Οι γονείς δεν έχουν πάντα δίκιο

Written by

“Να ζήσεις Νονάκι και χρόνια πολλά μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά”. Κάθε χρόνο στα γεννέθλιά μου κάνω ακούσια μια γρήγορη ανασκόπηση. Αφού τελειώσει το τραγουδάκι και λίγο πριν σβήσω τα κεράκια περνάει η ζωή μου μπροστά από τα μάτια μου. Δεν βλέπω καθαρές εικόνες απλά εμπιστεύομαι την γεύση που αφήνει αυτό το γρήγορο trailer.
10/10/2014 ετών 34.

Έχει και γλύκα άλλα έχει και πίκρα. Όπως όλα στην ζωή. Δεν είναι όμως η πίκρα που σου αφήνει την άλλη μέρα στο στόμα ένα κακό μεθύσι. Είναι η πίκρα της προηγούμενης μέρας. Αυτής που δεν πέρασε. Είναι η πίκρα της ευθύνης απέναντι στο εαυτό σου. Που όταν του έδειξαν με αυθάδεια τι θα έπρεπε να ζήσει, δεν τον προστάτεψες. Αντιθέτως τον χτύπησες φιλικά στην πλάτη για να τον πείσεις ότι ίσως κάπως έτσι είναι η ευτυχία.

Μεγάλωσα με την πεποίθηση ότι η γυναίκα πρέπει να βρει έναν άντρα να την συντηρεί. Να κρεμαστεί από πάνω του σαν παλτό που πια σου πιάνει χώρο. Αυτό και μόνο σε καθιστά άχρηστη. Ανίκανη να ζήσεις την ζωή σου μόνη σου, να σταθείς στα πόδια σου. Με είχαν πείσει. Τους πίστευα. Σε μια τρυφερή ηλικία νομίζεις ότι οι γονείς έχουν πάντα δίκιο. Ποντάρεις στην αγάπη που σου έχουν και ότι όλα τα κάνουν για το καλό σου. Αυτό μπορεί να ισχύει, στο όνομα  όμως της αγάπης  έχουν γίνει τα μεγαλύτερα εγκλήματα.

Ακόμα και τώρα θυμάμαι την μητέρα μου να με χαιρετάει περιχαρής όταν έφευγα από το χωριό για να πάω στην Αθήνα να ζήσω με έναν άντρα που δεν τον ήξερε δεν τον είχε δει παρά μόνο δύο φορές. Ούτε εγώ τον ήξερα και ούτε και τον ήθελα. Ή τουλάχιστον δεν τον ήθελα με τον έρωτα τον μοναδικό, τον σχιζοφρενή να έχει όλα τα πάθη, όλα τα μίση και όλη την τρέλα που αξίζει να έχει ο έρωτας. Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω από το χωριό. Δεν με ένοιαζε πώς. Θα έπρεπε όμως. Σημασία άλλωστε δεν έχει ο προορισμός αλλά το ταξίδι. Δεν έχει σημασία που θα πήγαινα ή που θα κατέληγα, πλέον δεν θα το μάθω ποτέ. Σημασία έχει ότι θα ακολουθούσα το δικό μου μονοπάτι και θα πλήρωνα τα δικά μου λάθη. Τα πιάτα που έσπασες εσύ τα πληρώνεις πιο ευχάριστα από τα πιάτα που έσπασε κάποιος άλλος.

Το ένστικτό μου μου έλεγε να μην το κάνω, να προσπαθήσω μόνη μου. Να φύγω μόνη. Έστω κι αν δεν είχα καμία βοήθεια (γιατί υπέστησα και αυτόν τον εκβιασμό). Πείστικα όμως ότι δεν είμαι ικανή και πούλησα την ζωή μου για μια ασφάλεια που τελικά ήταν χειρότερη και από το μεγαλύτερο ρίσκο. Δεν ξέρω αν τους κατηγορώ. Έτσι ξέρανε έτσι κάνανε. Άλλωστε κι αυτοί θύματα θυμάτων είναι. Το μόνο που με πληγώνει τώρα πια είναι ότι δεν με πιστέψανε. Δεν πιστέψανε στις δυνάμεις μου. Αν το είχα ανάγκη? Ναι το είχα για να πιστέψω κι εγώ με την σειρά μου.

Στην ηλικία των 20 με 30, αντί να βάλω τις  βάσεις για να καρπωθώ του κόπους μου μετέπειτα εγώ ζούσα την ζωή κάποιου άλλου. Τη ζωή της μητέρας μου. Την ζούσα ευλαβικά σχεδόν περήφανη που μπορούσα να ανταποκριθώ στις προσδοκίες της. Η ευτυχία μου με κοίταγε κλειδωμένη στο συρτάρι με το χαμόγελο πάντα της αισιοδοξίας. Με περίμενε. Της έκανα νόημα να σωπάσει. «σώπα, είμαστε καλά εδώ». Είχα γίνει η μαριονέτα της ίδιας μου της παράστασης.

Και να ‘μαι τώρα στα 34 χωρισμένη με ένα παιδί, χωρίς δουλειά να προσπαθώ να ξεκινήσω την ζωή μου από την αρχή. Να προσπαθώ να κάνω ότι θα έπρεπε να έχω κάνει στα 22. Δεν αφήνω τα όνειρά μου. Απλά τώρα είναι πολύ πιο δύσκολο. Δεν είναι όμως ακατόρθωτο.

Οι γονείς δεν έχουν πάντα δίκιο. Είναι ούτως ή άλλως αυθαιρεσία να επεμβαίνει κάποιος στην ζωή σου έστω και αν αυτός ο κάποιος είναι ο γονιός σου. Όταν νιώθεις κάτι λάθος συνήθως είναι. Και ξέρεις? Δεν χρειάζεται να το εξηγήσεις στον οποιονδήποτε. Και θα απαντήσει η αθάνατη Ελληνίδα μάνα: «ο οποιοσδήποτε είμαι εγώ?» Αφού δεν είσαι εγώ ναι, είσαι ο οποιοσδήποτε.

γράφει η Νόνα Μπελίδου