Γιάννης Ρίτσος «Εαρινή Συμφωνία» ένας ύμνος στην Άνοιξη της ψυχής, τον Έρωτα *κριτική

Written by

Η Εαρινή Συμφωνία (1938) είναι σύμφωνα με μελετητές το πρώτο από τα έργα του Έλληνα ποιητή Γιάννη Ρίτσου στο οποίο εμφανίζεται η μεταφορά ως γλωσσικό σχήμα αλλά και το ερωτικό στοιχείο στη θεματική του. Οι κομμουνιστικές πεποιθήσεις του Ρίτσου έγιναν αιτία μομφής προς το έργο του, το οποίο εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι απευθυνόταν σε ένα περιορισμένο-πολιτικοποιημένο αναγνωστικό κοινό. Η ποίηση του Ρίτσου είναι πράγματι πολιτικοποιημένη, όμως αυτό δεν την καθιστά απαραιτήτως μονοδιάστατη και περιορισμένη ως προς την απήχησή της στο κοινό. Η Εαρινή Συμφωνία είναι μια ποιητική συλλογή-ύμνος που αποτελείται από 27 ποιήματα με λατινική αρίθμηση, είναι ένας ύμνος που δηλώνει την πίστη και την κατάφαση στη ζωή με τρόπο άκρως λυρικό, ερωτικό και αισιόδοξο. Το στοιχείο της άνοιξης (έαρ) είναι εμφανές σε όλη την έκταση του ποιητικού έργου μέσα από λέξεις που σημαίνουν το φως και την άνθιση και μέσα από στίχους: «το πάμφωτο τζάμι του έαρος» (I), «μ’ ένα πλατύ ανοιξιάτικο φόρεμα», «εαρινές εξοχές» (IV), «Άκου τα σήμαντρα/ των εαρινών εκκλησιών» (V), «Τις νύχτες του έαρος» (X), «Εγώ θα δείχνω στη βροχή/ αυτό το εαρινό τριαντάφυλλο» (XVII), «τα’ άνθινα ενδύματα/ των εαρινών μας όρθρων» (XXIV).

Η ποιητική σύνθεση ξεκινά με την ανακοίνωση της αλλαγής της εποχής η οποία είναι εμφανής στα μάτια του ποιητικού υποκειμένου («Θα τινάζω απ’ τους ώμους μου/ τη χρυσή τέφρα των άστρων/ καθώς τα σπουργίτια/ τινάζουν το χιόνι/ απ’ τα φτερά τους»). Προμηνύεται ο ερχομός της άνοιξης υπό το ερωτικό πρίσμα («θα περάσω/ κάτω από τις ανθισμένες ακακίες/ των χαδιών σου/ και θα ραμφίσω/ το πάμφωτο τζάμι του έαρος»). Η αισιοδοξία του ποιητή είναι διάχυτη («Θα ’μαι το γλυκό παιδί/ που χαμογελάει στα πράγματα/ και στον εαυτό του/ χωρίς δισταγμό και προφύλαξη»). Φανερή είναι η αντίθεση ανάμεσα στον χειμώνα και την άνοιξη («Σα να μη γνώρισα/ τα χλωμά μέτωπα/ των χειμωνιάτικων δειλινών/ τις λάμπες των άδειων σπιτιών»). Για τον ποιητή το ερώμενο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται έχει διάσταση υπερβατική, μοιάζει με Ιδέα: «Όχι θωπεία. Όχι όνειρο./ Πιο πέρα./ Εκεί που καταλύεται τα’ όνειρο/ κι η φθορά έχει φθαρεί./ Κι ήρθες εσύ».

Το ερώμενο πρόσωπο είναι η «Αγαπημένη» που δικαίως ως Ιδέα αναγράφεται με κεφαλαίο «Α» το όνομά της το οποίο από επίθετο και ιδιότητα γίνεται κύριο όνομα. Ο ποιητής αισθάνεται αμηχανία μπροστά στο ακέραιο και στην ευτυχία του ερχομού της Αγαπημένης «Πως μπορεί ν’ ανοιχτεί/ αυτή η θύρα του φωτός/ για μένα που δε γνώρισα/ μήτε τον ίσκιο μιας μαρμαρυγής;». Διστάζει ο ποιητής να περάσει την πόρτα της Αγαπημένης, διστάζει να τολμήσει το βήμα προς την ευτυχία «κι όλο λέω να ’ρθω/ κι όλο στέκω/ έξω απ’ τη θύρα σου». Συγκίνηση προκαλεί η παράκληση του ποιητικού προσώπου στην Αγαπημένη να παρατείνει την επικείμενη ευτυχία «Μη με καλέσεις ακόμη./ Ας παρατείνουμε/ αυτές τις ώρες τις θαμπές/ τις υπερπληρωμένες/ που δυο κόσμοι/ ανταμώνονται». Το ποιητικό αίσθημα είναι υπερκόσμιο, δώρο θεϊκό «Αγαπημένη/ τι προετοιμάζεται για μας/ μέσα στο βλέμμα των θεών/ πίσω απ’ αυτή τη φωταψία;».

Η Αγαπημένη παρουσιάζεται να βηματίζει στα δωμάτια του σπιτιού του ποιητικού προσώπου «μ’ ένα πλατύ ανοιξιάτικο φόρεμα/ που ευωδιάζει πράσινα φύλλα/ φρεσκοπλυμένο ουρανό/ και φτερά γλάρων/ πάνω από θάλασσα πρωινή». Μέχρι να εμφανιστεί στη ζωή του ποιητικού προσώπου η Αγαπημένη, στο σπίτι του κυριαρχούσαν εικόνες ζοφερές, νοσηρές, εικόνες που αιχμαλώτισαν την απώλεια και τον πόνο. Ο ερχομός της Αγαπημένης έδωσε στο ποιητικό εγώ πνοή ζωής «Εσύ μου ’φερες/ τον καινούργιο καιρό/ το φως της αυγής/ και το αίμα μου». Αυτό που σηματοδοτείται είναι μια νέα εποχή («καινούργια χλόη») και η ελπίδα «Να ο ήλιος που τρέχει/ μέσα στα δάση./ Δεν έχουμε αργήσει». Ακολουθούν εικόνες αλλαγής, εικόνες φωτός και αισιοδοξίας «Η κωδωνοκρουσία του φωτός/ μας υποδέχεται/ στο ξανθό ακροθαλάσσι». Είναι μια επιστροφή στην παιδική αθωότητα «θα ξαναπούμε/ την παιδική μας δέηση/ μαζί με τα πουλιά και με τα φύλλα/ Κι από βαθιά κι από μακριά τα σήμαντρα/ των παιδικών εκκλησιών».

Ο ερωτικός λόγος εντείνεται «Γεύομαι στα χείλη σου/ την πρασινάδα της εξοχής/ και τους θρύλους της θάλασσας» και ο έρωτας των δύο ποιητικών προσώπων παρομοιάζεται με αυτόν των πρωτοπλάστων «κι ανθίζουμε εμείς/ έμπιστοι κι ωραίοι/ καθώς τα πλάσματα/ την πρώτη ημέρα του Θεού/ που δεν είχαν ρωτήσει κι απορήσει». Μέσα από την αγάπη το ποιητικό υποκείμενο γνωρίζει τον Θεό «Γονατισμένος προσεύχομαι./ Θεέ μου Θεέ μου/ η αγάπη μου ’χε λείψει/ για να χαρώ και να νοήσω/ το μεγαλείο σου». Η αγάπη σε συνδυασμό με τη θεογνωσία οδηγούν στην απολυτότητα της ευτυχίας «Η αγάπη/ πιο μεγάλη/ απ’ τη σιωπή/ γεφυρώνει το θεό με τον άνθρωπο/ και γεμίζει το απέραντο χάσμα/ με φτερά και λουλούδια».

Ακολουθεί το ποιητικό παράπονο προς την προσωποποιημένη Αγάπη που καθυστέρησε να εμφανιστεί «Αγάπη, αγάπη,/ δε μου ’χες φέρει εμένα/ μητ’ ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω». Μέσα από τη στέρηση της αγάπης το ποιητικό εγώ διαπιστώνει πως η αναζήτησή της από τον ίδιο ήταν μια αναζήτηση του θεού, είναι σαν να ταυτίζει την αγάπη με τον θεό «Ζητώντας το θεό/ ζητούσα εσένα». Η αγάπη ήλθε για το ποιητικό πρόσωπο και αυτός, μαζί με τη συγκίνησή του, νιώθει ευεργετημένος «Άφησέ με να κλάψω/ στα γόνατά σου/ μες στην ευεργεσία του χαδιού σου».

Παράλληλα με τις λυρικές εικόνες «Απλώνουμε τα χέρια/ στον ήλιο/ και τραγουδάμε» και τον διάχυτο ερωτισμό «Πως αγαπούμε/ τα ερωτικά κορμιά μας» προβάλλεται και η οικουμενική διάσταση του έρωτα «Κλεισμένοι στο κορμί μας/ είμαστε παντού», «Μέσα στη φούχτα της αγάπης/ χωράει το σύμπαν». Ο έρωτας νοηματοδοτεί τη ζωή «Άξιζε να υπάρξουμε/ για να συναντηθούμε». Είναι ένας έρωτας υπερβατικός και συνάμα ευλογημένος «Ο Θεός/ πραγματοποιεί τον εαυτό του/ στο φιλί μας./ Περήφανοι εκτελούμε/ την εντολή του απείρου» που τίποτε δεν μπορεί να επισκιάσει  «Κανείς δεν μπορεί/ να ρυπάνει/ το κράσπεδο της κλίνης μας». Η προοπτική του ποιητικού υποκειμένου αλλάζει, βλέπει μέσα από τα μάτια της αγαπημένης του «Μέσ’ απ’ το βλέμμα σου/ αγαπημένη/ κοιτάω τον κόσμο». Ο έρωτας ανακαινίζει τον κόσμο, τις ανθρώπινες αισθήσεις «Πόσο καινούργια η σκιά/ στην καινούργιαν αφή μας». Ο έρωτας είναι η πληρότητα της ζωής «Η πλήρωση έφτασε./ Δε μένει τίποτ’ άλλο./ Τύλιξέ με./ Φοβούμαι αγαπημένη», είναι η ευτυχία των δύο ερωμένων προσώπων που είναι εύθραυστη «Πώς μπορεί η γη/ να κρατήσει στα χέρια της/ τόση ευτυχία;», «Αν φύγεις, αγάπη;». Τους ποιητικούς φόβους θα διώξει η εμπιστοσύνη ποιητικού υποκειμένου στη θεία πρόνοια «Ας κοιμηθούμε/ στην ανθισμένη πλώρη/ δίχως όνειρο./ Το κύμα γνωρίζει/ πιο βαθιά απ’ τη γνώση μας/ το σκοπό μας που λάμνει/ μέσα στο ίδιο ατέρμονο σκοπό Του».

Τον έρωτα και την ευτυχία έρχεται να απειλήσει η ψύχρα που φέρνει «το φθινοπωρινό λυκόφως» και η νύχτα ενώ «Παντού σαλεύουν/ αποχαιρετισμών μαντίλια» και «Ο θάνατος κατασκοπεύει». Το εαρινό φως και ο ανθισμένος έρωτας μοιάζουν να απειλούνται. Ωστόσο, το ποιητικό υποκείμενο δεν απελπίζεται, δεν πτοείται, αλλά στρέφει το βλέμμα του στον ήλιο «Ο ήλιος με φωνάζει». Απευθύνει τον λόγο του στην αγαπημένη «Δε βλέπεις;/ Καθώς απομακρύνεται η άνοιξη/ πίσω της έρχεται η νέα μας άνοιξη», «Νιώθω στους ώμους/ το βαθύ μυρμύγκιασμα/ καθώς φυτρώνουν/ όλο πιο νέα και πιο μεγάλα/ τα φτερά μας». Το ποιητικό μήνυμα είναι άκρως αισιόδοξο: ο έρωτας δεν εξαλείφεται αλλά ανακαινίζεται.

cityculture.gr/ γράφει η Βασιλική Ρούσκα