…οι γενιές οι καταδικασμένες σε εκατό χρόνια μοναξιά δεν είχαν δεύτερη ευκαιρία πάνω στη γη

Written by

 Εκατό χρόνια μοναξιά

«Τότε, προχώρησε ακόμα λίγο, για να προλάβει τις προφητείες και να επαληθεύσει την ημερομηνία και τις περιστάσεις του θανάτου του. Ωστόσο, προτού να φτάσει στον τελευταίο στίχο είχε καταλάβει πως δεν θα έβγαινε ποτέ από κείνο το δωμάτιο, γιατί η πόλη με τους καθρέφτες (ή τους αντικατοπτρισμούς) ήταν προορισμένη να σαρωθεί από τον άνεμο και να εξοριστεί απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, τη στιγμή που ο Αουρελιάνο Μπαμπιλόνια, θα τελείωνε την αποκρυπτογράφηση των περγαμηνών, κι όλα όσα ήταν γραμμένα σ’ αυτές ήταν ανεπανάληπτα από αμνημονεύτων χρόνων και για πάντα, γιατί οι γενιές οι καταδικασμένες σε εκατό χρόνια μοναξιά δεν είχαν δεύτερη ευκαιρία πάνω στη γη». Σελ. 387

« Κάτι έγινε τότε μέσα του, κάτι μυστήριο κι οριστικό, που τον ξερίζωσε από τον πραγματικό του χρόνο και τον πήγε στην ανεξερεύνητη περιοχή των αναμνήσεων. Σελ. 23

Τι περίμενες; μουρμούρισε. Περνάει ο καιρός

«-Τι περίμενες; μουρμούρισε. Περνάει ο καιρός.
-Έτσι είναι, είπε η Ούρσουλα, αλλά όχι και τόσο γρήγορα.
Τη στιγμή που το έλεγε, η Ούρσουλα συνειδητοποίησε πως έδινε την απάντηση που της είχε δώσει ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία στο κελί του μελλοθάνατου και γι’ άλλη μια φορά ανατρίχιασε με την επιβεβαίωση πως ο καιρός δεν περνούσε, όπως μόλις είχε παραδεχτεί, αλλά γύριζε σε κύκλους». Σελ. 315

«…και είδαν, εκστατικοί το στολισμένο με λουλούδια τρένο που ερχόταν για πρώτη φορά με καθυστέρηση οχτώ μηνών: το αθώο κίτρινο τρένο που θα ‘φερνε τόσες αβεβαιότητες και βεβαιότητες, τόσες κολακείες και δυσαρέσκειες και τόσες αλλαγές, καταστροφές και νοσταλγίες στο Μακόντο». Σελ. 212

«Τους είχε δει περνώντας, καθισμένους μες στα σπίτια τους, με απορροφημένο ύφος και σταυρωμένα χέρια, καθώς ένιωθαν να περνάει αδιάσπαστος ο χρόνος, ένας χρόνος ανήμερος, γιατί ήταν ανώφελο να τον χωρίζουν σε μήνες και χρόνια και τις μέρες σε ώρες, όταν…». Σελ.301

«Οι μοναδικές ευτυχισμένες στιγμές του, από κείνο το απόμακρο απόγευμα που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο, ήταν αυτές που είχε περάσει στο εργαστήρι της αργυροχοΐας, όπου περνούσε τον καιρό του φτιάχνοντας χρυσά ψαράκια». Σελ. 163.

« Τότε μπήκαν στο δωμάτιο του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, τον ταρακούνησαν μ’ όλη τους τη δύναμη, του φώναξαν στ’ αυτί, του έβαλαν έναν καθρέφτη μπροστά στα ρουθούνια του, αλλά δεν μπόρεσαν να τον ξυπνήσουν. Λίγο αργότερα, όταν ο μαραγκός έπαιρνε τα μέτρα του για το φέρετρο, είδαν απ’ το παράθυρο πως έπεφτε μια ψιλή βροχούλα από μικροσκοπικά κίτρινα λουλούδια. Έπεφταν όλη τη νύχτα πάνω σ’ ολόκληρο το χωριό, σαν μια σιωπηλή θύελλα, και σκέπασαν τις στέγες και σφήνωσαν τις πόρτες κι έσκασαν τα ζώα που κοιμόνταν στο ύπαιθρο. Τόσα ήταν τα λουλούδια που έπεσαν απ’ τον ουρανό ώστε οι δρόμοι, το πρωί, ήταν σκεπασμένοι μ’ ένα παχύ στρώμα και αναγκάστηκαν να τους καθαρίσουν με φτυάρια και τσουγκράνες για να μπορέσει να περάσει η κηδεία». Σελ.136

Πείτε στη γυναίκα μου…

«- Πείτε στη γυναίκα μου, απάντησε με καμπανιστή φωνή, να δώσει στο κορίτσι τ’ όνομα Ούρσουλα. Έκανε μια παύση και ξανάπε: Ούρσουλα, σαν τη γιαγιά της. Και πείτε της ακόμα πως αν το παιδί που θα γεννηθεί είναι αγόρι, να το βγάλει Χοσέ Αρκάδιο, αλλά όχι για το θείο, παρά για τον παππού». Σελ. 117

«Τότε, μαζεμένο μέσα σε μια νυχιά που τον ξέσκισε, ένιωσε όλο τον τρόμο που τον βασάνιζε στη ζωή του. Ο λοχαγός φώναξε πυρ. Ο Αρκάδιο, μόλις που πρόλαβε να τεντώσει το στήθος του και, να σηκώσει το κεφάλι, δίχως να καταλαβαίνει από πού έτρεχε το ζεματιστό υγρό που του έκαιγε τα πόδια.
-Ρουφιάνοι, φώναξε. Ζήτω το φιλελεύθερο κόμμα!». Σελ. 118

«Το μόνο που απέμεινε απ’ όλα αυτά ήταν ένας δρόμος στο Μακόντο με τ’ όνομά του». Σελ. 103

«Έτσι, συνέχισαν να ζουν σε μια πραγματικότητα που ξεγλιστρούσε, την οποία προσωρινά αιχμαλώτιζαν με τις λέξεις, αλλά η οποία θα τους ξέφευγε οριστικά όταν θα ξέχναγαν τις αξίες των γραμμένων ψηφίων». Σελ. 52

«Αρκετούς αιώνες αργότερα, ο δισέγγονος του ντόπιου παντρεύτηκε τη δισέγγονη του Αραγωνέζου. Γι’ αυτό κάθε φορά που η Ούρσουλα έβγαινε απ’ τα ρούχα της με τις τρέλες του άντρα της, πήγαινε πίσω τριακόσια χρόνια, γεμάτα συμπτώσεις, και αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή που ο Φράνσις Ντρέικ επιτέθηκε στη Ριοάτσα». Σελ. 27-28

«Έβρεχε τέσσερα χρόνια, έντεκα μήνες και δύο μέρες». Σελ.295

«Η καρδιά της, γεμάτη από μεζεμένες στάχτες, που είχε αντέξει στα πιο δυνατά χτυπήματα της καθημερινής πραγματικότητας, κομματιάστηκε στην πρώτη επίθεση της νοσταλγίας». Σελ.340

«Μονάχος, εγκαταλειμμένος απ’ τις προαισθήσεις του, προσπαθώντας ν’ αποφύγει το κρύο που θα τον συντρόφευε ως τον θάνατο, γύρεψε να βρει καταφύγιο στο Μακόντο, στη ζεστασιά των πιο παλιών του αναμνήσεων». Σελ. 160

«…τον ρώτησε συμπονετικά ποιο ήταν τ’ όνομά του.
-Αουρελιάνο Μπουενδία, είπε εκείνος.
-Τότε μη σκοτώνεσαι να ψάχνεις, φώναξε ο εφημέριος με μεγάλη αυτοπεποίθηση. Πάνε χρόνια που υπήρχε εδώ ένας δρόμος που λεγόταν έτσι κι εκείνο τον καιρό ο κόσμος είχε τη συνήθεια να δίνει στα παιδιά του τα ονόματα δρόμων». Σελ. 380

«…γιατί εκείνη τη θαυμαστή στιγμή του αποκαλύφθηκαν οι τελικοί κώδικες του Μελκίαδες, κι είδε την επιγραφή των περγαμηνών τέλεια τοποθετημένη μες στο χρόνο και το χώρο των ανθρώπων: Ο πρώτος της γενιάς είναι δεμένος σ’ ένα δέντρο και τον τελευταίο τον τρώνε τα μυρμήγκια». Σελ. 385

Τότε άρχισε να φυσάει ο άνεμος…

«Τότε άρχισε να φυσάει ο άνεμος, χλιαρός, διστακτικός, γεμάτος από φωνές του παρελθόντος, μουρμουρητά παλιών γερανιών, αναστεναγμούς απογοήτευσης, πιο παλιούς κι απ’ τις μεγάλες νοσταλγίες…Το Μακόντο ήταν πια ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος από σκόνη και χαλάσματα, που τα στριφογύριζε η οργή του βιβλικού τυφώνα,…». Σελ. 386 -387

«Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα, που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο. Το Μακόντο ήταν τότε ένα χωριό με είκοσι σπίτια από πηλό και καλάμια, χτισμένα στην όχθη ενός ποταμού με διάφανα νερά, που κυλούσαν σε μια κοίτη με λείες πέτρες, άσπρες και τεράστιες, σαν προϊστορικά αυγά. Ο κόσμος ήταν τόσο νεόπλαστος ώστε πολλά πράγματα δεν είχαν όνομα και για να τα αναφέρεις έπρεπε να τα δείξεις με το δάχτυλο». Σελ. 11

«…και θα υπάρχει πάντα ένας Μπουενδία στον αιώνα των αιώνων». Σελ. 57

Cien Anos de SoledadΕκατό Χρόνια Μοναξιά
Cien Anos de Soledad
ISBN13 9789602360095
Εκδότης Λιβάνης
Χρονολογία Έκδοσης Δεκέμβριος 1979
Αριθμός σελίδων 392
Διαστάσεις 21×14
Πρόλογος Φίλιας Βασίλης
Μετάφραση Σωτηριάδου-Μπαράχας Κλαιτη
Συγγραφέας/Δημιουργός  Γκαμπριελ-Γκαρσία Μάρκες

 

cityculture.gr/ αποσπάσματα επιλογή Άγγελα Μάντζιου