Gingerbread, τα Χριστόψωμα της μεσαιωνικής Ευρώπης

Written by

          Σύμφωνα με τις έως σήμερα πληροφορίες που διαθέτουμε, όλα ξεκίνησαν το 992 μ.Χ., όταν ο καλόγερος Γρηγόριος από την Νικόπολη της Αρμενίας και μετέπειτα άγιος της καθολικής εκκλησίας, εγκαταστάθηκε στην πόλη Bondaroy της Γαλλίας όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωή του, το 999. Γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα για τη ζωή, το έργο και τη διδασκαλία του και το πώς αυτή επηρέασε την εκεί κοινωνία. Εκείνο όμως που γνωρίζουμε είναι ότι θεωρείται ο «πατέρας» των χριστουγεννιάτικων εδεσμάτων με την ονομασία τζίντζερμπρεντ, δηλαδή γλυκό ψωμί αρωματισμένο με τζίντζερ.


Ο άγιος Γρηγόριος ο Αρμένιος

          Το τζίντζερ προέρχεται από την Ανατολή. Οι Ασιάτες το ονόμαζαν ζιντεμέλ, οι Δυτικοί το είπαν τζίντζερ, ενώ οι Έλληνες πιπερόριζα. Πρόκειται για ένα σπάνιο δώρο της φύσης και είναι από τα πιο μελετημένα φυτά στον κόσμο. Το ενεργό συστατικό της πιπερόριζας είναι η τζιντζερόλη, ένα συστατικό που όταν μαγειρευτεί, έχει πικάντικο άρωμα και μια γλυκιά και ταυτόχρονα πιπεράτη γεύση. Εκτός, όμως, από τη γεύση και το άρωμα που δίνει στα φαγητά, το τζίντζερ έχει και μεγάλη θρεπτική αξία.

          Η καταγωγή του τζίντζεμπρεντ βρίσκεται στην αρχαία Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των πιο μεγάλων αγροτικών γιορτών, οι οποίες ήταν και οι σημαντικότερες όπως τα Θεσμοφόρια, οι Έλληνες προσέφεραν στους θεούς τον εορταστικό άρτο, ο οποίος ήταν φτιαγμένος με μέλι. Κατά τα Κρόνια, γιορτή προς τιμήν του θεού Κρόνου (του παντοδύναμου και ασταμάτητου Χρόνου) αλλά και αργότερα στα Σατουρνάλια συνέχεια της ίδιας γιορτής στην αρχαία Ρώμη,  έφτιαχναν πίτες μέσα στις οποίες έβαζαν νομίσματα. Σε όποιον τύχαινε το κομμάτι με το νόμισμα ήταν και ο τυχερός της παρέας. Αυτές οι πίτες με τα τυχερά νομίσματα μεταφέρθηκαν και στα χριστιανικά έθιμα.

          Η βασιλόπιτα που ως έθιμο τηρείται μέχρι σήμερα σε όλη την ορθόδοξη Ανατολή, πήρε το όνομά της από τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος, σύμφωνα με τον μύθο, για να προστατεύσει την περιφέρειά του την Καισάρεια από τις επιδρομές εχθρών έκανε έρανο και μάζεψε χρυσά νομίσματα για να τα δώσει στους εχθρούς ώστε να μην καταστρέψουν την περιοχή και το βιος των κατοίκων. Ο εχθρός, όμως, τελικά, δεν εισέβαλλε ποτέ στην Καισάρεια, τα νομίσματα έμειναν και κατά παραγγελία του Μεγάλου Βασιλείου (που ίσως θέλησε να τα διασπείρει και για να τα προστατεύσει αλλά και για να επιβραβεύσει τους κατοίκους της πόλης για την πίστη τους) τοποθετήθηκαν σε πίτες και ψωμάκια και μοιράστηκαν σε όλους τους κατοίκους αδιακρίτως.

          Το καθημερινό φαγητό των Ελλήνων έχει ως βάση το ψωμί ή την πρώτη ύλη του ψωμιού, τους σπόρους δηλαδή των δημητριακών. Γι’ αυτό και η έννοια του φαγητού ταυτίζεται για τον Έλληνα με το ψωμί: ψωμί και προσφάι’ λένεενώ η κατάρα της πείνας είναι:να πεις το ψωμί ψωμάκι. Στις μεγάλες γιορτές το ψωμί βάζει τα καλά του με ιδιαίτερο όνομα και είδος παρασκευής κάθε φορά, κατέχει σπουδαία θέση ανάμεσα στα εορταστικά φαγητά κι αυτό αποτελεί πραγματικά ένα κοινό στοιχείο του παραδοσιακού πολιτισμού όλων των ελληνικών τόπων. Τα Χριστούγεννα το ψωμί είναι χριστόψωμο και το βρίσκουμε παντού. Είναι το σύμβολο, ο φορέας της ευεργετικής δύναμης που ενσαρκώνεται στο νεογέννητο Χριστό. Παρασκευάζεται όπως το συνηθισμένο ψωμί, από καλύτερο όμως αλεύρι, κοσκινισμένο με ψιλή σίτα, ανακατεμένο με μελάσα και γλυκάνισο. Είναι συνήθως στρογγυλό και στην επάνω επιφάνεια του έχει σταυρό από ζυμάρι ή σφραγίδα και είναι πασπαλισμένο με σουσάμι. Σε πολλά μέρη βάζουν επίσης και καρύδια με το τσόφλι, ξερά σύκα, σταφίδες και αμύγδαλα, με τα οποία κάνουν διάφορα σχήματα.

          Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. (Μερικοί εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. Όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτο της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του). Το χριστόψωμο δεν το κόβουν με μαχαίρι, γιατί τη δύναμη του καλού που είναι μέσα στο ψωμί δεν θέλουν να την βιάσουν με σίδερο που συμβολίζει τη δύναμη του κακού.

     Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σε ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ ένα ποιμένα, το Χριστό.

     Επίσης σε πολλά μέρη της Ελλάδας παρασκευάζουν κουλούρες τα χριστοκούλουρα, που μοιάζουν με τα χριστόψωμα, είναι όμως μικρότερα, και συνήθως τα κρεμούν δίπλα στα εικονίσματα για όλο το έτος ενισχύοντας τους πόθους της οικογένειας.

Χριστοκούλουρα

     Πληροφορίες τόσο για την παρασκευή των χριστόψωμων όσο κυρίως το ρόλο που έπαιζαν στη θρησκευτική ζωή των Ελλήνων αντλούμε από το  ομώνυμο έργο «Το Χριστόψωμο» του Παπαδιαμάντη γραμμένο το 1887.

     Ο λαογράφος Δημήτριος Λουκάτος στο βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών» αναφέρει σχετικά: «Υπήρχε στην ελληνική αρχαιότητα το έθιμο του εορταστικού άρτου που σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, οι πρόγονοί μας το προσέφεραν στους θεούς, σαν απαρχή. Στα Θαλύσια, γιορτή του θερισμού, αφιερωμένη μάλλον στη Δήμητρα, έφτιαχναν από το νέο σιτάρι ένα μεγάλο καρβέλι, τον Θαλύσιον άρτον, και στα Θαργήλια, γιορτή του Απόλλωνα, έψηναν επίσης τον Θάργηλο ή ευετηρία.…Υπήρχε επίσης στην αρχαιότητα η συνήθεια των μειλιχίων προσφορών στους δαίμονες και στους θεούς του Άδη, παρασκευασμένα από μέλι, η μελιττούτα ή μελιτούς για τον ιερό όφι της Ακροπόλεως, και οι πλακούντες και τα μελίπηκτα για τους νεκρούς, που τα πήγαιναν στους τάφους ή τα χρησιμοποιούσαν στα νεκρόδειπνα, μαζί με καρπούς….Η βασιλόπιτα λοιπόν είναι συνδυασμός του «εορταστικού άρτου» και του «μελιπήκτου» των αρχαίων προσφορών, τόσο προς τους θεούς, όσο και προς του νεκρούς ή κακούς δαίμονες, για την εξασφάλιση της ευετηρίας (εὖ + ἔτος = καλή χρονιά), της υγείας, και της καλής τύχης». 

Χριστοκούλουρα

      Από τον 11ο αι. η παρασκευή του τζίντζερμπρεντ την περίοδο των Χριστουγέννων διαδόθηκε σε όλη την κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Γνωστό ως μελόπιτα, στη Γερμανία ονομάζεται  lebkuchen, στις Σκανδιναβικές και Βαλτικές χώρες pepperkaker (Νορβηγία), pepparkakor (Σουηδία), brunkager (Δανία), piparkökur (Ισλανδία), piparkakut (Φινλανδία), piparkūkas (Λετονία), piparkoogid (Εσθονία). Στην Ολλανδία peperkoek και στο Βέλγιο kruidkoek ή ontbijtkoek. Στη Ρουμανία είναι γνωστό ως turtă dulce (γλυκιά τούρτα), στην Βουλγαρία меденка (φτιαγμένο από μέλι) και στην Πολωνία, όπου λειτουργεί από τον 19ο αι. και το πρώτο και μοναδικό Μουσείο Τζίντζερμπρεντ, piernik toruński (μελόψωμο).

          Το τζίντζερμπρεντ παρασκευάζεται από καλής ποιότητας αλεύρι, αυγά και μέλι ή μελάσα, που κάνει τη ζύμη πιο εύπλαστη. Αρωματίζεται με κανέλα, μοσχοκάρυδο και άλλα μυρωδικά ανάλογα με την τοπική κουζίνα της κάθε χώρας. Η ζύμη που προκύπτει μοιάζει με πηλό και επεξεργάζεται με τον ίδιο τρόπο.

          Στα έμπειρα χέρια του ζαχαροπλάστη ή της νοικοκυράς με τη βοήθεια καλουπιών μετατρέπεται σε εύγευστα μικρά έργα τέχνης. Αφού τοποθετήσουν στη μήτρα ένα τμήμα ζύμης, το πιέζουν με τα δάχτυλα τους μέχρις ότου αποτυπωθούν όλες οι λεπτομέρειες. Κατόπιν το ξεκολλάνε, καθαρίζουν τα περίσσια της ζύμης, αφαιρούν με πολύ προσοχή με τη βοήθεια ενός νυστεριού τα σημεία που πρέπει να μείνουν κενά σύμφωνα με το σχέδιο και το ψήνουν. Όταν βγει από το φούρνο το στολίζουν με ζαχαρόπαστα ή διάφορα στολίδια καμωμένα από την ίδια ζύμη που τα κολλάνε με μέλι ή αραιωμένη ζάχαρη και το ξαναβάζουν στο φούρνο. Η τελική μορφή τους είναι συμπαγής αλλά στο εσωτερικό τους παραμένουν μαλακά.

Χαρακτικό, LebkuechnerLandauer,1520

Μήτρες, 16ος-19ος αι.

Μήτρες και τζίτζερμπρεντ

Φτιάχνοντας τζίντζερμπρεντ στο σπίτι, Helge-Artelius, 19ος-20ος αι.
Run, run, fast as you can,
You can’t catch me,
I’m the gingerbread man!
Τρέχα, τρέχα, όσο πιο γρήγορα μπορείτε, Δεν μπορείτε να με πιάσετε, είμαι ο άνθρωπος μελόψωμο!

          Η Μεγάλη Βρετανία ήταν από τις τελευταίες χώρες της Ευρώπης που υιοθέτησε το έθιμο του τζίντζερμπρεντ. Εικάζεται ότι πρώτη που το αποδέχτηκε ήταν η Βασίλισσα Ελισάβετ Α΄ το 16ο αι.  Σε ένα χωρίο από το έργο του Σαίξπηρ «Love’s Labour’s Lost» (Αγάπης Αγώνας Άγονος) αναφέρεται:  «και αν είχα μια μόνο πέννα στον κόσμο, θα την χρησιμοποιούσα για να αγοράσω ένα τζίντζερμπρεντ» (An I had but one penny in the world; thou should have it to buy ginger-bread).

          Ως συνήθως η Αγγλία αρέσκεται στη διαφοροποίηση και έτσι αντί των παραδοσιακών σχημάτων παρασκευάστηκαν τα πρώτα τζίντζερμπρεντ – ανθρωπάκια, τα οποία η Βασίλισσα μοίραζε στους εκλεκτούς καλεσμένους της.

Τζίντζερμπρεντ – ανθρωπάκια από την Αγγλία

Χαρακτικό με απεικόνιση πωλητή τζίντζερμπρεντ – ανθρωπάκια, 1902

          Ο άνθρωπος τζίντζερμπρεντ διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη, ενέπνευσε πολλά παραμύθια, ενώ το 1892 ο Ρώσος συνθέτης Τσαικόφσκι του αφιέρωσε το περίφημο μπαλέτο «Ο Καρυοθραύστης».

          Όταν οι Γάλλοι άρχισαν μετά μανίας να παρασκευάζουν και αυτοί διάφορα ανθρωπάκια, το βρετανικό χιούμορ μέσα από τα χαρακτικά της εποχής, για να τονίσει την στρατιωτική υπεροχή τους, έδειχνε τους βασιλείς της Γαλλίας να κατασκευάζουν ολόκληρες λεγεώνες από τζίντζερμπρεντ στρατιωτάκια.

Έγχρωμη γκραβούρα, Βρετανικό Μουσείο, 1806

          Η δεύτερη μεγάλη διαφοροποίηση από τα κλασσικά ψωμάκια-κουλουράκια ήταν το σπίτι- τζίντζερμπρεντ, το οποίο κατασκευάστηκε το 1800 στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας και αποτέλεσε έμπνευση των αδελφών Γκρίμ, όταν έγραψαν το 1812 το παραμύθι «Χάνσελ και Γκρέτελ».

Ανάκτορο κατασκευασμένο από πλάκες τζίντζερμπρεντ,
στολισμένο με ζαχαρόπαστα

Τζίντζερμπρεντ σε διάφορα σχέδια από την Κροατία, την Πολωνία και την Γαλλία

Χριστόψωμα

γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης, Δρ. Αρχαιολόγος – Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του ΑΠΘ