“Γιοι και Κόρες” στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς “Μελίνα Μερκούρη”

Written by

Γιοι και κόρες, πατεράδες, αδέρφια, φίλοι…

Στρατός ολόκληρος από ανθρώπους πέρασε μπροστά από τα μάτια μας στο Δημοτικό θέατρο Καλαμαριάς και μαζί μ’ αυτούς τους ανθρώπους ξεφυλλίσαμε ένα αόρατο βιβλίο ιστορίας που ξεκινούσε κάπου λίγο πριν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο κι έφτανε σχεδόν μέχρι τις μέρες μας.

Ποιο είναι το ιδιαίτερο στοιχείο αυτής της παράστασης; Οι συντελεστές της πήρανε συνεντεύξεις από διάφορους ανθρώπους και στη συνέχεια τους μετέπλασαν σε ρόλους. Ακολουθήθηκε δηλαδή η αντίστροφη πορεία απ’ ότι συνήθως. Οι ιστορίες που επέλεξαν οι συντελεστές σχετίζονταν όλες με κάποιον τρόπο – λιγότερο ή περισσότερο έντονο- με την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας. Όπως, είπε και κάποια από τις συνεντευξιαζόμενες κυρίες “σ’ αυτόν τον τόπο δεν πέρασε, και δεν θα περάσει καμιά γενιά που να μην έχει πάνω της το βουλοκέρι της ιστορίας”.

Τα κείμενα και η σκηνοθεσία είναι του Γιάννη Καλαβριανού. Τα κείμενα δεν είχαν κανένα πρόβλημα, με ενόχλησε όμως κάπως το γεγονός ότι υπήρχαν κάποιες φράσεις, κυρίως επιλογικές, που ήταν αποφθεγματικές και κάπως βαρύγδουπες. Προσωπικά θεωρώ ότι αυτό μάλλον αποδυνάμωνε τη σκηνή που προηγήθηκε παρά λειτουργούσε υπέρ της. Η σκηνοθεσία δημιούργησε κάποιες ενδιαφέρουσες εικόνες, κάποια ζευγάρια που δημιουργούσαν αντιθέσεις, γενικώς υπήρχε και μια κινητικότητα στη σκηνή. Το καλύτερο για μένα, όμως, ήταν το πριν της παράστασης και η έναρξή της. Οι ηθοποιοί και ο σκηνοθέτης σε περίμενε μαζί με τους ταξιθέτες πριν την παράσταση, και με το που ξεκινούσε οι ηθοποιοί έφτιαχναν ελληνικό καφέ για να “πάρει μπρος” η μηχανή με τις ιστορίες. Ευφυής και η εικόνα με το αεροπλάνο, που έλαβε άλλες διαστάσεις.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελήθηκαν οι Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα και η Ράνια Υφαντίδου. Τα σκηνικά λιτά κι απέριττα, ακριβώς ό,τι χρειάζονταν και τίποτα παραπάνω, τίποτα που να είναι περιττό. Τα κοστούμια δεν μου προξένησαν καμία αντίδραση ούτε θετική, ούτε αρνητική, αν και μου άρεσε ιδιαίτερα η λουλουδάτη φούστα της Άννας Ελεφάντη. Η μουσική του Χρύσανθου Χριστοδούλου ήταν πολύ επιβλητική σε σημεία, οργανικά δεμένη με την υπόλοιπη παράσταση. Το τραγούδι – που ήταν περισσότερο σαν να το φτύνουν σε κάποια σημεία, επίτηδες προφανώς- επιμελήθηκε η Χριστίνα Μαξούρη. Τους φωτισμούς έκανε ο Τάσος Παλαιορούτας, ενώ η επιμέλεια της κίνησης, πολύ ενδιαφέρουσα αν μη τι άλλο, ανήκει στην Αλεξία Μπεζίκη.

Η παράσταση δεν θα ήταν ίδια αν δεν συμμετείχε σ’ αυτήν, αναδεικνύοντας την, ο Γιώργος Γλάστρας. Εξαιρετικός. Δική του ήταν η ατάκα που μ’ έκανε να δακρύσω. Από κοντά, και η Στέφη Πουλοπούλου με ενέργεια και διάθεση. Και οι Άννα Ελεφάντη και ο Γιώργος Παπαπαύλου είχαν καλές στιγμές. Η Αλεξία Μπεζίκη, όμως, ήταν αρκετά υπερβολική ακόμη και στην εκφορά του λόγου.

Μιλώντας για την παράσταση ως σύνολο μπορώ να πω ότι έχει αναμφισβήτητο ενδιαφέρον και είναι κάτι διαφορετικό απ’ ότι βλέπουμε συνήθως. Το μεγάλο της ατού είναι ότι είναι βασισμένη σε πολλές ιστορίες και μάλιστα αληθινές. Σε ποιον δεν αρέσει ν’ ακούει ιστορίες – παραμύθια; Ειδικά όταν σε μερικά σημεία το κείμενο κρατά λόγια που είπαν οι συνεντευξιαζόμενοι αυτούσια, τότε είνα ακόμη πιο ζωντανές οι ιστορίες.Όσο προχωρούσε η ώρα, τόσο πιο ενδιαφέρουσα και καθηλωτική γινόταν η παράσταση. Εντούτοις, δεν μου άρεσε που οι πιο δυνατές στιγμές της παράστασης οφείλονταν σε εξω-παραστασιακούς λόγους όπως πχ.σε προειδοποιητικές σειρήνες, στην αναγγελία πολέμου κλπ. Δεν είμαι σίγουρη αν θα ήθελα να τα είχαν χρησιμοποιήσει.

Η παράσταση ισχυρίζεται πως τείνει προς την αναζήτηση της ευτυχίας. Δεν είμαι σίγουρη πώς και πότε έρχεται η ευτυχία, αλλά το είπανε και στην παράσταση: “ίσως εκείνη να ήταν μια στιγμή ευτυχίας”. Ίσως.