Γκίλιαντ (βραβείο Πούλιτζερ 2005), Marilynne Robinson

Written by

Marilynne Robinson
Γκίλιαντ
(βραβείο Πούλιτζερ 2005)
Μετάφραση-Σημειώσεις  Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Γκίλιαντ: μυθιστόρημα καταγραφής αναμνήσεων, αποτύπωσης σχέσεων πατέρων και γιων, απολογισμός ζωής.

Πρόκειται για ένα γράμμα αποχαιρετισμού ενός ηλικιωμένου εφημέριου προς τον ανήλικο γιο του. Ο εφημέριος και ιεροκήρυκας Τζον Έιμς, γράφει τις σκέψεις του για την ζωή και τον κόσμο προκειμένου να αφήσει ένα στίγμα συμβουλών ζωής προς το παιδί του στο μέλλον και να δώσει ένα ίχνος ανάμνησης της ύπαρξής του και  της ιστορίας του ως την στιγμή που θα έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του βιολογικού  χρόνου και θα ανήκει στο παρελθόν.  

Εξομολογητικός τόνος  με διάθεση απολογιστική και υπερασπιστική, τόσο των ανθρώπων όσο και του τόπου, περιγράφει την καθημερινότητα της ζωής σε μια ασήμαντη μικρή  Αμερικάνικη πόλη. Παράλληλα, καθώς γράφει μέρα τη μέρα  αυτό το μακροσκελές γράμμα,  ανασύρει ψηφίδες από το υλικό των αναμνήσεών του, από την ζωή του παππού και του πατέρα του, εφημέριων επίσης στην ίδια πόλη, την πόλη Γκίλιαντ. Ακόμη εκμυστηρεύεται λεπτομέρειες για  τραγικά συμβάντα  και γεγονότα, για την μοναξιά και τα βιώματα της  δικής του ζωής και  για τον γάμο του με την Λάιλα, πιο νέα  στην ηλικία σε σχέση μ’ εκείνον, την γυναίκα του και μητέρα του αγοριού.  Έτσι ανασύρεται από την λήθη ένας κόσμος διαφορετικός από γενιά σε γενιά και ιδιαίτερος ως προς το φορτίο των επιτευγμάτων και της συσσωρευμένης γνώσης και εμπειρίας που μεταφέρει.

Η  αφήγηση έχει έναν αργό και υποβλητικό ρυθμό και πίσω από τα θρησκευτικά κηρύγματα και τις αναφορές σε χωρία των Γραφών και σε ψαλμούς, διακρίνεται ο προβληματισμός για φιλοσοφικά, ηθικά,  κοινωνικά και φυλετικά ζητήματα.

Θρησκευτικά δόγματα, τύποι λατρείας, μυστήρια, οικογενειακοί δεσμοί και σχέσεις, κοινωνικές ομάδες, καθημερινές ασχολίες και  ιστορικά συμβάντα, οι  γενεές  και ο αγώνας της ζωής, αναδύονται πίσω από τις ιστορίες ανθρώπων οι οποίοι αποτελούν τον κοινωνικό  ιστό στον καμβά του μυθιστορήματος.  

Οι αναφορές σε βιβλία και συγγραφείς, στον πόλεμο, σε αρρώστιες,  προλήψεις, αντιθέσεις, σε συμπεριφορές, αντιλήψεις  και συνήθειες, δίνουν χαρακτήρα μαρτυρίας στο βιβλίο, αφού απεικονίζουν την ζωή τριών γενεών  σε διάφορες χρονικές φάσεις. Η   αφήγηση δεν είναι ευθύγραμμη αλλά ακολουθεί συνειρμικά δεδομένα, ατομικά και συλλογικά, που φωτίζουν όψεις της ζωής του 19ου και του 20ου αιώνα, σημειώνοντας, με  μια διάθεση αυτοκριτικής  αλλά  και κατανόησης, την εξέλιξη και την πρόοδο σε διάφορους τομείς χαρακτηρίζοντας και την οπτική θέασης ζωτικών θεμάτων.

Η περιπλάνηση σε πόλεις, τα ταξίδια, ο κόσμος, η ομορφιά και η δημιουργία, η αλήθεια και η συγχώρεση, τα ερωτήματα και τα διλήμματα, μυστικά, εντυπώσεις, φιλίες και σχέσεις,  αναδεύουν τις σκέψεις του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος έτσι όπως αποτυπώνονται βιωματικά  στα κηρύγματα της Κυριακής, στις αναμνήσεις, στις συζητήσεις  και στα διαβάσματα και καταγράφονται στην επιστολή- διαθήκη και δώρο προς τον γιο του, με μια αίσθηση τρυφερή, μελαγχολική και παράλληλα αποκαλυπτική.

Η έμμεση αναπαραγωνή των διαλόγων,  οι περιγραφές στιγμών στην ροή της καθημερινότητας, οι  μύχιες σκέψεις, δίνονται νοσταλγικά, ήρεμα, υπό το πρίσμα αυτού που αποσύρεται από τις μικρές χαρές και ετοιμάζεται πνευματικά να αποχωριστεί όσα αγάπησε και αγαπά, αποκαλύπτοντας το θαυμαστό  σχήμα της ομορφιάς της ζωής  που κρύβεται στο ασήμαντο και  μοναδικό της ανθρώπινης συνθήκης.  

Αποσπάσματα:

 «Έζησαν ήρωες εδώ, και άγιοι και μάρτυρες, θέλω να το ξέρεις. Γιατί, αυτή είναι η αλήθεια, έστω κι αν κανείς δεν τη θυμάται.  Με μια ματιά, τούτο το μέρος δεν είναι παρά ένα σύνολο από σπίτια αρμαθιασμένα σε λίγους δρόμους και μια μικρή σειρά από κτίρια χτισμένα με κόκκινα τούβλα που στεγάζουν καταστήματα, και μια σιταποθήκη και έναν πύργο υδατοδεξαμενής με τη λέξη Γκίλιαντ γραμμένη στη μια του πλευρά και το ταχυδρομείο και τα σχολεία και τα γήπεδα και τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, που τώρα πια έχει παραδοθεί εντελώς στα αγριόχορτα. (…) Εκείνοι οι άγιοι γέρασαν και οι καιροί άλλαξαν και κατέληξαν να δίνουν την εντύπωση εκκεντρικών και να γίνονται ενοχλητικοί, και κανείς δεν ήθελε να ακούει τα τρομακτικά τους κηρύγματα ή τις άγριες παλιές ιστορίες τους». Σελ. 237-238

« Το έχω σκεφτεί πολλές φορές-πώς αλλάζουν οι καιροί και τα ίδια  λόγια που  κάνουν πολλούς ανθρώπους να ωρύονται παράφορα στη μία γενιά στην επόμενη φαίνονται εκνευριστικά και άσκοπα». Σελ. 242

« Εγώ, ο Τζον Έιμς γεννήθηκα το σωτήριον έτος 1880 στην πολιτεία του Κάνσας, (… ) Την   ώρα που γράφω αυτά τα λόγια, έχω συμπληρώσει εβδομήντα έξι χρόνια ζωής, εβδομήντα τέσσερα από αυτά εδώ στην Γκίλιαντ της Αϊόβα, με εξαίρεση τα χρόνια των σπουδών μου στο κολλέγιο και στο ιεροδιδασκαλείο. Και τι άλλο να σου πω;». σελ. 15

« Είχαν έναν ιδιαίτερο τρόπο να απευθύνονται ο ένας στον άλλον όταν οι παλιές πικρίες πήγαιναν να φουντώσουν.

«Μήπως σας πρόσβαλα καθ’ οιονδήποτε τρόπο αιδεσιμότατε;» ρωτούσε ο πατέρας μου. και ο πατέρας του απαντούσε. «Όχι, αιδεσιμότατε, δεν  με προσβάλατε κατ’ ουδένα τρόπο. Καθόλου». Και η μητέρα μου έλεγε, « Α, μην αρχίζετε πάλι οι δυο σας». Σελ. 48

« Οι άνθρωποι δεν πολυμιλάνε σήμερα για την ισπανική γρίπη, αλλά ήταν κάτι τρομερό και χτύπησε ακριβώς την εποχή του Μεγάλου Πολέμου, τότε ακριβώς που αποφασίστηκε να εμπλακούμε κι εμείς στη σύρραξη. Σκότωσε τους στρατιώτες κατά χιλιάδες, υγιείς άνδρες στο άνθος της ηλικίας τους, και στη συνέχεια εξαπλώθηκε στον υπόλοιπο πληθυσμό. Ήταν πραγματικά σαν πόλεμος. Η μια κηδεία μετά την άλλη, εδώ στην Αϊόβα. Χάσαμε πάρα πολλούς νέους. Και πάλι φτηνά τη γλιτώσαμε. Οι άνθρωποι έρχονταν στην εκκλησία φορώντας μάσκες, αν έρχονταν ποτέ. Κάθονταν όσο πιο μακριά μπορούσαν ο ένας από τον άλλον. Λέγανε πως την επιδημία …». Σελ. 57-58

«Υπήρχε ένα βιβλίο που διαβαζόταν πολύ εκείνο τον καιρό, Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου. Ήταν ενός Γάλλου συγγραφέα, του Μπερνανός.(…) Θυμάμαι ότι διάβαζα το βιβλίο όλη τη νύχτα πλάι στο ραδιόφωνο, ώσπου όλοι οι σταθμοί σταμάτησαν το πρόγραμμά τους · όμως εγώ συνέχισα να το διαβάζω μέχρι τα ξημερώματα». Σελ. 64

 « Κι ύστερα ανηφόρισα ως την εκκλησία για να δω την έλευση της αυγής, επειδή αυτή η γαλήνη με στυλώνει πολύ  περισσότερο απ’ ό,τι ο ύπνος. Είναι σαν να υπάρχει ένα θησαυροφυλάκιο ηρεμίας σ’ αυτό τον χώρο, λες και όποια σιωπή εισήλθε κάποτε εκεί μέσα δεν έφυγε ποτέ». Σελ. 182

«ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΧΤΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ πως μπορεί να φύγω κάποια μέρα, και είπες, Για πού, και είπα, Για να είμαι με τον Καλό Θεό, και είπες, Γιατί, και είπα, Επειδή είμαι γέρος, και είπες, (…) Σελ.  7

«Ίσως θα έπρεπε να πω ότι είμαστε σαν τους πλανήτες, τότε όμως θα χανόταν κάτι από την έμφαση που ήθελα να δώσω στο ότι είμαστε μικροί πολιτισμοί. Οι πλανήτες ενδέχεται να έχουν αποσχιστεί όλοι από το ίδιο αστέρι, ωστόσο από το παράδειγμα αυτό λείπει η ιστορική διάσταση- γιατί είναι αλήθεια ότι όλοι μας ζούμε πάνω στα ερείπια της ζωής άλλων γενεών, οπότε υπάρχει μια φαινομενική συνέχεια η οποία είναι σημαντική διότι μας παραπλανά». Σελ. 270

«Η μητέρα σου μπήκε στην εκκλησία στη μέση μιας προσευχής- για να προφυλαχτεί από την κακοκαιρία, είχα σκεφτεί τότε, επειδή έβρεχε καταρρακτωδώς. Και με παρακολουθούσε με βλέμμα τόσο σοβαρό, που ντράπηκα να κηρύττω μπροστά της». Σελ. 29

«Υπάρχουν δυο περιπτώσεις που η ιερή ομορφιά της Δημιουργίας γίνεται εκτυφλωτικά πρόδηλη, και συντελούνται ταυτόχρονα. Η μία είναι όταν αισθανόμαστε τη θνητή μας ανεπάρκεια απέναντι στον κόσμο και η άλλη όταν αισθανόμαστε τη θνητή ανεπάρκεια του κόσμου απέναντί μας». Σελ.333

«Έτσι καταρρακτωδώς που ρέει αυτός ο κόσμος, είναι εντυπωσιακό να σκέφτεσαι τι επιβιώνει μέσα του». Σελ. 264

«…-κι εγώ επίσης θα σιγοκαίω σαν τη χόβολη μέσα στον χρόνο, ως την υπέρτατη, τη γενική πυράκτωση». Σελ.335

«Το φεγγάρι δείχνει υπέροχο σ’ αυτό το ζεστό φως του απόβραδου, όπως η φλόγα ενός κεριού φαντάζει όμορφη στο φως του πρωινού. Φως μέσα στο φως. Μοιάζει σαν μεταφορά». Σελ. 163