Η ιδιωτική ζωή των δέντρων, Alejandro Zambra *κριτική

Written by

Δεν έχω αναμνήσεις από την παιδική ηλικία ΖΩΡΖ ΠΕΡΕΚ

….όπως η ιδιωτική ζωή των δέντρων ή των ναυαγών ΑΝΤΡΕΣ ΑΝΓΟΥΑΝΤΕΡ

Ο Χουλιάν είναι καθηγητής και κάθε Κυριακή συγγραφέας, αφού επιχειρεί να γράψει ένα μυθιστόρημα. Κάθε βράδυ είναι αφηγητής παραμυθιών, λίγο πριν κοιμηθεί η οκτάχρονη Ντανιέλα, η θετή κόρη του. Εκείνος της αφηγείται ιστορίες.

 Ο Χουλιάν διασκεδάζει τη μικρή με την  «Ιδιωτική ζωή των δέντρων», μια σειρά παραμύθια που σκάρωσε για να τη νανουρίζει. (Σελ.13)

Με αυτή τη φράση ξεκινάει το μικρό αυτό βιβλίο του Χιλιανού συγγραφέα Alejandro Zambra. Ο Χουλιάν είναι παντρεμένος με την Βερόνικα, την μητέρα του κοριτσιού. Ζουν σε ένα σπίτι με τρία δωμάτια, το μπλε της Ντανιέλας, το πράσινο των ξένων και το λευκό,  της κρεββατοκάμαρας, που μοιράζεται ο ίδιος με την Βερόνικα.

Η Βερόνικα κάποτε σπούδαζε στη σχολή καλών τεχνών αλλά τώρα ασχολείται με τη ζαχαροπλαστική και παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής. Αυτήν την νύχτα, όπως κάθε βράδυ, ο Χουλιάν προσπαθεί να αποκοιμίσει το μικρό κορίτσι με ευφάνταστες ιστορίες δέντρων. Περιμένει  την Βερόνικα να επιστρέψει στο σπίτι από το μάθημα της ζωγραφικής. Εκείνη όμως αργεί, οι ώρες περνούν κι εκείνη δεν εμφανίζεται. Όταν η Ντανιέλα μοιάζει να κοιμάται,  ο ίδιος πιάνει να γράψει, να διαβάσει, να διορθώσει το μυθιστόρημα και στη διάρκεια των ωρών αναμονής, επιστρατεύει τη φαντασία του ώστε να δει τι μπορεί να της συνέβη, πλάθοντας καθησυχαστικές και ανήσυχες εκδοχές. Παράλληλα, στρέφεται προς το παρελθόν για να μας αφηγηθεί σύντομα,  την σχέση του με την Κάρλα, την γνωριμία με την Βερόνικα, το παρελθόν της Βερόνικα, το γάμο της με τον Φερνάντο, τη γέννηση της  Ντανιέλας.  Ακόμη μας εξομολογείται πλευρές της ιδιωτικής τους ζωής, μιλάει για το επάγγελμά του ως καθηγητής και τον αγώνα να γίνει συγγραφέας. Η ανάμνησή του τον οδηγεί στην παιδική ηλικία και στην σχέση του με τους γονείς του. Ακόμη φαντάζεται το μέλλον και τη ζωή της Ντανιέλας, σε διάφορες φάσεις. Καθώς εκείνη θα μεγαλώνει, όταν θα διαβάσει, κάποια στιγμή, το βιβλίο του, αυτό που εκείνος τώρα γράφει.

Όταν εκείνη επιστρέψει, το μυθιστόρημα θα διακοπεί. Αλλά όσο δεν επιστρέφει, το βιβλίο θα συνεχίζεται.( Σελ. 15).

Όταν η νύχτα γίνει μέρα και ενώ η Βερόνικα δεν έχει επιστρέψει, εκείνος θα ξυπνήσει, θα πλυθεί, θα φτιάξει καφέ για δύο,  θα πιει τον δικό του καθώς  και τον άλλο μισό, θα ανοίξει την πόρτα, θα κλείσει δυνατά την εξώπορτα σαν κάποιος να φεύγει, θα ψιθυρίσει μια φράση, σαν να απευθύνεται σ’ εκείνη,  θα ξυπνήσει  την μικρή για το σχολείο, θα ετοιμάσει το πρωϊνό της. Θα ξεκινήσουν μέσα στη βροχή για το σχολείο, ζητώντας της να μην μιλάνε στη διαδρομή, αλλά να μετρούν από μέσα τους βήματα. Εκείνη  όμως του διηγείται περιστατικά από το σχολείο της, περιμένοντας την αντίδρασή του. Θα αφήσει την μικρή στο σχολείο της, αφού προηγουμένως της έχει πει ότι η μητέρα της χρειάστηκε να φύγει πολύ νωρίς σε ένα  μακρυνό μέρος,  για τη δουλειά της. Θα  της πει ακόμη ότι πρέπει να μάθουν Αγγλικά, ύστερα από την παρατήρηση επίπληξης της δασκάλας που αφορά  την πρόοδο του κοριτσιού στο μάθημα αυτό. Εδώ κλείνει η ιστορία, με την σύντομη συζήτηση με τη δασκάλα, η οποία ζητάει να έχει ένα ραντεβού με τους γονείς του παιδιού και με τα λόγια του κοριτσιού προς τον Χουλιάν,  πριν μπει στην τάξη του.

Το  βιβλίο είναι διαρθρωμένο σε δύο κεφάλαια. Το πρώτο και μεγαλύτερο σε έκταση, με τίτλο Θερμοκήπιο,  εξελίσσεται την νύχτα,   το δεύτερο είναι  πιο σύντομο, με τον τίτλο Χειμώνας. Τα γεγονότα εδώ  εξελίσσονται στο ξημέρωμα της καινούργιας μέρας.

Το βιβλίο, γεμάτο επινοήσεις, διακοπτόμενες αφηγήσεις  πολλών ιστοριών που διασταυρώνονται σε σημεία, το διατρέχει μια λεπταίσθητη  παρατηρητικότητα της ζωής, μια μελαγχολική δίνη σκέψεων και ένα διακριτό, ιδιότυπο χιούμορ.

Η ζωή και η καθημερινότητα περιγράφονται αχνά σε μικρές στιγμές και με τρόπο κριτικό, σε εικόνες σχέσεων, καταστάσεων και στην εικόνα της πόλης. Ο εστιασμός σε επαγγέλματα, σε όψεις της ζωής, σε σημεία της πόλης που σχετίζονται με την προσωπική ανάμνηση του αφηγητή, δίνει μια ρεαλιστική όψη της καθημερινότητας που αλλάζει. Καθημερινότητας  η οποία εμπλουτίζεται και σε μια άλλη διάσταση  με  αποσπάσματα από ποιήματα, τραγούδια, στίχους, αναφορές  σε βιβλία, σε ποιητές και συγγραφείς, σε ταινίες, όπως ενσωματώνονται στη ροή της αφήγησης.

Οι περιγραφές  σε τριτοπρόσωπη και πρωτοπρόσωπη αφήγηση, χρησιμοποιώντας διαφορετικά στυλ καταγραφής, από  αναφορές σε συζητήσεις  με  σύντομους και λίγο ειρωνικούς διαλόγους, αποσπάσματα από  εκπομπές, μονολόγους, όπως η εξομολόγηση της ζωγράφου Οτόκο μπροστά στο δέντρο του μπαομπάμπ, αναδιηγήσεις και επαναλήψεις, όπως τα λόγια του Χουλιάν προς την Ντανιέλα, τα οποία, ο ίδιος φαντάζεται να επαναλαμβάνει αντηχητικά, στη συνέχεια,  η Ντανιέλα στον πατέρα της, στο ίδιο σκηνικό,  κοιτάζοντας το ορμητικό νερό του ποταμού, δίνουν βάθος και μια αίσθηση προοπτικής στο βιβλίο.

Οι αναφορές στην ταξικότητα μέσα από τις λεπτές παρατηρήσεις,  όπως στην εικόνα του χιονιού, οι μεταφορές στις προσομοιώσεις ζωής, όπως στο παιχνίδι της Μονόπολης, οι παρομοιώσεις, η υποδόρια  ειρωνεία,  αποκαλύπτουν έναν δυνατό και ευαίσθητο συγγραφέα με έναν  απαισιόδοξο αλλά δυναμικό  τρόπο αντίδρασης, όπως ξετυλίγει την μικρή ιστορία, ενταγμένη στην κειμενικότητα των βιβλίων και την υποκειμενικότητα – αντικειμενικότητα  της ζωής.

Η επιθυμία και η επιδίωξη  της γραφής, ο αγώνας της  δημιουργίας ενός βιβλίου, η ζωηρή φαντασία του ήρωα, ο οποίος είναι αφηγητής ιστοριών,  παρατηρητής και καταγραφέας της ζωής,  καθώς οραματίζεται,  με πυκνές σκέψεις και  με έναν παράδοξο τρόπο, το μέλλον της επόμενης γενιάς στο πρόσωπο της Ντανιέλας,  δίνουν στο βιβλίο πολύπλευρες διαστάσεις διακειμενικής συνομιλίας, με την πρωτοτυπία της ματιάς, σαν έκρηξη  πραγματικότητας (Σελ. 71) ή σαν σενάριο αγρυπνίας,… (σελ. 65), Υπό το τεχνητό φως του παρόντος,… (Σελ. 35), στον συμβολισμό των παραμυθιών από την ιδιωτική ζωή των δέντρων. Στην πόλη, στο πάρκο, στο δωμάτιο. Περιμένοντας μέσα στην νύχτα να γυρίσει το αγαπημένο πρόσωπο στο σπίτι.

 

Θα ‘ταν καλύτερα αν έκλεινε το βιβλίο, αν έκλεινε όλα τα βιβλία κι ερχόταν αντιμέτωπος, χωρίς άλλη καθυστέρηση, όχι με τη ζωή, που είναι πανίσχυρη, αλλά με την εύθραυστη πανοπλία του παρόντος. (Σελ. 31).

 

Στα μυθιστορήματα, όταν κάποιος δεν γυρίζει σπίτι του, σκέφτεται ο Χουλιάν,  σημαίνει ότι κάτι κακό έχει συμβεί. Τώρα, όμως, ευτυχώς, δεν πρόκειται για μυθιστόρημα (Σελ. 41).

 

Θέλεις να πούμε άλλο ένα παραμύθι από την «Ιδιωτική ζωή των δέντρων»;

Ναι, απαντά η Ντανιέλα. Και ο Χουλιάν κάθεται, βαριά, γιατί τον πονάνε τα μάτια, ή τ’ αυτιά, ούτε ξέρει: θέλει ν’ αποκοιμηθεί, ξαφνικά κι ανεύθυνα, και να ξυπνήσει αύριο, ή χθες, καινούργιος. Το παραμύθι πρέπει να ‘ναι σύντομο, μόνο η αρχή, ίσα ίσα ώσπου να πάρει ο ύπνος τη μικρή: ίσως η ιστορία ενός γίγαντα που φροντίζει τα δέντρα σαν… Καλύτερα να αυτοσχεδιάσω , σκέφτεται, ίσως το μόνο που έχει νόημα είναι ο αυτοσχεδιασμός: Η λεύκα και το μπαομπάμπ σχολιάζουν τους παλαβούς που… (Σελ. 47).

Τώρα, στο σκοτάδι, ψάχνει το σταράτο πρόσωπο της Βιολέτας Πάρα: τη φαντάζεται να τραγουδάει, σ’ ένα δωμάτιο παγωμένο, ψηλοτάβανο, με πάτωμα πατικωμένο χώμα, το βράδυ όπου εμπνεύστηκε την εικόνα μιας μοναχικής γυναίκας που κουβεντιάζει με τα λουλούδια: …las flores de mi jardin… (     Σελ.60).

Και επαναλαμβάνει, σαν να προσπαθούσε να γνωριστεί με τη φωνή του, τους στίχους της Έμιλυ Ντίκινσον: «Our share of night to bear/ our share of morning». Μεταφράζει, αδέξια, τον τίτλο, μόνο τον τίτλο: Να σηκώσουμε το μέρος της νύχτας που μας αναλογεί, να μάθουμε να φέρουμε το μερτικό μας απ’ τη νύχτα, να φορτωθούμε το μέρος μας σε νύχτα, να σηκώσουμε το σκοτάδι. Η μύτη της πένας χαράζει το χαρτί, το μελάνι σκεπάζει τη σελίδα με μαύρο νερό. Και ο Χουλιάν προσθέτει φωνές στη μαύρη σελίδα. Αυτό είναι το πραγματικό του επάγγελμα: προσθέτει φωνές…Το  πραγματικό του επάγγελμα είναι να πλάθει λέξεις και να τις ξεχνάει μες στην οχλοβοή.

Και τώρα απαγγέλει, με δυνατή φωνή, σαν τρελός και για κανέναν: Ανέχομαι, φέρω, σηκώνω, φορτώνομαι κουβαλάω, υποβαστώ…(Σελ. 61-62).

Έτσι είν’ αυτά, χωρίς δεσμεύσεις, έτσι πρέπει να ‘ναι: αγαπάς για να πάψεις ν’ αγαπάς, και παύεις ν’ αγαπάς για ν’αρχίσεις ν’ αγαπάς άλλους, ή για να μείνεις μόνος, για λίγο ή για πάντα. Αυτό είναι το δόγμα. Το μοναδικό δόγμα. (Σελ. 68).

Θα ‘πρεπε να σκεφτεί την εύθραυστη ομορφιά των άρρωστων δέντρων. (Σελ. 80)

Βλέπει την Ντανιέλα να κοιμάται και φαντάζεται τον εαυτό του, οκτώ χρονών, να κοιμάται. (Σελ. 18).

Έχει νυχτώσει.

Η Ντανιέλα ξεκολλάει τ’ ακουστικά φατνώματα, γιατί θέλει ν’ αποκοιμηθεί ακούγοντας τα βήματα, τα γαβγίσματα, τις κόρνες, τις σειρήνες, τις κουβέντες των γειτόνων. Θυμάται τότε που ήταν μικρή κι έκανε ότι κοιμόταν ενώ ο Χουλιάν διάβαζε και η μητέρα της ζωγράφιζε. Όπου να ‘ναι, θα την πάρει ο ύπνος.

Τώρα κοιμάται. Είναι κοιμισμένη. (Σελ. 81).

Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ
ALEJANDRO ZAMBRA
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ

cityculture.gr/ γράφει η Άγγελα Μάντζιου