“Φιλοκτήτης” – στο θέατρο Δάσους * η κριτική μας

Written by

Μία από τις καλύτερες και λιγότερο παιγμένες τραγώδίες, τον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή, παρακολουθήσαμε χθες βράδυ στο κατάμεστο θέατρο Δάσους. Η παράσταση άργησε μάλιστα να ξεκινήσει λόγω αθρόας προσέλευσης, στην ουρά για εισιτήρια περίμενες πάνω από μισή ώρα. Ο λόγος; Η έξυπνη – εμπορικά τουλάχιστον – κίνηση να συνδυάσεις έναν σκηνοθέτη με περγαμηνές στο εξωτερικό και σημαντικές συνεργασίες, έναν “ποιοτικό” Μιχαήλ Μαρμαρινό ως ηθοποιό αυτήν την φορά και δύο “εμπορικούς με επίφαση ποιότητας”  όμορφους ηθοποιούς. Το αποτέλεσμα; Το θέατρο γεμίζει από ένα υπέροχα ετερόκλητο κοινό, απ΄το οποίο ο καθένας πήγε για διαφορετικό λόγο στην παράσταση. Αυτό, βέβαια, δεν είναι κακό. Είναι καλό και μόνο το γεγονός ότι το θέατρο γέμισε.

Το τι είδαμε όμως στην παράσταση αυτή καθ’ αυτή, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Και δυστυχώς μια πικρή ιστορία. Από την ανακοίνωση, ακόμα, της συνεργασίας είχα εξαιρετικό ενδιαφέρον για την παράσταση και μεγάλη προσμονή. Το αποτέλεσμα όμως με δυσαρέστησε και με κούρασε. Αφάνταστα με κούρασε.

Κανείς άλλος δεν φταίει γι’ αυτό παρά ο σκηνοθέτης, ο Κώστας Φιλίππογλου, με τις σκηνοθετικές του κινήσεις δεν φανέρωσε ούτε την ηλικία, ούτε την εμπειρία του, καθώς είναι πολύ πιθανό κι ένας φοιτητής θεάτρου να μπορούσε να σκηνοθετήσει καλύτερα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της παράστασης ήταν ο χορός, που ήταν – εν συντομία – εκνευριστικός. Έκανε είτε άστοχες κινήσεις και ακροβατικά (πήγαινε – έλα χωρίς νόημα), είτε ήταν περιγραφικός ως προς τα λόγια των ηρώων (τελείως περιττό) ή πηγαινοέφερνε δοκούς και στηρίγματα, θυμίζοντας ελληνικές ταινίες του ‘6ο με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ σε ρόλο οικοδόμου. Ο χορός σ’ αυτήν την παράσταση περίττευε. Ή κι αν υπήρχε θα έπρεπε ο σκηνοθέτης να δοκιμάσει να τον αφήσει πιο στατικό, ίσως περιμετρικά της ορισμένης σκηνής κι όχι να “μπουκώνει” και κατ’ επέκταση ν’ αποδυναμώνει όλες τις σκηνές. Υπήρχαν κι άλλα μικρά ατοπήματα, κατ’ εμέ τουλάχιστον, που κυρίως εντοπίζονται σε περιττές κινήσεις όπως είναι ακόμη ακόμη και το να φέρουν το ναϋλον κουκούλι στη σκηνή. Αν πέθαινε πάει καλά, αλλά αφού ζει;  Βοηθός σκηνοθέτη η Εριφύλη Στεφανίδου.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Κenny MacLellan ήταν πολύ ενδιαφέροντα. Ο Κύκλος (η Λήμνος) με το που έμπαινες στο θέατρο και την αντίκρυζες σε προδιέθετε θετικά. Ίσως μπορούσαν να τον χρησιμοποιούσαν λίγο περισσότερο, ενώ και η σκέψη με το πληγωμένο πόδι του Φιλοκτήτη ήταν εξαιρετική. Την επιμέλεια της κίνησης έκανε η Φρόσω Κορρού. Η πρωτότυπη μουσική των Lost Bodies ήταν επίσης από τα highlightsτης παράστασης, μερικές φορές μπορούσες απλά να κλείσεις τα μάτια και να ακολουθείς με τις αισθήσεις σου τον ρυθμό της μουσικής. Ήταν μάλλον πιο κοντά στην σοφόκλεια τραγωδία. Ένα ακόμη καλό τεχνικό στοιχείο στην παράσταση ήταν οι φωτισμοί που σχεδίασε ο Νίκος Βλασόπουλος με τις ενδιαφέρουσες (σε σημείο ενθουσιασμού μερικές φορές) σκιές που δημιούργησε.

Ο Αιμίλιος Χειλάκης στον ρόλο του Νεοπτόλεμου ήταν εκείνος που έφερε – κατά μεγάλο ποσοστό – τόσο κόσμο στο θέατρο. Όμως ήταν τουλάχιστον αδιάφορος. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στον ρόλο του Οδυσσέα, αν και στην αρχή που εξιστορούσε τι συμβαίνει δεν μπορούσες να τον παρακολουθήσεις με τίποτα, απλώς φεύγανε λέξεις από το στόμα του, είχε ωστόσο μερικές καλές στιγμές οι οποίες ήταν ως επί το πλείστον κωμικές. Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός από την άλλη, στον ομώνυμο ρόλο, ήταν σαν να έπαιζε σε άλλο έργο. Ένα έργο από μόνος του. Παρ’ όλα αυτά, με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του και με τον τρόπο εκφοράς του λόγου που χρησιμοποίησε για μένα ήταν το απολαυστικότερο κομμάτι της παράστασης. Αν δεν ήταν κι αυτός, δεν θα υπήρχε τίποτα.

Τα προβλήματα του χορού τα ανέφερα και παραπάνω και καμία σχέση δεν έχουν με τις υποκριτικές των ηθοποιών που τον απάρτιζαν, αλλά αφορούν κυρίως τη λειτουργία του. Τον χορό αποτελούσαν οι:  Γιάννης Γιαννούλης, Τάσος Δημητρόπουλος
Κώστας Κορωναίος, Δημήτρης Κουρούμπαλης, Γιώργος Παπανδρέου, Κρις Ραντάνοφ και Γιώργος Ρουστέμης.

Η παράσταση, εν τέλει, φάνηκε ν’ απογοητεύει το κοινό, συμπεριλαμβανομένης και της γράφουσας. Υποθέτω πως η πορεία της το φετινό καλοκαίρι θα είναι ικανοποιητική εισπρακτικά, αλλά καλλιτεχνικά; Ικανοποιεί αρχικά αυτούς που το παρουσιάζουν κι έπειτα, και το κοινό της παράστασης;

Ιδού η απορία.