Γκιακ – Δημοσθένη Παπαμάρκου

Written by

Γκιακ: Από την περιφέρεια στο κέντρο του κύκλου. Τροχός αφήγησης, εννέα ακτίνες.
Διηγήματα στο χνάρι της προφορικής αφήγησης και των λαϊκών παραμυθιών που συνεχίζουν, στον μίτο των ιστοριών τους, αρχέγονες-αντηχητικές περιπέτειες επών.
Περιπέτειες ανθρώπων, αντλημένες από το βιωματικό-εμπειρικό υλικό της ζωής τους, οι οποίες μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, ως εξομολογητική αναδιήγηση, σε μια διαδικασία συμπύκνωσης και εκτροπής του χρόνου, από το παρόν στο παρελθόν και γύρω από το γεγονός του πολέμου, έτσι όπως δεν το έχει δει η Ιστορία, αλλά όπως το κατέγραψε η προσωπική ανάμνηση.
Αφηγήσεις εξομολογητικές που πρϋποθέτουν – ως λογοτεχνική καταγραφή- το δίπολο σχήμα, από την μακρινή εποχή, τότε που ακούγαμε ιστορίες από τους μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, οι οποίοι άκουσαν με τη σειρά τους ιστορίες από τους παλαιότερους όταν ήταν παιδιά και έζησαν, ως αμφίσημοι ήρωες, τις περιπέτειες του καιρού τους. Λογοτεχνική καταγραφή προσωπικών ιστοριών του εκάστοτε αφηγητή σε προϋπόθεση και του εκάστοτε υπονοημένου ακροατή. Αφηγητή, ο οποίος στρέφεται προς το παρελθόν, αντλώντας τη συμπυκνωμένη μεταφορά της ζωής του και ακροατή, συγγραφέα, ο οποίος αναζητά το νόημα της αλήθειας, ως άσκηση μελέτης και εξερεύνησης της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, δια της καταγραφής, αυτού που συνέβη και συνεχίζεται στον παρόντα χρόνο, στη δοκιμασία της αισθητικής απόλαυσης. Κυοφορία- ως λογοτεχνικό αποτέλεσμα- μιας νέας αφήγησης σε επάλληλους αφηγηματικούς κύκλους, ιστοριών που συνεχίζουν τον δρόμο τους.
«…και μας έφτιαχνε φέτα με ζάχαρη και καθόμασταν και μας έλεγε όλο ιστορίες από τον πόλεμο». Σα βγαίνει ο χότζας στο τζαμί, Σελ. 75
« Είχα ιδεί που λες πολλά, τόσα που έτσ’ και δει ο άθρωπος κρυώνει και πια άλλο δε θωρεί,…» Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε, Σελ. 16
Προφορική ροή, πλάγιοι διάλογοι σε μικρές, κοφτές φράσεις, γλώσσα- κατά κύριο λόγο- ιδιωματικά λαϊκή με- λιγότερα- λόγια στοιχεία, σε ενδιαφέρουσα υπογράμμιση σύζευξης. Ιστορίες ανθρώπων που στον καιρό της νεότητάς τους, πήραν μέρος στην Μικρασιατική εκστρατεία και αναθυμούνται το πριν και το μετά της ζωής τους. Ιστορίες εκδίκησης και αίματος, αδικίας και εθιμικών κωδίκων, ερώτων και πολέμων, δεισιδαιμονιών και προλήψεων, σε πολυεπίπεδη αναμέτρηση. Ο παλαιός κόσμος όπως ήταν κάποτε και μια προβολή επικαιρότητας, άδηλης φαινομενικά σύνδεσης. Αυτό που υπήρξε, ως καταγωγικό αίμα ταυτότητας, μέσα από το βλέμμα του συγγραφέα, σε διακριτική και διακριτή οριοθέτηση. Γκιάκ, αίμα που κυλάει στις φλέβες τροφοδοτώντας την ζωή και τις αντιδράσεις της.

« Να σ’ το πω αλλιώς, θερίζαμε και σπέρναμε μ’ αλάτι». Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε, Σελ. 16
«…έρχεται κι ο λοχαγός, σήκω ρε, μου λέει, τι έπαθες; Το και το, του λέω. Και βάνει τα γέλια ο άτιμος. Καλά να πάθεις, μου λέει. Σε τιμώρησε ο θεός Απόλλωνας ο Δέλφινας. Εδώ είναι η εκκλησία του, λέει, και πήγες εσύ και τη μαγάρισες για να φας σύκα. Έκανες αμαρτία από τη λαιμαργία σου και γι’ αυτό τα παθαίνεις…Ρε λοχαγέ, του λέω, τι μου τσαμπουνάς; Οι αθρώποι που ‘ταν εδώ είναι πεθαμένοι χρόνια. Άμα πεθάνανε αυτοί και χάθκε η πίστη, έζησε ο θεός; Εγώ πιστεύω, μου λέει ο ασκιούφτης. Καναδυό μήνες πιο μετά σκοτώθκε πιο παραέξω, στο Σελτσούκ. Ωπ. Να, τούτο. Τούτο είν’ πρώτο. Το βλέπεις; Μέλι. Φά’ το!» Τα μπουκουμπάρδια, Σελ.27
« Κάποια στιγμή μας ρωτάνε από πού είστε; Απ’ το Μαλισσάτ’, τους λέω γω, απ’ την Αθήνα. Ποια Αθήνα, μου λέει η μία; Για τήρα εδώ στο χάρτη, εσείς είστε εκατό χιλιόμετρα απ’ την Αθήνα, και σκώνεται ο διάολος και πάει σε μια κορνίζα στον τοίχο και μου δείχνει. Θάμαξα, λέω κοίτα κορίτσ’ πράμα πόσα ξέρει». ΄Ηρθε ο καιρός να φύγουμε, Σελ. 69
« Μα ο Χάρος είν’ ωκεανός, ο Χάρος είν’ αγέρας…» Παραλογή, Σελ. 59
« Έτσ’ έγινε κι έτσι γδικιώθκα για το κακό που μου ‘χε γίνει.Γι αυτό σου λέω, παπά». Ο αρραβώνας, Σελ. 47
« Αφού έζησα, πάλιε καλά να λες, γιατί τότες άκουγα που ρωτάγανε οι γιατροί ποιος να με ξέρει ν’ αναλάβει το χρέος να στείλει τα πράματά μ’ στο σπίτι». Γυάλινο μάτι, Σελ. 91
« Τι ‘ν’ τούτος; Του λέω γω, από πούθε είναι; Γιατί μπορεί να μη σκάμπαζα τότες, αλλά για εγγλέζικο δεν μου είχε φανεί το όνομα. Και τι μου λέει; Ρούσος. Άι, κόψ’ το καλαμπούρι, του είπα. Έχει κομμουνιστάς στην Αμερική; Γυρνάει και μου λέει, ο Βάνιας είναι απ’ αυτουνούδες που τους πολεμήσανε μετά το δεκαεφτά. Για τούτο έφκε.Τον κοίταξα γιατί νόμια ότι με κορόιδευε, αλλά τον είδα που ‘ταν σοβαρός και τον ξαναρώτηξα. Και; Τι και; Μου λέει. Γιατί του δίνεις μπιστοσύνη τόσο; του λέω, άνθρωπος που πολέμησε τ’ αδέρφια τ’ θα κάνει καλό στον ξένο;» Νόκερ, σελ.107
« Τι; Ε, είναι δυνατόν, ρε χαμένε, να πέθανα και να σου μιλάω τώρα δα; Δεν ξέρω γιατί. Έχασα την πίστη μ’ κείθε πέρα. Μπορεί γι’ αυτό. Έκαμα κι είδα πράματα και κατάλαβα ότι οι χειρότεροι δαιμόνοι είναι οι αθρώποι». Ταραραρούρα, Σελ. 53
« Αλλά για πε μ’ κι εσύ, γιατί, να με σχωρνάς ε, τόσην ώρα σε ζάλισα με τα δικά μ’. Αλλά είν’ και το ταξίδ’ μεγάλο, δεν περνάει χωρίς παρέα και κουβέντα. Για πε μ’ για τα δικά σ’ τώρα. Πόσα χρόνια κάθισες εσύ στη Νέα Γιόρκι; Φεύγεις έτσ’ δα για λίγο ή διαπαντός;» Νόκερ, σελ.119

Εκδόσεις αντίποδες – Διηγήματα
ISBN: 978-618-81646-4-2
Σελίδες: 128
Σχήμα: 12×20
Τιμή: € 9,20