Οι αγνοούμενοι *κριτική

Written by

Ένα σύγχρονο, ελληνικό κι ενδιαφέρον έργο είδαμε στο Θέατρο Αριστοτέλειον.

Ο Βασίλης Κατσικονούρης  μέσα από τη σχέση ενός ζευγαριού μετά την άφιξη της ανεπιθύμητης, μαυροντυμένης αδερφής της γυναίκας, επιχειρεί να σκιαγραφήσει την αντίθεση ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν στρατευθεί στην υπεράσπιση ενός φαινομενικά ουτοπικού ιδεώδους- ακόμη και με την κατασπατάληση ή θυσία της ζωής τους- και σ’ αυτούς που σπαταλούν το χρόνο τους μέσα σε μια ευδαιμονία που στο τέλος αποδεικνύεται ότι κι αυτή είναι επιφανειακή κι εντελώς κενή. Ωστόσο καμία από τις δύο θέσεις δε φαίνεται να υπόσχεται τελικά τη δικαίωση ή την ευτυχία των ηρώων.

Η μεγάλη αδερφή- η Δέσποινα- φέρει όλο το βάρος της ανεύρεσης του αγνοούμενου αδελφού της οικογένειας ο οποίος χάθηκε κατά τη διάρκεια της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Η μάνα τους την έχει ορκίσει να τον βρει. Η Δέσποινα οφείλει να ψάχνει και να θυμάται. Οφείλει να βρει τον αδερφό τους ζωντανό ή πεθαμένο και να πλύνει τα κόκκαλά του. Η μικρή αδερφή- η Ισμήνη έχει τραβήξει το δρόμο της. Προτίμησε τη λήθη και την ευδαιμονία, μακριά απ’ τους εφιάλτες του παρελθόντος. Οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι για το θεατή. Η ιστορία κάνει ξεκάθαρες αναφορές στο μύθο των Λαβδακιδών (το γένος του Οιδίποδα) οι οποίες επιβεβαιώνονται στο τέλος όταν η μικρή αδερφή η Ισμήνη ενδύεται ξεκάθαρα και τον ρόλο της Αντιγόνης -μας λέει ότι το δεύτερό της όνομα είναι Αντιγόνη.  Βέβαια αυτό δημιουργεί μια σύγχυση στο μυαλό του θεατή για το ρόλο της Δέσποινας – της μεγάλης αδερφής- ως προς το τι αντιπροσωπεύει αυτή μέσα στο έργο.  Θα μπορούσε να σημαίνει π.χ. ότι όλοι οι επίγονοι της Κυπριακής τραγωδίας φέρουν ως δεύτερο όνομα το όνομα της Αντιγόνης κι άρα και τον ρόλο της στο ιστορικό γίγνεσθαι από κει και πέρα. Αυτό είναι όμως μόνο μια προσωπική εικασία που δεν ξεκαθαρίζεται στο κείμενο ή την παράσταση.  Κάτι άλλο που επίσης δημιουργεί ερωτηματικά είναι η τεράστια σκηνή όπου αναλύεται η σχέση του ζευγαριού. Μοιάζει ξαφνικά σα ν’ αλλάζει το βάρος του κειμένου. Πιθανόν θα χρειαζόταν μια πιο ξεκάθαρη σκηνοθετική ματιά για να αποφασίσει πώς θα ενσωματώσει καλύτερα το κομμάτι αυτό στην παράσταση.

Στο έργο η σκηνοθεσία έγινε από τους τρεις ηθοποιούς , πράγμα που πολλές φορές μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνο για την ομοιογενή εικόνα μιας παράστασης. Εδώ ευτυχώς αυτός ο κίνδυνος ξεπεράστηκε. Οι τρεις ηθοποιοί φαίνεται ότι δούλεψαν πολύ αρμονικά μαζί και το τελικό αποτέλεσμα είχε μια κοινή γραμμή. Μόνο στο τέλος , στο μονόλογο της Ισμήνης – Αντιγόνης, φάνηκε μια μικρή αδυναμία να ενταχτεί κι αυτό το κομμάτι στη συνολική γραμμή της παράστασης. Αυτό όμως ίσως να οφείλεται και στη δυσκολία του ίδιου του κειμένου ν’ αποφασίσει προς τα πού θα γείρει τη ζυγαριά.

Το σκηνικό είναι αφαιρετικό κι ευρηματικό. Μια εικόνα από τα χαρακώματα. Μαξιλάρια-σακιά τα οποία σου δίνουν την αίσθηση εμπόλεμης ζώνης. Ο πόλεμος μοιάζει να μεταφέρεται στο εσωτερικό του  σπιτιού τους. Το σκηνικό αποδομείται σιγά –σιγά , όπως και οι σχέσεις των ηρώων μεταξύ τους. Σε αντίθεση ωστόσο, τα κοστούμια μοιάζουν φτωχά και μάλλον απρόσωπα. Επίσης οι αλλαγές σκηνών χωρίς αλλαγή κοστουμιών μπερδεύει κάπως την αίσθηση της αλλαγής του χρόνου και της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης που λέει ότι έχει το συγκεκριμένο ζευγάρι. Νομίζουμε ότι η άδεια χλιδή και καλοπέραση θα τονιζόταν πολύ καλύτερα με διαφορετικά κοστούμια.

Υποκριτικά ο Αλέξανδρος Σταύρου μας έκανε να ξεχάσουμε ότι έπαιζε τον Πέτρο. Απλά «ήταν» αυτός ο άντρας που προσπαθούσε να ισορροπήσει – όπως και οι περισσότεροι από μας- σε μια ζωή που σε αναγκάζει να κάνεις επιλογές που δεν αντέχεις και να αρρωστήσεις κουβαλώντας τες. Με μεγάλη μαεστρία κράτησε τις ισορροπίες αυτού του ρόλου ανάμεσα στην τραγικότητα και το χιούμορ με το οποίο έντυνε αυτά που τον πονούσαν.

Η Αιμιλία Υψηλάντη, μια λεπτή μαυροντυμένη φιγούρα, σαν ένα λυγερόκορμο κοριτσάκι αναγκασμένο να μεγαλώσει βίαια, μια διαρκής παρουσία της μνήμης και του πένθους. Υπήρξαν πολύ όμορφες στιγμές του ρόλου της στην αλληλεπίδρασή του με τους δύο άλλους χαρακτήρες, όμως αυτό που μας έλειψε για την ολοκλήρωση του ρόλου είναι η σκοτεινιά ενός κοριτσιού που αναγκάστηκε να πετάξει τη ζωή της, το δικαίωμά της να ονειρεύεται, την επιθυμία να τη φλερτάρουν ( σκηνή με το νεαρό στο μπαλκόνι- η μόνη σκηνή που βλέπουμε το σκίρτημα της ζωής μέσα της). Οι άνθρωποι που δεν ζουν έστω και «επιφανειακά» τις περισσότερες φορές κουβαλούν ασυναίσθητα πάνω τους αυτό το δηλητήριο που χρησιμοποιούν για να σκοτώνουν τις επιθυμίες τους. Η φωτιά ενός ανθρώπου που «καίγεται» απ’ αυτό το δηλητήριο, μεταφορικά και κυριολεκτικά, έλειψε από τη σκιαγράφηση του ρόλου.

Η Μαρία Τσαρούχα κατάφερε επίσης να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στο τραγικό κομμάτι του ρόλου της και την επιφανειακή ελαφρότητα με την οποία έπρεπε να καλύψει τη δική της προσωπική τραγωδία και το κενό μέσα στο οποίο ζει. Μόνο η τελευταία σκηνή όπου αποφασίζει να αλλάξει από «επιπόλαιη» Ισμήνη σε αποφασισμένη και μαχητική Αντιγόνη είναι λίγο αμήχανη. Αντί της δυναμικής κλιμάκωσης που φαίνεται να προσπαθεί να μεταφέρει το κλείσιμο του έργου, η παράσταση μοιάζει να τελειώνει αδύναμα, αφήνοντας τους θεατές με μία ασαφή λύση.

Κλείνοντας, οφείλει κανείς να τονίσει τη δεινότητα των τριών ηθοποιών να υπερασπίσουν χωρίς φωνές και με εσωτερικότητα ένα έργο που πιθανόν θ’ απογειωνόταν σε ένα μικρότερο και πιο «φιλικό» από άποψη μεγέθους θέατρο.

γράφει η Σωτηρία Ζάνταλη