποτα διακοσμητικό ή μη χρηστικό. Χωρίς να χρειάζεται να εντυπωσιάσει έγινε η κιβωτός που μετέφερε άψογα την ενέργεια της παράστασης. Το ίδιο και τα κοστούμια του που χωρίς να είναι εντυπωσιακά έφεραν μια ξεχωριστή αισθητική. Έτσι οι ηθοποιοί “αφέθηκαν” να είναι αυτοί το δυνατό εικαστικό κομμάτι της παράστασης. Τα σώματά τους έντυσαν το χώρο με χάρη κι εκφραστικότητα συμβάλλοντας στην αρμονία του συνόλου. Αυτό βέβαια οφείλεται στην κινησιολογία του Έντι Λάμε που πολύ λιτά και στοχευμένα συνέβαλλε στη συνολική αρμονία. Η σκηνή της μάχης των δύο αδερφών που ξεκινάει από μια σφιχτή αγκαλιά εικονοποιώντας υπέροχα τη συγγένεια τους αλλά και την κοινή τραγική τους μοίρα, για να εξελιχθεί σε μάχη , ώσπου που να καταλήξει και πάλι σε μια σφιχτή αγκαλιά, που όμως αυτή τη φορά είναι η κοινή μοίρα του θανάτου, είναι πραγματικά συγκλονιστική!

Η μουσική απαλλαγμένη από κάθετι το αρχαιότροπο με μελωδικό τρόπο υπογράμμιζε την αίσθηση ότι ίσως είμαστε σε ένα Λούνα Παρκ και επέτεινε την ατμόσφαιρα του παιχνιδιού.

Καθώς η παράσταση έχει διπλή διανομή για το ρόλο του Ετεοκλή σ αυτή την κριτική μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για την ερμηνεία του Γιάννη Στάνκογλου. Υποκριτικά θεωρούμε ότι η επιλογή του Στάνκογλου στο ρόλο του Ετεοκλή ήταν ίσως το πιο καθοριστικό στοιχείο στην ολοκλήρωση της παράστασης. Λιτός ωστόσο εξαιρετικά δυνατός ερμηνευτικά. Ο λόγος του είναι καθαρός, στοχευμένος. Οι λέξεις του γεμάτες εικόνες. Τίποτε δεν είναι κενό νοήματός. Ο Έτεοκλής αναπνέει επι σκηνής φέροντας τη δύναμη ενός φλεγόμενου αρσενικού. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός στη διαχείρηση του λόγου και του χώρου χωρίς να κάνει τίποτε το ιδιαίτερο, απλά φέρει μέσα του τον ήρωα που υποδύεται κι αυτό είναι το συναρπαστικό.
Οι υπόλοιποι ηθοποιοί υποστήριξαν με επαγγελματισμό και συνέπεια τους ρόλους τους προσθέτοντας στην ομοιογένεια της παράστασης. Κανείς δεν ξεχώρισε ιδιαίτερα, ωστόσο υπήρξαν άρτιοι και συνεπείς.

Η παράσταση στο σύνολό της είναι μια ευτυχισμένη στιγμή της θεατρικής τέχνης. Είναι απ’ αυτές της περιπτώσεις που σπάνια έχουμε πια την ευκαιρία να βλέπουμε σε τόσο πολυπληθείς παραγωγές. Είναι μία παράσταση με καθαρή σκηνοθετική άποψη πάνω σ’ ένα εξαιρετικά δύσκολο κείμενο που όλοι οι συντελεστές φαίνεται να συνεργάστηκαν άψογα για να βάλουν το δημιουργικό τους στίγμα και να μεταφράσουν καλλιτεχνικά αυτήν την άποψη, χωρίς κανένας να υπερκαλύπτει τον άλλον, αντίθετα να τον αγκαλιάζει και να τον βοηθάει. Κι αυτό πραγματικά μας έχει λείψει στο θέατρο. Έτσι μοιάζει να έφτιαξαν όλοι μαζί μια όμορφη αρμονική μουσική που είχαμε τη χαρά να μοιραστούμε κι εμείς μαζί τους.

Τους ευχόμαστε καλή συνέχεια και καλή επιτυχία στη διαδρομή τους που μόλις ξεκίνησε.